Η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά τα τελευταία χρόνια, με ευθύνη βεβαίως της Τουρκίας, είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Η αυξημένη προκλητικότητα της γείτονος έχει ασφαλώς πολλές αιτίες, τόσο λόγω της κοινωνικής, πολιτικής και νομισματικής αστάθειας στο εσωτερικό της όσο και λόγω των πρόσφατων διεθνών εξελίξεων μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ελλάδα πολύ σωστά κρατά μια ψύχραιμη αλλά σθεναρή σχέση απέναντι στις προκλήσεις, χρησιμοποιώντας όλα τα διπλωματικά μέσα τα οποία έχει στη διάθεσή της, αλλά και ενισχύοντας παράλληλα τις αποτρεπτικές αμυντικές της δυνατότητες και συμμαχίες.

Ωστόσο στη διαδρομή του χρόνου, εκτός από τις διεθνείς συμμαχίες, η αποτελεσματικότητα των αντιδράσεων της χώρας μας θα εξαρτηθεί από τις σχετικές δημογραφικές και οικονομικές εξελίξεις στις δύο χώρες. Μια ισχυρή ελληνική οικονομία είναι η κυριότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αμυντική θωράκιση της χώρας μας σε βάθος χρόνου, κάτι που είναι και το κυριότερο αποτρεπτικό εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας. Γι’ αυτόν τον λόγο, αν και όχι μόνο για αυτόν, η οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη είναι ύψιστη εθνική υπόθεση για την Ελλάδα.

Η σύγκριση και οι αριθμοί

Η Τουρκία, από τη δεκαετία του 1920 που δημιουργήθηκε το κοσμικό τουρκικό κράτος, είναι ασφαλώς μια μεγαλύτερη χώρα από την Ελλάδα, τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό. Η αναλογία της έκτασης της Τουρκίας προς την Ελλάδα μεταπολεμικά είναι περίπου έξι προς ένα. Για την ακρίβεια, η αναλογία είναι 5,9 καθώς η Τουρκία έχει έκταση 783.000 τ.χλμ. έναντι 132.000 τ.χλμ. για την Ελλάδα. Ωστόσο η Τουρκία ήταν ιστορικά πιο αραιοκατοικημένη από την Ελλάδα. Ο πληθυσμός της το 1961 ήταν μόνο 3,4 φορές μεγαλύτερος από τον ελληνικό.

Οπως διαπιστώνεται από τον πίνακα που παρουσιάζεται, η κατάσταση αυτή έχει μεταβληθεί άρδην στις έξι δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει. Ο πληθυσμός της Τουρκίας το 2021 έχει φτάσει τα 85 εκατομμύρια, οκτώ (8) φορές μεγαλύτερος από τον ελληνικό πληθυσμός των 10,7 εκατομμυρίων. Η Τουρκία είναι πλέον πιο πυκνοκατοικημένη από την Ελλάδα. Επιπλέον, από το 2010 και μετά ο ελληνικός πληθυσμός βαίνει μειούμενος, σε αντίθεση με τον ραγδαία αυξανόμενο οκταπλάσιο πληθυσμό της Τουρκίας. Οι δυσμενείς αυτές πληθυσμιακές εξελίξεις είναι ένας σημαντικός λόγος ανησυχίας και σίγουρα επηρεάζουν την τουρκική προκλητικότητα.

«Πέραν των άλλων
πλεονεκτημάτων
της οικονομικής
ανάπτυξης, είναι
καιρός να δώσουμε
προτεραιότητα στις
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
για λόγους όχι μόνο
οικονομικούς
αλλά και εθνικούς»

