Δύο βασικές επιστημονικές απόψεις διατυπώθηκαν σχετικά με το αν και κατά πόσο επιτρέπεται η αναγνώριση των «ακαδημαϊκών» τίτλων των πτυχίων «ιδιωτικών Πανεπιστημίων», καθώς ως επαγγελματικό προσόν αυτοί αναγνωρίζονται ήδη, βάσει της ελευθερίας κυκλοφορίας και εγκατάστασης των εργαζομένων εντός της ΕΕ.

Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, που τεκμηριώθηκε από τους εγνωσμένου και αναμφισβήτητου κύρους καθηγητές Βενιζέλο, Σκουρή και Μανιτάκη, το αντικείμενο της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο (GATS Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών). Αυτό επιβεβαιώθηκε και από την απόφαση του ΔΕΕ C-66/18 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας). Ετσι, είναι πολύ πιθανό, σε τυχόν δικαστική κρίση, μέσω προδικαστικού ερωτήματος που θα πρέπει να υποβάλει το ΣτΕ, το ΔΕΕ να καταλήξει ότι πρέπει να επιτρέπονται, πλέον, και κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια, εφόσον και καθόσον η εκπαίδευση μπορεί να παρέχεται όχι μόνον με διασυνοριακή παροχή της ή μετακίνηση φυσικών προσώπων αλλά και με εμπορική παρουσία στην Ελλάδα.

Η χώρα μας, παρά την επιφύλαξη ως προς το τελευταίο, δεν θα μπορούσε, πάντως, εύκολα να αποδείξει ότι ο αποκλεισμός των κερδοσκοπικών παραρτημάτων υπηρετεί τη «δημόσια τάξη» ή επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως οι γενικές αυτές ρήτρες εξαίρεσης από την ελευθερία εγκατάστασης ερμηνεύονται, συσταλτικά, από το ΔΕΕ και ότι δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας.

Ο Ν. 5094/2024, στον βαθμό που θέτει μακρά σειρά προϋποθέσεων για μετεγκατάσταση ξένου ΑΕΙ ως «μη κερδοσκοπικού» φαίνεται να μην ερείδεται στην παραπάνω, αλλά σε μία δυναμική και εξελικτική ερμηνεία, που συνάδει με το άρθρο 16, εφόσον δεν χορηγεί ούτε δικαίωμα ίδρυσης ανώτατων σχολών σε ιδιώτες, καθώς αυτό θα σήμαινε έλεγχο μόνον τυπικών προϋποθέσεων για ίδρυση σχολών – και όχι εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων. Ετσι, τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης συνιστούν διφυή νομικά πρόσωπα, μετέχοντα τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού δικαίου.

Ορθότερο θα ήταν βέβαια, ως ΝΠΠΕ να δομηθούν πλέον και τα δημόσια ΑΕΙ, στα οποία δίνεται μεν η δυνατότητα να συμμετέχουν σε ή να συνιστούν ΝΠΠΕ, αλλά αυτό μάλλον θα επιτείνει τη γραφειοκρατία. Με βάση αυτή την ερμηνεία του νέου νόμου σύμφωνα με το Σύνταγμα, που θέλει μία κάποια μορφή ΝΠΠΔ για όλα ανεξαιρέτως τα ΑΕΙ, οι ρυθμίσεις για τα ΝΠΠΕ θα διαφοροποιούνταν βάσει λειτουργικών στοιχείων και ιδίως της κρατικής τους ή μη χρηματοδότησης.

Η δε ακαδημαϊκή ελευθερία, που, πέραν της υποκειμενικής, εκφαίνεται – και σε ευρωπαϊκό επίπεδο – και μέσω της θεσμικής-οργανωσιακής συνιστώσας της αυτοδιοίκησης, θα πρέπει να είναι εγγυημένη για όλα τα ΝΠΠΕ, ιδιωτικά ή δημόσια. Ομοίως, ως άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί πρέπει να αναγνωρίζονται και οι καθηγητές των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, όπως, εξάλλου, και οι δικηγόροι, ακριβώς επειδή αμφότεροι (θα) επιτελούν δημόσια λειτουργία.

Περαιτέρω, το άρθρο 64 Ν. 5094/2024 επιτρέπει σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Λισαβόνας για την Αναγνώριση των Προσόντων στην Ανώτατη Εκπαίδευση, που αναμένεται να κυρωθεί σύντομα, να εγγράφονται στα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών των δημόσιων ΑΕΙ και φοιτητές ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Αυτή η δυνατότητα θα πρέπει πάντως να αναγνωριστεί και σε Ελληνες που ασκώντας την ελευθερία μετακίνησής τους διήνυσαν χρόνο σπουδών στο αλλοδαπό ίδρυμα, και όχι μόνον σε αλλοδαπούς κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 101 Ν. 4957/2022.

Πολιτικά μιλώντας, πάντως, το τέλος του κρατικού μονοπωλίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που έχει από καιρό επέλθει, δεν συνιστά καμία μείζονα μεταρρύθμιση. Τέτοια θα ήταν η απελευθέρωση και η πραγματική ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, από την προσχολική μέχρι τα διδακτορικά.

Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.