Κάποτε απλούστερη, η απάντηση στο ερώτημα «τι ψηφίζουμε όταν ψηφίζουμε» γίνεται προϊόντος του χρόνου όλο και πιο συνθέτη. Σίγουρα πάντως δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν τα κριτήρια των πολιτικών προτιμήσεων και των εκλογικών συμπεριφορών. Οπως αλλάζει και η σύνθεση του ίδιου του εκλογικού σώματος, αφού τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται σε μεγαλύτερη έκταση το νόημα της ψήφου, συρρικνώνονται διαρκώς τα ποσοστά συμμετοχής των πολιτών στις εκλογικές αναμετρήσεις και περιορίζεται η αντιπροσωπευτικότητα του κομματικού συστήματος με αποτέλεσμα να απονομιμοποιούνται σταδιακά οι δημοκρατικοί θεσμοί.

Σχεδόν άγνωστο μέχρι πρότινος στην Ελλάδα, το φαινόμενο της μαζικής αποχής τείνει να προσλάβει και παρ’ ημίν διαστάσεις ενδημικού πολιτικού φαινομένου ανάλογου με αυτό που έχει εμφανιστεί προ πολλού στην υπόλοιπη Ευρώπη, για να μη μιλήσουμε για τις ΗΠΑ, όπου οι πολίτες που μετέχουν ενεργά στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις εκπροσωπούν μειοψηφίες προερχόμενες ως επί το πλείστον από τα μεσοανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η αυξημένη, άλλωστε, συμμετοχή των Ελλήνων στις εκλογικές διαδικασίες δεν οφειλόταν τόσο στην υποχρεωτικότητα της ψήφου όσο στη λογική της. Ηταν συμπτωματική της διαχρονικής υπερπολιτικοποίησης που χαρακτήριζε τις κοινωνικές σχέσεις και τις ατομικές επιλογές μέσα από τις οποίες αναπαράγονταν οι διχαστικές ιστορικές παραδόσεις ενός εθνικού συνόλου οργανωμένου και εξαρτώμενου από το κράτος και τους διαχειριστές των εξουσιών του.

Εξού και μέχρι πρόσφατα τα παιδιά ψήφιζαν όπως οι γονείς τους τηρώντας τις οικογενειακές πολιτικές παραδόσεις. Τα λεγόμενα συστήματα των κομματικών ταυτίσεων λειτουργούσαν απρόσκοπτα επικαθορίζοντας τις εκλογικές προτιμήσεις της πλειοψηφίας των πολιτών. Τα κριτήρια της ιδεολογικής συγγένειας και της πολιτικής εγγύτητας με τους φορείς του κομματικού ανταγωνισμού υπερίσχυαν διαμορφώνοντας αναλόγως τις τάσεις της κοινής γνώμης και τους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε μέχρι την ύστερη μεταπολίτευση οπότε η κοινή εμπειρία από την εναλλαγή των αντιπάλων ιστορικών παρατάξεων στην εξουσία άρχισε να σχετικοποιεί τη σημασία των ιδεολογικών τους διαφόρων και να αποδραματοποιεί τα διλήμματα της διακυβέρνησης. Τα κόμματα εξουσίας τα έθεταν στους ψηφοφόρους τους προκειμένου να εξαντλήσουν τα περιθώρια συσπείρωσης των εκλογικών τους βάσεων.

Εκτοτε, όμως, οι δεσμοί συμφέροντος που άλλοτε συνέδεαν τους κομματικούς μηχανισμούς με τις εκλογικές πελατείες άρχισαν να χαλαρώνουν, με την κοινωνία των πολιτών να χειραφετείται σταδιακά από την πολιτική κοινωνία και τους επαγγελματίες διαχειριστές της πολιτικής και των συμβόλων της. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια εξέλιξη άμεσα συνδεόμενη με την κοινωνική άνοδο των μεσοστρωμάτων και τη σχετική αυτονόμησή τους από το κράτος και το πολιτικό σύστημα. Εξού και πολλαπλασιάστηκε το ποσοστό των πολιτών που μετακινούνταν εκλογικά μεταξύ περισσότερων κομμάτων αυξάνοντας την κινητικότητα του εκλογικού σώματος, τη ρευστότητα των πολιτικών συσχετισμών και την απροσδιοριστία της έκβασης των εκλογικών αναμετρήσεων. Το ειδικό βάρος των ιδεολογικών κριτηρίων μειώθηκε. Η ψήφος κατά συνείδηση μετεξελίχθηκε σε ψήφο κατά περίπτωση (à la carte). Και ο ρόλος της συγκυρίας έγινε καθοριστικός των πολιτικών ισορροπιών, με το εκλογικό εκκρεμές να απορρυθμίζεται μετακινούμενο αναλόγως προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οι εκλογικές επιρροές οριοθετούνταν από τα ίδια τα γεγονότα.

Οπως συμβαίνει τώρα με την ανατροπή των δεδομένων του πολιτικού ανταγωνισμού και των συσχετισμών σε συνέχεια του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη. Με μόνη τη διαφορά ότι αυτή τη φορά τα γεγονότα δεν καθιστούν απλώς απρόβλεπτη την έκβαση των επικείμενων εκλογών. Μεταβάλλουν πολύ περισσότερο το ίδιο το διακύβευμά τους μετατρέποντάς τες σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Η απότομη αύξηση των ποσοστών των αναποφάσιστων είναι δηλωτική της ιδιαίτερης δυσκολίας που παρουσιάζει η επίλυση της συγκεκριμένης εκλογικής εξίσωσης. Είναι όμως ταυτόχρονα αποκαλυπτική του ακόμα κρισιμότερου και χρησιμότερου ρόλου που θα κληθούν να παίξουν αυτή τη φορά οι στρατηγικά σκεπτόμενοι ψηφοφόροι. Μέχρι σήμερα ο κανόνας της μεταπολίτευσης ήθελε οι ψηφοφόροι να συνεχίζουν την παράδοση της προσωποποίησης των διλημμάτων της διακυβέρνησης και να επιλέγουν με συναισθηματικά κυρίως κριτήρια Πρωθυπουργό-Κυβερνήτη. Μένει τώρα να φανεί αν θα συνεχίσουν να το κάνουν ή αν η διαχείριση των συναισθημάτων τους τούς δημιουργήσει την ανάγκη να αλλάξουν μορφή διακυβέρνησης και πρότυπα ηγεσίας.

Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής.