Ανεξάρτητη είναι η δικαστική έρευνα εφόσον στηρίζεται στα στοιχεία που προκύπτουν από τη σχηματιζόμενη δικογραφία και τις ισχύουσες νομικές διατάξεις, χωρίς να επηρεάζεται από τη βούληση παραγόντων άλλων εξουσιών ή και την κατεύθυνση που επιθυμούν και παράγοντες εντός του δικαστικού σώματος.
Αδιαμφισβήτητες και αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία είναι η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού, στον οποίο νόμιμα θα ανατεθεί μια δικαστική υπόθεση. Αναλύοντας την έννοια της ακεραιότητας, μπορούμε να πούμε ότι αυτή δεν είναι απλώς η αντίθετη της διαφθοράς, αλλά περιέχει και κάτι πολύ σημαντικότερο. Δεν αρκεί δηλαδή να μη γεννώνται δικαιολογημένες υπόνοιες παρέκκλισης από το δικαστικό καθήκον, αλλά και να είναι πεπεισμένη η κοινή γνώμη ότι κατά την έρευνα και την εφαρμογή του νόμου ο λειτουργός που την έχει αναλάβει δρα όχι με υποκειμενικά κριτήρια, όπως π.χ. την επαγγελματική ή υπηρεσιακή του κατάσταση κ.λπ., αλλά με μοναδικό κριτήριο την ανακάλυψη της αλήθειας. Ανεξαρτησία είναι το ανεπηρέαστο της κρίσης του έναντι της εκφρασμένης ή εικαζομένης βούλησης παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας, μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, ακόμη και των ιεραρχικά ανωτέρων του. Ειδικότερα η ανεξαρτησία του Εισαγγελέα που διενεργεί την προδιωκτική έρευνα συνίσταται στην ανεπηρέαστη, από κάθε πλευρά, είτε εντός είτε εκτός της Δικαιοσύνης, υπαγωγή των γεγονότων που ανακαλύπτει και διαπιστώνει στην ποινική διάταξη νόμου. Και δεν πρέπει να λησμονάται ότι η δικαιοδοτική λειτουργία του Εισαγγελέα, η πραγματοποίηση δηλαδή μιας ενέργειας που δημιουργεί έννομα αποτελέσματα, και προχωράει την ποινική διαδικασία σε επόμενο στάδιο, είναι ατομική πράξη μονοπρόσωπου οργάνου, και δεν νοείται η συλλογική πραγματοποίησή της, με συμπράττοντα πρόσωπα, όποια και αν είναι αυτά.
Αρνητική εντύπωση προκαλούν τον τελευταίο καιρό και θεσμικά επικίνδυνες δηλώσεις, οι οποίες συνδέουν τις πολιτικές εξελίξεις με προδιατυπωμένα αποτελέσματα δικαστικών και ειδικά ποινικών ερευνών. Και σε αυτό το πεδίο είναι οι έλληνες δικαστικοί λειτουργοί που πρέπει να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν, στο πλαίσιο του δικονομικού μας συστήματος, προκειμένου να διαβεβαιώσουν την ελληνική κοινωνία για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία τους.
Βασικό στοιχείο δηλωτικό της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας είναι η τυχαία επιλογή από ικανό αριθμό δικαστικών λειτουργών, αυτών που θα διεξάγουν τις δικαστικές, εισαγγελικές επί το πλείστον στο προδιωκτικό στάδιο, έρευνες. Με νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, έχει περιοριστεί ο αριθμός των ερευνώντων στο προδιωκτικό, ακόμα και στο μετά την ποινική δίωξη στάδιο. Εξέλιξη η οποία οφείλεται στη δημιουργία ειδικών -κλαδικών εισαγγελικών υπηρεσιών, μη ενσωματωμένων στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα, οι οποίες εκ των προτέρων, και με γνωστή εκ των προτέρων ολιγάριθμη στελέχωση, διενεργούν την προδιωκτική δικαστική διερεύνηση. Παράλληλα προβληματίζει και η επιλογή των δικαστικών λειτουργών για την κάλυψη των θέσεων αυτών που γίνεται χωρίς την πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος και μια ανοιχτή διαδικασία σύγκρισης φακέλων. Ακόμα και το μετά τη δίωξη στάδιο, η κύρια ανάκριση, διενεργείται από εκ των προτέρων ορισμένους ειδικούς ανακριτές.
Το δικονομικό μας σύστημα έχει τις πρόνοιες που μπορούν να διασφαλίσουν την αίσθηση ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της δικαστικής έρευνας, αλλά και να επιταχύνουν και να απλοποιήσουν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας. Οποιος και να διεξάγει την προδιωκτική ή μεταδιωκτική δικαστική διερεύνηση μιας υπόθεσης, η αρμοδιότητα τόσο για την προδικαστική όσο και για τη δικαστική κρίση, την έκδοση δηλαδή οριστικής δικαστικής απόφασης, ανήκει στο αρμόδιο κατά τόπον Εφετείο. Το ίδιο Εφετείο, διά της ολομέλειάς του, η οποία συγκροτείται από όλους τους ανώτερους δικαστές που υπηρετούν σε αυτό, έχει τη δυνατότητα είτε πριν είτε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης για οποιαδήποτε υπόθεση, με πρωτοβουλία των δικαστών του, να αναθέσει την υπόθεση σε ένα από τα μέλη του, εκλεγόμενο από το σύνολο των δικαστών αυτών και οριζόμενο ως ανακριτή, με εισαγγελέα οριζόμενο από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών, ώστε να μην υπάρχει διελκυστίνδα μεταξύ ετερόβαθμων δικαστικών συμβουλίων και εισαγγελέων, με αποτέλεσμα και τη δραστική μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών που θα απασχοληθούν με την υπόθεση.
Ακόμα και ο τρόπος επιλογής των δικαστικών λειτουργών που θα ασχοληθούν με την υπόθεση, μετά από απόφαση, με ψηφοφορία, ενός ευρέος και πολυάριθμου οργάνου, θωρακίζει αυτούς με το τεκμήριο της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας.
Η λύση αυτή είναι η μόνη που μπορεί να δώσει οξυγόνο στην ελληνική κοινωνία, που θα εξακολουθεί να ασφυκτιά, χωρίς τις εγγυήσεις της ταχείας και απροκατάληπτης δικαστικής διερεύνησης.
Η λύση αυτή μπορεί και πρέπει να δοθεί από τους έλληνες δικαστές σήμερα, αποτελώντας τη σημαντικότερη προσφορά στην ελληνική κοινωνία.
Ο κ. Ευστάθιος Βεργώνης είναι αντιπρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.