Του Παναγιώτη Κ. Τσούκα

Το άρθρο του καθηγητή, κ. Κώστα Κωστή, στο «Βήμα» της 2/7 προκάλεσε, πέρα από εκείνες που διατυπώσαμε πριν από λίγο καιρό στο «Βήμα» της 30ής/7, και τις ακόλουθες σκέψεις.

Ο κ. Κωστής, το άρθρο του οποίου θυμίζω ότι επιγράφεται «Θέλει; Μπορεί;», ενώ εκφράζει την απόλυτη σιγουριά ότι ο Πρωθυπουργός «έχει τις ικανότητες να δώσει λύσεις» επί των «προβλημάτων» τα οποία ο κ. Κωστής αναδεικνύει ως πρωτεύοντα, αναρωτιέται εν κατακλείδι: ο Πρωθυπουργός «θέλει;» Το άρθρο διαπερνάται από διάθεση εντόνως επιφυλακτική, αν όχι από αμφιβολία. Ευλόγως. Ο κ. Κωστής, χάρη στην επιστημονική του σκευή και ιδίως στο ερευνητικό – συγγραφικό έργο του, γνωρίζει καλά όσο λίγοι στη χώρα μας τις σκληρυμένες δομές, τις εκάστοτε ισχυρές δυνάμεις που διαχρονικώς και σε όλα τα πεδία της ελληνικής κοινωνίας αντιμάχονται κάθε προσπάθεια για σοβαρή, όχι απαραιτήτως τολμηρή, αλλαγή.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική Δικαιοσύνη, η οικονομία του επιφυλλιδογραφικού λόγου, αυστηρώς περιοριστική διεξοδικών αναλύσεων, δεν επέτρεψε στον κ. Κωστή να μιλήσει και για άλλες «δυνάμεις» πέραν των δικηγόρων και των δικαστών/εισαγγελέων, οι οποίες κρατούν το ελληνικό δικαστικό σύστημα καθηλωμένο σε προβλήματα που έχει ήδη από τον 19ο αιώνα. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι ένσαρκες, όπως οι κατ’ επάγγελμα θεράποντες της Θέμιδος. Δεν έχουν ονοματεπώνυμο, όπως έκαστος δικηγόρος, δικαστής/εισαγγελέας. Προσώρας τουλάχιστον, δεν έχουν καν όνομα. Δεν υπάρχει ακόμη στο λεξιλόγιό μας ένα περιεκτικό νοήματος ουσιαστικό ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο που να σημαίνει, μονολεκτικά, εκείνη την οικονομική – κοινωνική συνθήκη που όχι μόνο εμποδίζει αποτελεσματικά την τελεσφόρηση, αλλά πνίγει εν τη γενέσει της κάθε σοβαρή, όχι απαραιτήτως τολμηρή, μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Ποια είναι η συνθήκη αυτή: σε ό,τι αφορά την ελληνική Δικαιοσύνη, είναι η ιδιαιτέρως βεβαρυμένη «αγορά» των νομικών επαγγελμάτων και οι τρόποι κατά τους οποίους αυτή λειτουργεί. Η νομική «αγορά», που περιλαμβάνει τους δικηγόρους, τους δικαστές/εισαγγελείς, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς επιμελητές ανέρχεται σε πάνω από 60.000-70.000 πρόσωπα, πίσω από τα οποία ευρίσκεται, κατά κανόνα, μια τριμελής οικογένεια. Τα πρόσωπα αυτά παρέχουν νομικές υπηρεσίες. Και για να συνεχίσουν να δύνανται να είναι αξιοπρεπώς ενεργά στη νομική «αγορά» πρέπει να συνεχίζουν να παρέχουν νομικές υπηρεσίες (δικηγορικές, δικαιοδοτικές κ.λπ.). Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ανάλογη ζήτηση νομικών υπηρεσιών. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στην Ελλάδα ως νομικές υπηρεσίες νοούνται, και εν τοις πράγμασι είναι, κυρίως ένδικες υπηρεσίες (νομικές υπηρεσίες που παρέχονται προ διεξαγωγής δίκης), αντιλαμβανόμαστε ότι αδήριτα αναγκαίο είναι να υφίσταται και ένα δικαστικό σύστημα το οποίο θα είναι προχείρως διαθέσιμο, τουτέστιν ολιγοδαπάνως προσπελάσιμο σε όσο το δυνατόν περισσότερους.

Πράγματι, αυτό το δικαστικό σύστημα έχουμε στη χώρα μας: πολλοί δικαστές/εισαγγελείς (αλλά και πάλι αριθμητικώς ανεπαρκείς) για ιλιγγιώδη πληθώρα ενδίκων υποθέσεων, τις οποίες άγουν στα δικαστήρια χιλιάδες δικηγόροι, στους οποίους προσφεύγουν πολλαπλάσιοι αυτών εντολείς-πελάτες τους.

