Η κυβέρνηση δεν περνά και τις καλύτερες των ημερών της. Αίφνης κατέστη πολιορκούμενη. Εκεί που φάνταζε απρόσβλητη και άνετη, με τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα κυρίαρχη και ικανή να δοκιμάζει τη συνοχή τής έτσι κι αλλιώς κατακερματισμένης και ασθενούς αντιπολίτευσης, βρέθηκε πολλαπλώς πιεζόμενη. Ο,τι δεν μπόρεσαν να κάνουν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα το πέτυχαν οι αγρότες και οι φοιτητές, που ήλθαν με δυναμισμό να αμφισβητήσουν την ευημερία των αριθμών και την ποιότητα της πολυδιαφημισμένης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Το αγροτικό και η Παιδεία

Οι αγρότες ανέδειξαν με ένταση το βάρος του παραγωγικού κόστους και φανέρωσαν το πλήθος των ελλειμμάτων που καταδιώκουν τον πρωτογενή τομέα και οδηγούν την ύπαιθρο χώρα σε εισοδηματική καχεξία και πληθυσμιακό μαρασμό. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι αγρότες υπερασπίζονται απλά το δικαίωμά τους να παράγουν και να μείνουν στα χωριά τους που μαραζώνουν γηράσκοντα. Αυτό ήταν και το ακαταμάχητο αίτημά τους στον Πρωθυπουργό, ο οποίος αναγνώρισε τα προβλήματά τους και δήλωσε αρωγός και συμπαραστάτης, στο μέτρο που οι δημοσιονομικές δυνατότητες το επιτρέπουν.

Και οι φοιτητές με τη σειρά τους φανέρωσαν την αγωνία τους για το μέλλον των δημόσιων πανεπιστημίων και μαζί μετέφεραν στην κοινωνία τις επιφυλάξεις τους για την ποιότητα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Προϊόντος του χρόνου ανεδείχθη ότι οδεύουμε προς ιδιωτικά πανεπιστήμια της πλάκας, σε μικρομάγαζα παραγωγής πτυχιούχων επί χρήμασι, χωρίς βάθος και αξία, σε βάρος του ιστορικά πιο ισχυρού μηχανισμού κοινωνικής κινητικότητας στη χώρα.

Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν περισσεύει η καχυποψία και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι άδειες ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων θα προσφερθούν σε αμφίβολης ποιότητας ιδιωτικά επιχειρηματικά σχήματα που είναι τοποθετημένα σε ευαίσθητες αγορές, όπως π.χ. αυτή της υγείας, απομυζώντας στην κυριολεξία τόσο τους πόρους των ασφαλιστικών ταμείων όσο και τα εισοδήματα των πολιτών που αγωνιούν για την έγκαιρη αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων υγείας.

Υπόθεση υποκλοπών

Ταυτόχρονα το καταδικαστικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις υποκλοπές και γενικότερα για το κράτος δικαίου στην πατρίδα μας προσέφερε νέες βάσεις αμφισβήτησης, διαμορφώνοντας και περιβάλλον εξωτερικής πίεσης στην κυβέρνηση που μέχρι πρότινος απολάμβανε μόνο διθυραμβικά σχόλια για τις επιδόσεις της στην οικονομία κατά την μεταπανδημική περίοδο. Το γεγονός δε ότι στις ευρωπαϊκές αμφισβητήσεις περιλαμβάνονται και οι όποιες καθυστερήσεις στην αναζήτηση των ευθυνών για το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών πολλαπλασιάζει την πίεση.

Και αυτό γιατί το τραγικό συμβάν που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανύποπτους νέους έχει καταχωριστεί στη συνείδηση της κοινωνίας ως η απόδειξη του διεφθαρμένου και παραλυμένου κομματικού κράτους. Οπως προκύπτει και από τις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, στο δυστύχημα των Τεμπών συμπυκνώνονται όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας και αποκαλύπτονται οι διαχρονικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος. Τα αισθήματα δε ατιμωρησίας σε συνδυασμό με τις απόπειρες συγκάλυψης των ευθυνών επιτείνουν την ατμόσφαιρα αμφισβήτησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Η τραγωδία των Τεμπών

Ανώτερα κυβερνητικά στελέχη αντιλαμβάνονται το βάρος που μεταφέρουν τα Τέμπη και δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης εποπτεύει προσωπικά τις έρευνες και έσπευσε να διασφαλίσει τους όρους διεξαγωγής της δίκης που θα ακολουθήσει στη Λάρισα στις αρχές Ιουνίου. Επικοινώνησε με τον νέο περιφερειάρχη Θεσσαλίας και με τη συνδρομή του βρέθηκε κατάλληλος χώρος στα ΤΕΙ της πόλης για την επερχόμενη μεγάλη δίκη με τους 31 κατηγορουμένους και το πλήθος των συνηγόρων που θα τους συνοδεύουν. Για τη διασφάλιση μάλιστα των ομαλών συνθηκών διεξαγωγής της δίκης πρόκειται να επισκεφθεί τις επόμενες μέρες την πρωτεύουσα της Θεσσαλίας.

