«Τα παιδιά γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι μονόκεροι δεν είναι αληθινοί, αλλά ξέρουν επίσης ότι τα βιβλία για τους μονόκερους, αν είναι καλά βιβλία, είναι αληθινά βιβλία».

Ursula K. Le Guin

Διάβασα πρόσφατα ένα εξαιρετικό βιβλίο της Robin Tolmach Lakoff, με τίτλο «The Language War». Η Lakoff είναι διάσημη καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ. Και έχει ενδιαφέρον επειδή είναι γραμμένο είκοσι δύο χρόνια πριν, ενώ ο γλωσσικός πόλεμος σήμερα έχει γίνει αφάνταστα πιο πολύπλοκος.

Η γλώσσα είναι, και ήταν πάντα, το μέσο με το οποίο κατασκευάζαμε και αναλύαμε αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα» (λέξη η οποία κατά τον Ναμπόκοφ πρέπει να μπαίνει πάντα σε εισαγωγικά). Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η οικονομία καθορίζει τη νίκη ή την ήττα στις εκλογές. Αλλά ποιος έχει πραγματικά συναντήσει, αγγίξει ή οσφρησθεί μια οικονομία; Ο,τι γνωρίζουμε για αυτήν το γνωρίζουμε μέσα από προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, αλλά και εικόνες που μας οδηγούν στο να συλλαμβάνουμε έννοιες, νοήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακριβώς τη στιγμή που δικαιώματα με βάθος δεκαετιών αμφισβητούνται, πολιτικοί και στελέχη των μίντια έχουν αναπτύξει στρατούς ειδικών, δουλειά των οποίων είναι η προσεκτική ονοματοδοσία και κατασκευή «δημόσιων» νοημάτων με την επιδέξια χειραγώγηση της γλώσσας. Στην «επιχείρηση» συμμετέχουν σύμβουλοι, συγγραφείς, επικοινωνιολόγοι, σύμβουλοι μέσων ενημέρωσης, γραμματείς Τύπου, spin doctors (ορολογία 90ς), ειδικοί δημοσίων σχέσεων, δημοσκόποι κ.τ.λ. Η γλώσσα έχει γίνει μια μεγάλη επιχείρηση. Αν κάποτε το επαγγελματικό αντικείμενο ήταν η επιχείρηση, τώρα είναι η επικοινωνία, η γλώσσα. Αλλά πώς μπορεί η γλώσσα να έχει αυτό το είδος της διπλής δύναμης, επεξηγηματική και συνεκτική, από τη μια πλευρά, διχαστική και απειλητική από την άλλη; Πώς μπορεί κάτι που είναι σωματικά απλώς μια εκπνοή αέρα, να έχει τη δύναμη να αλλάξει εμάς και τον κόσμο μας;

Η γλώσσα η ίδια είναι πεδίο μάχης. Και η μάχη γίνεται ολοένα πιο σκληρή.

Αρκεί να αναλύσουμε μια δημοφιλή λέξη: (αγγλική μεν αλλά ευρέως διαδεδομένη και στη χώρα) το gaslighting. Σήμερα σημαίνει ένα είδος ψυχολογικής χειραγώγησης. Ο όρος προέκυψε από την ταινία του Τζορτζ Κιούκορ«Gaslight», όπου ένας άνδρας προσπαθεί να πείσει με τη δύναμη της γλώσσας τη γυναίκα του ότι είναι τρελή, με σκοπό να εισαχθεί σε τρελοκομείο και να την εξαπατήσει.

Κέντρο αυτής της ιστορίας είναι η πάλη για τη ρευστή φύση της πραγματικότητας. Υπάρχουν άραγε σταθερές αλήθειες ή η πραγματικότητα είναι μόνο θέμα αντίληψης;

Στη σημερινή εποχή, όπου η διαφήμιση και οι δημόσιες σχέσεις κάνουν τα πάντα ώστε η πραγματικότητα να είναι από θολή ως απούσα και φαντασιακές προβολές να διεισδύουν απευθείας στον νου μας, η λέξη έχει δυσοίωνες νέες εφαρμογές.

