«Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι δεν μας διδάσκει τίποτα». Στην περίπτωση της νέας τραπεζικής καταιγίδας, η περίφημη απόφανση του Χέγκελ ελέγχεται. Δείχνει να ισχύει και να μην ισχύει ταυτόχρονα.
Στο σκέλος της γενεσιουργού αιτίας της νέας κρίσης, τα πρόσφατα μαθήματα της Ιστορίας αγνοήθηκαν. Η ακόρεστη δίψα και η πίεση για όλο και μεγαλύτερα κέρδη, άρα και μεγαλύτερο ρίσκο, αποδείχθηκαν πιο ισχυρές από τους φόβους για το ενδεχόμενο μιας νέας Lehman.
Η σπίθα ξεκίνησε και πάλι από τη Μέκκα του καπιταλισμού. Παρά τις νωπές μνήμες από τη χρεοκοπία που άλλαξε τον κόσμο, οι περιορισμοί και οι αυστηροί ρυθμιστικοί κανόνες για τις τράπεζες που είχαν επιβληθεί με τον νόμο «Ντοντ – Φρανκ» μετά την κρίση του 2007-2009 χαλάρωσαν, με πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ, το 2018.
Ο νόμος για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος προέβλεπε σε γενικές γραμμές μικρότερο ρίσκο για τις τράπεζες, τακτικά στρες τεστ, μικρότερα περιθώρια για κερδοσκοπία και μεγαλύτερη προστασία των καταθετών. Οι τραπεζικές πρακτικές έγιναν πιο «βαρετές», για να θυμηθούμε τη μεταρρύθμιση του Ρούζβελτ, αλλά πιο ασφαλείς.
Ωρολογιακή βόμβα
H απόφαση του Τραμπ να χαλαρώσει τους κανόνες ενεργοποίησε τότε μια μικρή ωρολογιακή βόμβα που θα περίμενε απλώς την κατάλληλη «θερμοκρασία» για να εκραγεί. Τη θρυαλλίδα άναψαν οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων που πίεσαν τις ευάλωτες και χωρίς ισχυρή εποπτεία αμερικανικές τράπεζες. Αφαιρώντας από το σύστημα μια κρίσιμη, όπως αποδείχθηκε, δικλίδα ασφαλείας, τις κατέστησε περισσότερο ευάλωτες σε μελλοντικούς κινδύνους. Η κερκόπορτα είχε ανοίξει.
«Η ανάκληση αυτών των ρυθμίσεων θα είναι εθελοτυφλία στα διδάγματα της πρόσφατης Ιστορίας» έγραφαν προφητικά τότε οι «New York Times». «Οσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος τόσο μεγαλύτερα τα πιθανά κέρδη για τα στελέχη των τραπεζών… Για όλους τους άλλους οι οικονομικοί κίνδυνοι αυξάνονται» σημείωναν σε άρθρο γνώμης υπό τον τίτλο: «Ανεξέλεγκτες τράπεζες, μεγάλοι κίνδυνοι».
Οδυνηρό μάθημα
Για να επανέλθουμε στον Χέγκελ, τo συστημικό κραχ που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 έδωσε από την άλλη ένα οδυνηρό αλλά χρήσιμο μάθημα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κρίσεων. Οπως φαίνεται, τα αντανακλαστικά αυτή τη φορά λειτούργησαν γρήγορα. Οι κυβερνήσεις και οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες έσπευσαν αμέσως και εμπράκτως να διαβεβαιώσουν πως θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να αποσοβήσουν τη μετάδοση της μόλυνσης.
Στις περιπτώσεις αυτές, η αποφασιστικότητα που συνοδεύεται από πράξεις, όχι μόνο με λόγια, λειτουργεί κατευναστικά. Επιχειρεί να στείλει στις αγορές ισχυρό μήνυμα, προκειμένου να μη χαθεί η εμπιστοσύνη. Οπως ακριβώς είχε λειτουργήσει τον Ιούλιο του 2012 η ιστορική φράση του Μάριο Ντράγκι πως η ΕΚΤ «θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να σώσει το ευρώ». Εάν η αντίδραση δεν είναι πειστική από την αρχή, ο παράγοντας της ψυχολογίας μπορεί να οδηγήσει σε μείζονα κρίση υπό τη μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Παροχή στήριξης
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έσπευσε να δηλώσει πως θα κάνει και αυτός ό,τι χρειαστεί για να κρατήσει στέρεο το τραπεζικό οικοδόμημα. Υποσχέθηκε μάλιστα ότι αυτή τη φορά το κόστος της διάσωσης δεν θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι. Στο ίδιο μήκος κύματος, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας διέθεσε εν μια νυκτί στην Credit Suisse σωσίβιο ρευστότητας 50,6 δισ. ευρώ, ενώ η Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωσε την Πέμπτη ότι η ΕΚΤ είναι πλέον προετοιμασμένη και διαθέτει το απαραίτητο οπλοστάσιο για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ αν χρειαστεί και για τη διαφύλαξη της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Το εάν οι ενέργειες αυτές ήταν αρκετές μένει να αποδειχθεί τις επόμενες ημέρες.
Πολύ καλύτερα προετοιμασμένη είναι αυτή τη φορά και η Ελλάδα. Οι εγχώριες τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, διαθέτουν μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και έχουν επιστρέψει στην κερδοφορία. Το διεθνές περιβάλλον ωστόσο παραπέμπει σε κινούμενη άμμο. Στην εποχή της πολυκρίσης ο εφησυχασμός μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός.