Το τέλος του Αυγούστου μάς βρίσκει σε μία έκτακτη συγκυρία η οποία είναι ήδη στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της χώρας εδώ και έναν μήνα. Τη συγκυρία της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και υποκλοπών με δύο επιβεβαιωμένα περιστατικά, εκείνα του κ. Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου κ. Κουκάκη.

Λόγω αυτής της συγκυρίας και του αυξημένου δημοσίου ενδιαφέροντος για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η υπόθεση στις διαθέσεις του εκλογικού σώματος, επιχειρήσαμε μία πρώτη καταγραφή και θα ακολουθήσει και η περιοδική μηνιαία μας έρευνα (Metron Forum) αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ΔΕΘ.

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε το πρώτο μας συμπέρασμα για τις πολιτικές επιπτώσεις που έχει αυτή η υπόθεση θα λέγαμε ότι έχουμε κυρίως μία αλλαγή σχέσεων και δευτερευόντως μία αλλαγή συσχετισμών.

Και εννοούμε εδώ κυρίως τη σχέση ανάμεσα στις εκλογικές βάσεις του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ και της ΝΔ.

Ας δώσουμε μερικά ερευνητικά στοιχεία:

-Στις αρχές του καλοκαιριού, στα μέσα Ιουνίου, οι θετικές αξιολογήσεις για τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τα καθήκοντά του ο Πρωθυπουργός μεταξύ των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ 2019 έφταναν στο 62%. Σήμερα φαίνεται να περιορίζονται στο 35%.

-Αλλά και αντιστρόφως. Η δημοφιλία του κ. Ανδρουλάκη στην Κεντροδεξιά στις αρχές του καλοκαιριού έφτανε στο 61%. Σήμερα περιορίζεται στο 43%.

Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν το οποίο προκύπτει από σειρά συγκρίσεων και στοιχείων είναι ότι η πολιτική ώσμωση των χώρων Νέας Δημοκρατίας και ΠαΣοΚ που έχει καταγραφεί διαχρονικά από την εποχή συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου και εντεύθεν φαίνεται να σπάει ή τουλάχιστον να κλυδωνίζεται σοβαρά. Ενα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι το εξής: ενώ οι σημερινοί ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ σε ποσοστό 69% πιστεύουν ότι η υπόθεση της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη ήταν σε γνώση του Πρωθυπουργού, αντίθετα μεταξύ των σημερινών ψηφοφόρων της ΝΔ το 59% θεωρεί ότι ήταν ένα μεμονωμένο λάθος που δεν ήταν σε γνώση του.

Υπάρχει όμως πέρα από όλα αυτά ένα στοιχείο στο οποίο οι δύο χώροι συνεχίζουν να «συναντώνται», και αυτό είναι η αντίθεση στο αίτημα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για πρόωρες εκλογές. Η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών Νεοδημοκρατών (98%) θεωρεί ότι η κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία της ενώ την ίδια γνώμη έχει και το 58% των σημερινών ψηφοφόρων ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ. Οι ψηφοφόροι όλων των άλλων κομμάτων προτιμούν να πάμε σε πρόωρες εκλογές και κυρίως οι σημερινοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ με 74%.

Στο σύνολο της κοινής γνώμης το ποσοστό όσων θα ήθελαν η κυβέρνηση να ολοκληρώσει τη θητεία της ανέρχεται στο 58% ενώ ένα διόλου ευκαταφρόνητο 39% θα ήθελε να πάμε σε πρόωρες εκλογές.

Ωστόσο το πρώτο συμπέρασμά μας είναι ότι δεν έχουμε εισέλθει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας, παρά την «αλλαγή σχέσεων» που μπορεί βέβαια να αποδειχθεί καθοριστική για τη διακυβέρνηση στο μέλλον. Οι απαντήσεις που θα δοθούν από εδώ και στο εξής θα είναι κατά τη γνώμη μας καθοριστικές για τις πολιτικές εξελίξεις, μιας και η υπόθεση αυτή όχι μόνο δεν φαίνεται να κλείνει αλλά μάλλον διογκώνεται (σημειώνουμε εδώ ότι η έρευνα πεδίου δεν έχει συμπεριλάβει την ημέρα ομιλίας του Κ. Καραμανλή).

Προς το παρόν ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ, παρά τις απώλειες, παραμένουν ισχυροί και με σαφές προβάδισμα.

Στην πρόθεση ψήφου οι αλλαγές δεν είναι τόσο σημαντικές. Τα στενά ακροατήρια των κομμάτων μπορεί να φορτίζονται, να αλλάζουν αξιολογήσεις για τους πολιτικούς αντιπάλους, αλλά προς το παρόν δεν δείχνουν σημαντικές τάσεις μετακίνησης. Η σημαντικότερη διαφοροποίηση είναι αυτή της εκτίμησης ψήφου στη ΝΔ, η οποία έχει μία απώλεια της τάξεως του 2% (από το 36% του Ιουνίου στο 34% τώρα). Ολοι οι υπόλοιποι σχηματισμοί παρουσιάζουν οριακές διακυμάνσεις κάτω της ποσοστιαίας μονάδας, καθώς οι απώλειες της ΝΔ διαχέονται και δεν κινούνται προς μία κατεύθυνση.

Μπαίνουμε λοιπόν σε προεκλογική περίοδο έτσι κι αλλιώς αφού το πολύ σε εννέα μήνες θα έχουμε εκλογές και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η αυξημένη πόλωση δικαιολογείται και εξ αυτού. Ωστόσο η αυξημένη πόλωση δεν επιτρέπει εύκολη αναζήτηση συνεργασιών και ενδεχομένως η σημερινή υπεροχή της ΝΔ να αμφισβητηθεί αν αυτή πάψει να είναι το «σημείο αναφοράς» του κομματικού συστήματος.

Μπορούν άραγε να υπάρξουν εξελίξεις που να μετατοπίσουν το κέντρο βάρους; Προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό γιατί θα απαιτούσε θεαματική βελτίωση των σχέσεων ΣΥΡΙΖΑ με το ΠαΣοΚ, κάτι που δεν προκύπτει.

Η μετάβαση σε ένα τρικομματικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να αποκλεισθεί και όσο το μέλλον φαντάζει πολιτικά αβέβαιο τόσο το επιχείρημα της κυβερνητικής σταθερότητας θα παραμένει ισχυρό και αξιοποιήσιμο.

Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis S.A.