Αυτές τις μέρες θυμάμαι τον πατέρα μου, άνθρωπο φύσει αισιόδοξο, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αίγυπτο. «Μην ανησυχείτε», έλεγε όταν αντιμετωπίζαμε δυσκολίες, «όλα θα φτιάξουν. Μόνο το Μεσανατολικό δεν λύνεται!». Οταν κάποτε τον ρώτησα γιατί, απάντησε: «Κάποιοι δεν μπορούν να το λύσουν… άλλοι, πάλι, δεν θέλουν». Πιο πρόσφατα, ένας άραβας φίλος διατύπωσε μια παραδόξως παρόμοια θέση: «Για εμάς η Παλαιστίνη είναι ισλαμική γη… αλλά και οι Εβραίοι λένε ότι τους την έδωσε ο Θεός».

Και στις δύο περιπτώσεις, τα αποσιωπητικά εκφράζουν έναν δισταγμό, μια αμφιβολία βασισμένη στην τραγικότητα της ιστορίας, έναν πεσιμισμό που δύσκολα μπορεί να παρακαμφθεί. Συνειρμικά, μοιάζει να σχολιάζουν δύο ζητήματα που οι περισσότερες πολιτικές αναλύσεις προσπερνούν.

Το πρώτο είναι ότι, σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη που πάντα προϋποθέτει την ύπαρξη λύσεων, υπάρχουν προβλήματα που ίσως δεν λύνονται. Ή, για να το πω διαφορετικά, προβλήματα των οποίων η λύση απαιτεί επαναστατική αλλαγή στον τρόπο που κατανοούμε την εκάστοτε πολιτική ή άλλη συνθήκη και τις ηθικές αντιλήψεις που την υποστηρίζουν. Αυτή μάλιστα η ριζική επανανοηματοδότηση αφορά τόσο τα εμπλεκόμενα μέρη όσο και τους παρατηρητές.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη σημασία της θρησκείας ως παραμέτρου της ανθρώπινης πράξης. Για τους Παλαιστίνιους, αυτό φαινομενικά υπηρετείται από εκείνες τις αναλύσεις που αναφέρονται στον ισλαμιστικό χαρακτήρα της Χαμάς. Ακόμη και έτσι όμως, ο ορισμός του «θρησκευτικού» που χρησιμοποιείται είναι περιοριστικός, καθώς εξισώνει τη θρησκευτική αναφορά με τον φανατισμό. Οσο για το Ισραήλ, μάλλον αποσιωπάται η θέση της θρησκείας ως συγκροτησιακού στοιχείου της ισραηλινής πολιτειότητας, γεγονός που πολιτισμικά αφορά και τους εκκοσμικευμένους Ισραηλινούς.

Ενας πιο «ευρύχωρος» ορισμός του θρησκευτικού αποκαλύπτει μια διαφορετική εικόνα. Πιο συγκεκριμένα, για τους Παλαιστίνιους, η Παλαιστίνη αποτελεί εθνική εστία αλλά και γη εμποτισμένη με σημασίες που απορρέουν από την ισλαμική παράδοση. Οπως σε πολλούς λαούς εκτός της εκκοσμικευμένης Δύσης, η εθνική, εθνοτική και θρησκευτική ταυτότητα αποτελούν διαστάσεις της προσωπικής αλλά και της συλλογικής ταυτότητας που δύσκολα διαχωρίζονται. Προφανώς, τα μέλη της Χαμάς έχουν εντονότερη θρησκευτική αυτοσυνειδησία απ’ ό,τι τα λιγότερο πολιτικά ενεργά μέλη της κοινότητας, που στην πλειοψηφία τους όμως υποστηρίζουν την οργάνωση, αν και υφίστανται τις πολιτικές εξισλαμισμού της κοινωνίας και τις συνέπειες των συχνά ακραίων και απάνθρωπων ένοπλων ενεργειών της.

