Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σφράγισε μια γενιά αλλά και τη νεότερη ιστορία της χώρας, αποτέλεσε μια από τις ιδρυτικές «στιγμές» της πιο μακρόχρονης και σταθερής δημοκρατίας που γνώρισε η Ελλάδα. Ποιο είναι όμως το ίχνος της μισό αιώνα μετά; Η έρευνά μας εξετάζει τρεις αλληλένδετες όψεις της επετείου: το γεγονός, τη μνήμη, το σημερινό βλέμμα στη δημοκρατία.

Το ίδιο το γεγονός συνεχίζει να θεωρείται καθοριστικό για την είσοδο στη σύγχρονη δημοκρατία: η συντριπτική πλειονότητα (81%) θεωρεί ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου συνέβαλε πολύ/αρκετά στην πτώση της χούντας. Αλλο ένα 76% θεωρεί ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε η έκφραση μιας μαζικής αντίδρασης ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς παρά ένα περιορισμένης έκτασης γεγονός. Και ακόμη, ο μύθος ότι δεν υπήρξαν νεκροί μέσα ή γύρω από το Πολυτεχνείο δεν βρίσκει απήχηση, καθώς το 84% θεωρεί ότι όντως υπήρξαν.

Οι ιδρυτικές στιγμές της δημοκρατίας πηγαίνουν μαζί με τον τελετουργικό εορτασμό τους ως συλλογική επιβεβαίωση της μνήμης. Εδώ εμφανίζεται όμως μια απόκλιση: ενώ η κατάθεση στεφάνων στον τόπο της εξέγερσης και η διοργάνωση εκδηλώσεων μνήμης στα σχολεία έχουν μεγάλη αποδοχή (αντίστοιχα 86% και 79%), ωστόσο η καθιερωμένη πορεία στην αμερικανική πρεσβεία μοιάζει να έχει χάσει σημαντικό μέρος της αίγλης του παρελθόντος και οι απόψεις διίστανται: 51% συμφωνούν με τη διεξαγωγή της ενώ 47% διαφωνούν. Σε όλες τις παραπάνω απόψεις δύο είναι οι βασικές παράμετροι διαφοροποίησης: η πρώτη και σημαντικότερη είναι η αυτοτοποθέτηση στον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, με τους δεξιούς να είναι πιο επιφυλακτικοί στις αποτιμήσεις και στις αξιολογήσεις, και η δεύτερη είναι η ηλικία, με τους νέους να είναι πιο υποστηρικτικοί της σημασίας του Πολυτεχνείου.

Ενα άλλο ερώτημα που απασχολεί διαρκώς τη δημόσια συζήτηση είναι η αποτίμηση της «γενιάς του Πολυτεχνείου». Αν και οι περισσότεροι δεν ταυτίζουν τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης με τη «γενιά του Πολυτεχνείου» εν γένει, εν τούτοις αξιολογούν θετικά το αποτύπωμά τους στην ιστορική εξέλιξη μέχρι σήμερα με ποσοστά γύρω στο 60%.

Διευρύνοντας την οπτική, διερευνήθηκε το βλέμμα των ερωτωμένων για τη σημερινή δημοκρατία και τη Μεταπολίτευση εν γένει. Αρχικά, αξιοποιήθηκε ένα ερώτημα που είχε τεθεί και στην πρωτοποριακή έρευνα του ΕΚΚΕ για την πολιτική κουλτούρα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης («Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών», τχ. 69Α, 1988), κοντά τότε στα γεγονότα. Η απόσταση του χρόνου δεν φαίνεται να κλονίζει τη σαφήνεια της δημοκρατικής επιλογής: 81% θεωρούν τη δημοκρατία προτιμότερη από κάθε άλλο πολίτευμα (87% στην τότε έρευνα) – και μάλιστα περισσότερο εμπεδωμένη στους boomers, την καθαυτό «γενιά του Πολυτεχνείου» -, ενώ ένα 12% σχετικοποιεί αυτή την επιλογή θεωρώντας ότι σε ορισμένες συνθήκες μια δικτατορία μπορεί να είναι προτιμότερη (μόλις 5% στην τότε έρευνα) και μόνο ένα 6% απαντά ότι το πολίτευμα δεν έχει σημασία. Αν όμως επί της αρχής η πίστη στη δημοκρατία είναι ακλόνητη, η αποτίμηση της σημερινής δημοκρατίας στη χώρα είναι πιο ζοφερή: μόνο ένα 15% θεωρεί ότι είναι σταθερή και δεν απειλείται και ένα 28% ότι λειτουργεί καλά παρά τα προβλήματά της. Από εκεί και πέρα ένα 29% πιστεύει ότι λειτουργεί όλο και χειρότερα και ένα 27% ότι μετατρέπεται σταδιακά σε αυταρχικό καθεστώς.

Τούτων δοθέντων, πώς τοποθετούνται οι πολίτες σχετικά με τη γνωστή συζήτηση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης»; Εδώ, η μεγάλη πλειονότητα συγκλίνει ότι αυτός ο ιστορικός κύκλος έχει ολοκληρωθεί (82%), και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές/γενεακές διαφοροποιήσεις. Και εάν η είσοδος στη μεταπολιτευτική δημοκρατία θεωρείται ότι σημαδεύτηκε από τη βασική διάκριση Δεξιά – αντι-Δεξιά, σήμερα πια, και έχοντας περάσει τη φάση της κρίσης και του «μνημόνιο/αντιμνημόνιο», οι βασικές διακρίσεις που οριοθετούν τον νοητικό πολιτικό μας χάρτη είναι κυρίως δύο: η «λαϊκιστική» διάκριση ανάμεσα σε κόμματα του λαού και των μεγάλων συμφερόντων (29%) και η πιο κλασική διάκριση της σύγχρονης πολιτικής σε αριστερά – κεντρώα – δεξιά κόμματα (28%), η οποία μοιάζει να διατηρεί την ισχύ της.

Συνοψίζοντας: η εξέγερση του Πολυτεχνείου διατηρεί τη βαρύτητά της στη συλλογική συνείδηση, η «γενιά του Πολυτεχνείου» αποτιμάται θετικά και η μνήμη παραμένει ζώσα.

Η δημοκρατική επιλογή παραμένει η μόνη επιλογή, ωστόσο η ποιότητα της δημοκρατίας δεν θεωρείται πια τόσο δεδομένη. Η δε Μεταπολίτευση μοιάζει να δίνει σιγά-σιγά τη θέση της σε νέους ιστορικούς κύκλους, με παλιές και νέες διαιρέσεις ανάμεσά μας.

Ομως, ενώ το παλιό φεύγει, το καινούργιο δεν φαίνεται να έχει γεννηθεί ακόμα.

Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.