Το 2020 ήταν για το Αγρίνιο το έτος Χατζόπουλου. Εκατό χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του μεγάλου ποιητή, οπότε και διοργανώθηκαν στην πόλη πλήθος εκδηλώσεων και αφιερωμάτων.

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννιέται το 1868 μέσα στο Αγρίνιο (τότε Βραχώρι) ως το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη και της Θεοφανής Χατζοπούλου. Περνά τα παιδικά του χρόνια στο μεγάλο κτήμα του παππού του, που σήμερα είναι το πάρκο της πόλης του Αγρινίου, και τελειώνει στο Αγρίνιο το Δημοτικό Σχολείο και το Σχολαρχείο. Φοιτά στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου και σε ηλικία 14 ετών έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα καλοκαίρια επιστρέφει στο Αγρίνιο.

Το 1884 δημοσιεύεται για πρώτη φορά ένα ποίημά του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός στο περιοδικό «Εβδομάς». Το 1900 ταξιδεύει στη Γερμανία. Εκεί γνωρίζει τη νεαρή Φινλανδή Σάντι Χέγκμαν, την οποία παντρεύεται, ενώ ασχολείται με μεταφράσεις θεατρικών έργων που χρησιμοποιούνται σε παραστάσεις τόσο στο Βασιλικό όσο και στο Ελεύθερο Θέατρο. Η περίοδος της δεύτερης αποδημίας του στη Γερμανία είναι η γονιμότερη του έργου του. Από την ποίηση στρέφεται στην πεζογραφία και στο διάστημα αυτό γράφει όλα σχεδόν τα διηγήματα και μυθιστορήματά του.

Μια χαρακτηριστική αναφορά για τη δημιουργικότητα του Χατζόπουλου στη Γερμανία έκανε το 1960 ο Νικηφόρος Βρεττάκος λέγοντας: «Το Αγρίνιο ζει τις περισσότερες μέρες του χρόνου κάτω από τη συννεφιά και τη βροχή. Φαίνεται πως η ασθενική ευαισθησία του Χατζόπουλου κράτησε το κλίμα αυτό στην ψυχή του από τα παιδικά του χρόνια. Ετσι, η ομίχλη του Βορρά δεν τον βρήκε απροετοίμαστο. Μέσα του έγινε ένας συγκερασμός και η ντελικάτη φύση του εκδηλώθηκε».

Οι κριτικές του κατατάσσονται στις σημαντικότερες της νεοελληνικής κριτικής του 19ου αιώνα, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη θέση του απέναντι στο έργο του Παλαμά. Πολύ σημαντική είναι και η ιδεολογική του στροφή, καθώς προσχωρεί στον σοσιαλισμό και προσπαθεί να μεταδώσει τις ιδέες του στην Ελλάδα με το λογοτεχνικό του έργο, την αρθρογραφία του, τις μεταφράσεις – μάλιστα πρώτος μεταφράζει και δημοσιεύει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Μαρξ και Ενγκελς στα ελληνικά.

Στο πεζογραφικό του έργο υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα μελαγχολίας, προσεγγίζει με τόλμη κοινωνικά ζητήματα, κάποιες φορές με ανατρεπτικό τρόπο, επιχειρώντας να διεισδύσει στην ψυχολογία των ηρώων του, δείγματα μιας άρτιας ρεαλιστικής γραφής.