Για την ισραηλινή πλευρά, τείνουμε να ξεχνάμε ότι εκτός από εθνικιστικά, κάποια κυβερνητικά κόμματα προωθούν σκοταδιστικές θρησκευτικές πολιτικές που σχετίζονται με την ιερότητα της γης αλλά και του ίδιου του «λαού Ισραήλ» (με την παλαιοδιαθηκική έννοια). Σε συνδυασμό με την ανοχή που δείχνει το κόμμα του Νετανιάχου, τις πολωτικές πολιτικές του και τη βία εξτρεμιστικών ομάδων ισραηλινών εποίκων ενάντια στους Παλαιστίνιους, η ευρύτερη ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται από την πλήρη απόρριψη του εθνο-θρησκευτικού Αλλου.

Και για τις δύο πλευρές, που κινούνται σε ένα πλαίσιο πλήρους αναντιστοιχίας με όρους οικονομικής ευρωστίας και στρατιωτικοπολιτικής ισχύος, αυτό που ονομάζω θρησκευτικό δεν αναφέρεται κυρίως στην πρόδηλη επιτέλεσή του μέσω συνθημάτων (το γνωστό «Αλλάχου Ακμπαρ/ο Θεός είναι μέγιστος», το οποίο θεωρείται στη Δύση μόνον ως πολεμική κραυγή φανατικών θρησκόληπτων) ή πρακτικών (η προσευχή στο τζαμί και στο Τείχος των Δακρύων, αλλά και η προσευχή του ισραηλινού πολεμικού συμβουλίου που κατέγραψε ο δημοσιογραφικός φακός). Αναφέρεται γενικότερα στη θεμελιώδη νοηματοδοσία των κόσμων που υπηρετούν τόσο η παλαιστινιακή ισλαμική/ισλαμιστική νεωτερικότητα όσο και το ισραηλινό αντίστοιχό της, όπου επικρατούν μεσσιανικές προσδοκίες αποκαλυπτικών διαστάσεων και εκδοχές θρησκευτικού σιωνισμού. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι σε σύγκριση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί ισλαμισμού ως πολιτικής/πολιτειακής ιδεολογίας, η θρησκευτική διάσταση της πολιτικής υπόστασης του κράτους του Ισραήλ είναι πιο σημαντική, καθώς για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού η ύπαρξη κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ αποτελεί τη sine qua non συνθήκη έλευσης του Μεσσία. Προφανώς, την ίδια στιγμή υπάρχουν και εκκοσμικευμένες μορφές συλλογικής αυτοσυνείδησης και στις δύο πλευρές, για την ώρα όμως μοιάζουν ανήμπορες να υψώσουν εναλλακτικό λόγο.

Βλέποντας το θρησκευτικό «ευρύχωρα», με όρους οργάνωσης της πραγματικότητας και νοηματοδότησης του κόσμου, σαν ένα χρώμα που χρωματίζει αλλού έντονα και αλλού πιο αμυδρά, αλλά πάντα αναπόφευκτα, την καθημερινότητα της περιοχής, μπορούμε να κατανοήσουμε, αλλά όχι να δικαιολογήσουμε, τόσο τον ισραηλινό έποικο όσο και τον μαχητή της Χαμάς. Δεν θα μπω σε καμία αξιολογική κρίση εδώ. Θα πω μόνο αυτό που τα λέει όλα. Οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται εξ ορισμού στη θέση του ιστορικού θύματος μιας θρησκευτικοπολιτικής τραγωδίας. Η κατάσταση στη Γάζα θυμίζει δυστοπία, όπου η πραγματικότητα της αδελφοσύνης, της κοινοτικής δράσης και της φιλίας με αυξανόμενη δυσκολία θα επουλώσουν τις πληγές των ανθρώπων. Σταδιακά, το όραμα της ελπίδας ξεφτάει από τη συνεχή βία μιας έμμεσης κατοχής. Η ανοιχτότητα του ουρανού και η απεραντοσύνη της θάλασσας μοιάζουν να κοροϊδεύουν τους αποκλεισμένους από το 2007 κατοίκους της. Και έτσι η Γάζα εκρήγνυται. «Περίμενα πολύ χειρότερα όταν άκουσα για την επίθεση της Χαμάς» μου εκμυστηρεύθηκε συνάδελφος που γνωρίζει την περιοχή. Δεν το είπε για να δικαιώσει κανέναν, αλλά για να ξορκίσει το μεγαλύτερο κακό που το «άλυτο Μεσανατολικό» δημιουργεί. Κάποιοι δεν μπορούν… κάποιοι δεν θέλουν.