Η γλώσσα είναι ενδιάμεσο μεταξύ σκέψης και πράξης: γίνεται η παρατηρήσιμη σκέψη. Διασχίζει τη γραμμή μεταξύ του αφηρημένου και του συγκεκριμένου, του αιθέριου και του σωματικού. Ποια από τις πτυχές της – η άυλη ή η απτή – θα πρέπει να είναι λόγου χάρη η βάση της νομικής μας αντίληψης για την ικανότητα της γλώσσας να αποδίδει δικαιοσύνη;

Τα ερωτήματα επεκτείνονται ακόμη και στη λογοτεχνία. Η δημιουργία ενός άλλου μεταμοντέρνου παζλ είναι αναπόφευκτη, δηλαδή η διαμάχη για το τι διακρίνει, αν μη τι άλλο, το «γεγονός» από το «μυθιστόρημα», ιδιαίτερα στο είδος της αυτοβιογραφίας ή των απομνημονευμάτων (memoirs). Τα τελευταία αρκετά χρόνια, η πρώην σκληρή γραμμή μεταξύ των δύο, έχει γίνει πιο ασαφής. Η τρέχουσα σύγχυση πηγαίνει πίσω στα τέλη του 1960 με τη δημοσίευση του βιβλίου «In Cold Blood» του Truman Capote και του «The Armies of the Night» του Norman Mailer. Και στα δύο, η γραμμή μεταξύ της δημοσιογραφικής πραγματικότητας και της μυθιστορηματικής φαντασίας ήταν θολή. Μια ασάφεια που έγινε πιο προβληματική στη δεύτερη περίπτωση εξαιτίας της παρεμβολής του ίδιου του Mailer, σε τρίτο πρόσωπο, ως χαρακτήρα στο μυθιστόρημα. (Ο Mailer συνέχισε το παιχνίδι στο «The Executioner’s Tale», που δημοσιεύτηκε περίπου μια δεκαετία αργότερα, στο οποίο ο ρεπόρτερ/μυθιστοριογράφος μπαίνει στις σκέψεις ενός καταδικασμένου δολοφόνου, με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε μιλήσει.) Ωστόσο, δεν υπήρχε αμφισβήτηση για την αλήθεια – ο εξωτερικός κόσμος ήταν ακόμη αξιόπιστος, οι «ρεπόρτερ» του (είτε με το πρόσχημα των μυθιστοριογράφων είτε των εφημερίδων) αξιόπιστοι.

Εδώ ακόμη και ο Καρλ Λάγκερφελντ είχε πει: «Η μόδα είναι μια γλώσσα που δημιουργείται με ρούχα για να ερμηνεύει την πραγματικότητα».

Η γλώσσα που επικρατεί στη Meta-εποχή που ζούμε φαίνεται να είναι απλή και εύκολα αποκωδικοποιήσιμη. Το ευρύ κοινό, βιαστικό και βουλιμικό, έλκεται από τις απλές, φαντασμαγορικές, φράσεις και ιστορίες που έχουν άμεση χρηστική ή ψυχαγωγική αξία. Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτές; Εάν σκάψει κανείς βαθύτερα θα δει πως οι λέξεις και οι ιστορίες που επιδρούν δραστικότερα στους Meta-καταναλωτές είναι τόσο βαθιές και περίπλοκες όσο και κουτσομπολίστικες και «σατανικές». Ενεργοποιούν τα συναισθήματά μας, ή ακόμη και τα λιγότερο αξιοπρεπή μέρη του εαυτού μας, έτσι ώστε συχνά ντρεπόμαστε για τη γοητεία που  μας ασκούν. Οι ιστορίες που ξεχωρίζουν, εμπεριέχουν τη γλώσσα που επηρεάζει, επειδή περιλαμβάνουν την πολυπλοκότητα του να είσαι άνθρωπος, τη δυσκολία του να ζεις υποχρεωτικά στο καθημερινά προβληματικό «εδώ και τώρα». Η επεξεργασία του δράματος δεν απαιτείται. Είναι καθημερινά μπροστά μας. Το θέατρο της γλώσσας αντανακλά το θέατρο της πραγματικότητας. Ποια είναι η ισχυρότερη μυθοπλασία;

Ο Σαρτρ αποκάλεσε τον άνθρωπο «άχρηστο πάθος» επειδή είναι τόσο απελπιστικά παραπλανημένος ως προς την πραγματική του κατάσταση. Θέλει να είναι θεός αλλά δεν διαθέτει τίποτα περισσότερα παρά τον εξοπλισμό ενός ζώου, και έτσι θριαμβεύει μόνο στις φαντασιώσεις του.

Μετά από τριάντα χρόνια σε αυτή τη δουλειά, έχω να πω οι συγγράφεις που πιστεύουν ότι η γλώσσα τους μπορεί να αναπαραστήσει την αντικειμενική πραγματικότητα ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.