Ενας δεύτερος σημαντικός λόγος είναι η δυσμενής για την Ελλάδα εξέλιξη του μεγέθους της οικονομίας, όπως μετράται από το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ. Οπως φαίνεται από τον πίνακα, το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ της Τουρκίας το 1961 ήταν μόλις μιάμιση φορά υψηλότερο από το αντίστοιχο ελληνικό. Λόγω της υψηλότερης ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης στην περίοδο 1961-1981, το 1981 το πραγματικό ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν μόλις 1,2 φορές υψηλότερο από το ελληνικό. Εκτοτε η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα υπήρξε χαμηλότερη από ό,τι στην Τουρκία, με αποτέλεσμα το 2001 το πραγματικό ΑΕΠ της Τουρκίας να είναι σχεδόν διπλάσιο από το ελληνικό, και το 2021, μετά τη διεθνή ύφεση της διετίας 2008-2009 και τη μεγάλη καθίζηση της περιόδου 2010-2013, να είναι πλέον υπερπενταπλάσιο από το αντίστοιχο ελληνικό.

Αποτέλεσμα είναι σήμερα η Τουρκία, η οποία εξακολουθεί να έχει εξαπλάσια έκταση από την Ελλάδα, να έχει και οκταπλάσιο πληθυσμό και σχεδόν εξαπλάσιο πραγματικό ΑΕΠ.

Συνέπεια αυτών των πληθυσμιακών και οικονομικών εξελίξεων είναι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Τουρκίας το 2021 να έχει διαμορφωθεί στις 13,2 χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ έναντι των 18,8 χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ για την Ελλάδα. Ανέρχεται πλέον στο 72% του ελληνικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ από μόλις 27% το 1981.

Είναι εθνική επιταγή για την Ελλάδα να αντιστρέψει στο μέτρο του δυνατού τις δυσμενείς αυτές οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Ο μόνος τρόπος είναι μέσω της ταχείας οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης.

Πώς όμως θα επιτευχθεί η οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη, σε περίοδο μάλιστα που ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται; Οι κυριότερες προτεραιότητες πρέπει να είναι η περαιτέρω μείωση της ανεργίας, η αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στο εργατικό δυναμικό, η αντιστροφή της μετανάστευσης εξειδικευμένων νέων Ελλήνων στο εξωτερικό και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της έρευνας και καινοτομίας. Παράλληλα πρέπει να επιχειρηθεί και η σταδιακή αντιστροφή των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.

Η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των νέων και των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Η συνέχιση των πολιτικών μείωσης της ανεργίας και η παροχή ισχυρών οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων για την αύξηση των ποσοστών συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ ακόμη και χωρίς αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας. Η αντιστροφή της τάσης μετανάστευσης στο εξωτερικό εξειδικευμένων νέων Ελλήνων, μιας τάσης που ενισχύθηκε στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης της περιόδου μετά το 2010, θα έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα καθώς οι εξειδικευμένοι αυτοί μετανάστες είναι πολύ πιο παραγωγικοί από τον μέσο όρο των ελλήνων εργαζομένων.

Αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις

Ακόμη πιο σημαντικές όμως είναι οι αναπτυξιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της τεχνικής προόδου. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, κυρίως μετά την κρίση του 2010, είναι σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα. Το ίδιο και ο ρυθμός αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας και τεχνικής προόδου. Η κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της την έκθεση Πισσαρίδη, η οποία προτείνει μια σειρά από κατάλληλες μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν, αν υιοθετηθούν, να οδηγήσουν σε μια νέα περίοδο υψηλής ανάπτυξης. Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις αναλύονται στο βιβλίο μου «Πριν και Μετά το Ευρώ» (εκδόσεις Gutenberg, 2021) και από πολλούς άλλους οικονομολόγους.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικά πλεονεκτήματα απέναντι στην Τουρκία. Τους δημοκρατικούς της θεσμούς, την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την κοινωνική, πολιτική και νομισματική σταθερότητα. Ωστόσο στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες το ποσοστό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχει πέσει κάτω από το 1% τον χρόνο, όσο ήταν και στον 19ο αιώνα. Πέραν των άλλων πλεονεκτημάτων της οικονομικής ανάπτυξης, είναι καιρός να δώσουμε προτεραιότητα στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για λόγους όχι μόνο οικονομικούς αλλά και εθνικούς.

Ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.