Αυτό το δικαστικό σύστημα είναι τριττώς χρήσιμο και αποτελεσματικό:

Δίνει εργασία στις δεκάδες χιλιάδες θεράποντες της Θέμιδος, οι οποίοι από αυτό πορίζονται ό,τι χρειάζονται για να διατρέφουν την οικογένειά τους.

Τροφοδοτεί τομείς της ελληνικής οικονομίας συνδεδεμένους με τη λειτουργία του (π.χ. στέγαση των δεκάδων χιλιάδων παρόχων νομικών υπηρεσιών).

Υπόσχεται παροχή και παρέχει έννομη προστασία σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες προσφεύγοντες στα ελληνικά δικαστήρια και έτσι συμβάλλει, και δη σπουδαίως, στην εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων και στην αποτροπή συχνών και βίαιων μαζικών εκτροπών από τη νομιμότητα. Με άλλα λόγια, συμβάλλει στην επίτευξη, ενίοτε και στην αποκατάσταση, της κοινωνικής ειρήνης.

Το ελληνικό δικαστικό σύστημα κατορθώνει την τριττή αυτή χρησιμότητα με «κόστος». Ποιο; Δεν είναι ένα. Είναι περισσότερα. Πολλά από αυτά είναι αποτιμητά σε χρήμα. Τα πιο σημαντικά δεν είναι. Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε ένα από τα πολλά, αυτό θα ήταν το «κόστος» που συνίσταται στον βραδύ ρυθμό λειτουργίας του συστήματος και, εν τέλει, στη βραδεία απονομή του δικαίου. Το ελληνικό δικαστικό σύστημα βαρύνεται με το «κόστος» αυτό σχεδόν αφότου ανιδρύθηκε, και πάντως ήδη από τον 19ο αιώνα.

Αυτό το «κόστος» αξίζει να το ανεχθούμε και να θεωρήσουμε την «καταβολή» του δίκαιη και εύλογη; Αναιδές ερώτημα; Οχι απαραιτήτως. Αρκεί να αναλογιστούμε πως αν, προκειμένου να μειώσουμε το «κόστος» της βραδυδικίας, «πειράξουμε» το σύστημα εκεί ακριβώς όπου αυτό δημιουργεί την πολυδικία, τη γενεσιουργό της βραδυδικίας συνθήκη, είναι βέβαιο ότι θα πλήξουμε καίρια ένα από τα προαναφερθέντα οφέλη, κυρίως δε το πρώτο από αυτά. Μήπως αυτό αναλογιζόμαστε; Μήπως γι’ αυτό, αείποτε, δεν αντιλαμβάνεται καμιά σοβαρή προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πολυδικία, το διαχρονικότερο και βαρύτερο σύμπτωμα των χρονίων παθήσεων της ελληνικής Δικαιοσύνης; Μήπως γι’ αυτό, άλλοι αυταπατώμενοι και άλλοι υποκρινόμενοι, οι μεν ανεπιγνώστως βαυκαλίζονται, εν επιγνώσει παριστάνουν ότι «αγωνιούν» για τη Δικαιοσύνη και ότι «αγωνίζονται» για την «επιτάχυνσή» της; Πώς; Με τον πιο εύκολο και φθηνό τρόπο: Νομοθετώντας κατ’ επανάληψη και κατά κόρον. Ράβοντας και ξηλώνοντας, κάθε τόσο, τη δικαστική νομοθεσία, και από αυτήν, κατά προτίμηση, τους δικονομικούς κώδικες.

Ας έχουμε, για μια στιγμή έστω, την ειλικρίνεια να ομολογήσουμε πως τα χρόνια προβλήματα της Δικαιοσύνης – όπως άλλωστε και τόσων άλλων τής σε κράτος οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσής μας – δεν έχουμε καν τη θέληση να προσπαθήσουμε, σοβαρώς, να επιλύσουμε. Εχουμε – ας το ομολογήσουμε – αποφασίσει να μην επιλύσουμε. Είναι προβλήματα με τα οποία έχουμε μάθει να ζούμε, να συμβιώνουμε. Είναι προβλήματα χάρη στα οποία ζούμε. Κατ’ ακριβολογία, είναι προβλήματα από τα οποία ζούμε. Είναι ζωτικά της υπόστασής μας προβλήματα. Αν τα επιλύσουμε, πώς θα επιλύσουμε τα, άγνωστα στις εκδηλώσεις τους, νέα προβλήματα που θα προκαλέσει η επίλυση των παλαιών;

Προς τούτο απαιτείται επιτελικός πολιτικός σχεδιασμός μακράς πνοής, που θα εκπορεύεται από ισχυρή κυβερνητική βούληση, η οποία θα διαπνέεται από σθεναρό διαλογικό ήθος. Αυτή η βούληση απαιτείται. Μπορεί να «υπάρξει»; Και αν υπάρξει, δύναται να «μπορέσει»;

Ο κ. Παναγιώτης Κ. Τσούκας είναι σύμβουλος της Επικρατείας, πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.