Επιπλέον την κυβέρνηση απασχολεί εντόνως και η αναβίωση του τρομοκρατικού φαινομένου στη χώρα μας και ιδιαιτέρως τα αποκαλυπτόμενα κενά ασφαλείας που επιτρέπουν τη δράση των αμετανόητων της ένοπλης βίας. Η περίπτωση δε αποστολής τρομοδέματος στο δικαστικό μέγαρο της Θεσσαλονίκης φανέρωσε ακριβώς τα κενά ασφαλείας που χαρακτηρίζουν τα δημόσια κτίρια. Τα τρία περιστατικά βομβιστικών ενεργειών του τελευταίου διμήνου, σε συνδυασμό με τις εκτοξευόμενες απειλές για επιθέσεις σε αστυνομικούς και οικονομικούς στόχους, προβληματίζουν εντόνως τις Αρχές, θέτοντας υπό αίρεση το δόγμα του νόμου και της τάξης στο οποίο έχει επενδύσει η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση.

Ολα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη ρωγμή που προκάλεσε στα συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας η κυβερνητική πρωτοβουλία για τη νομοθέτηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και τη γενικότερη αντίληψη που διατηρούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ότι δεν απολαμβάνουν εισοδήματα, ούτε το αναλογούν μέρισμα από τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας, συγκροτούν περιβάλλον φθοράς για το πολυσυλλεκτικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.

Τούτων δοθέντων, ανώτερα κυβερνητικά στελέχη που έχουν αίσθηση των διαμορφούμενων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, αλλά και της φθοράς που καταδιώκει το κυβερνών κόμμα, δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την πορεία προς τις ευρωεκλογές του προσεχούς Ιουνίου και βεβαίως για το αποτέλεσμά τους. Δεν είναι λίγοι οι υπουργοί που αισθάνονται έντονη την πίεση ιδιαιτέρως από τα συντηρητικότερα τμήματα της κοινωνίας και δη στην περιφέρεια.

Ενδεικτικά αναφέρουν την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα τους Νομούς Γρεβενών, Κοζάνης, Καστοριάς και Φλώρινας, όπου συνυπάρχουν οικονομική ανέχεια, πληθυσμιακή υποχώρηση και ισχυρή ακροδεξιά διείσδυση τόσο μέσω των ιερωμένων όσο και μέσω των τοπικών δικτύων ενημέρωσης που διακρίνονται για τον έντονα συνωμοσιολογικό, αντιδυτικό και λαϊκιστικό χαρακτήρα τους.

Στην ευρύτερη αυτή γεωγραφική ζώνη τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι τα λεφτά πάνε στους πλούσιους, ότι η κυβέρνηση φροντίζει μόνο τους ημετέρους και ο φτωχός λαός υφίσταται τα επίχειρα της εγκατάλειψης και μιας κρίσης διαρκείας χωρίς τέλος. Αν αντίστοιχες απόψεις και τάσεις επικρατήσουν στην πληγείσα από τη θεομηνία του «Ντάνιελ» Θεσσαλία και στη σταθερά χειμαζόμενη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν είναι απίθανο να κλονίσουν τη νεοδημοκρατική ηγεμονία.

Οι πιέσεις από δεξιά

Οι δημοσκοπήσεις φέρουν ακόμη το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ισχυρό και ικανό να λάβει ποσοστά μεταξύ 28% και 33%, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να μετατραπούν οι ευρωκάλπες σε ένα κυτίο διαμαρτυρίας. Αν τα ποσοστά της κυβέρνησης στις προσεχείς ευρωεκλογές πέσουν κάτω από το 30%, οι πολιτικές συνθήκες προφανώς θα αλλάξουν δραματικά για τον κ. Μητσοτάκη και το κόμμα του.

Η τρέχουσα πολιτική σταθερότητα θα αμφισβητηθεί και η ρευστότητα που θα διαμορφωθεί θα θέσει υπό αίρεση τα όποια σχέδια απρόσκοπτης διακυβέρνησης μέχρι το 2027. Στην περίπτωση αυτή το μόνο που διασώζει τη νεοδημοκρατική υπεροχή είναι η αντιπολιτευτική πανσπερμία. Στους ερευνητές της κοινής γνώμης τείνει να επικρατήσει η εκτίμηση πως αν επιβεβαιωθεί η νεοδημοκρατική φθορά, τέσσερα κόμματα θα φτάσουν να διεκδικούν με αξιώσεις τη δεύτερη θέση.

ΠαΣοΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και Ελληνική Λύση δεν είναι απίθανο να συγκεντρώσουν συγγενή ποσοστά και να ερίζουν για τη ζηλευτή θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οπως και να έχει πάντως, δεδομένων και των επικρατουσών τάσεων στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ατμόσφαιρα μάλλον τις λαϊκιστικές δυνάμεις της Ακροδεξιάς θα ευνοήσει. «Το ευρύτερο κόμμα Βορίδη», όπως λένε σχηματικά οι δημοσκόποι, θα ευνοηθεί, κατά τα φαινόμενα, από τις ευρωκάλπες. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολυσυλλεκτική και τη ρέπουσα προς το Κέντρο Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη.