Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Αγρινίου ήταν όλοι σχεδόν γεωργοί. Κύρια ασχολία για πολλές δεκαετίες και η καλλιέργεια που μεγάλωσε τους παππούδες και τους γονείς μας ήταν η καλλιέργεια του καπνού. Κύριες ποικιλίες που καλλιεργούνταν ήταν το μυρωδάτο και τα τσεμπέλια. Οι καπνοπαραγωγοί όλη σχεδόν τη χρονιά την περνούσαν με την καλλιέργεια και τη συσκευασία του καπνού. Από το 2006 όμως και μετά η καλλιέργεια του καπνού λόγω της μεταρρύθμισης της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγροτικής Πολιτικής το 2004 γνώρισε μεγάλη φθίνουσα πορεία. Σήμερα πολύ λίγοι ασχολούνται με την καλλιέργεια του καπνού στην Ελλάδα αλλά και στην περιοχή μας.

Η καθημερινή ζωή των καλλιεργητών του καπνού ήταν πολύ δύσκολη. Ασχολούνταν με την καλλιέργεια του καπνού σχεδόν όλο τον χρόνο. Τον Απρίλιο οι γεωργοί ετοίμαζαν τα χωράφια. Πρώτα όργωναν τα χωράφια παλαιότερα με τα άλογα και μετέπειτα με τα τρακτέρ. Μετά για να τριφτούν τα μεγάλα κομμάτια από χώμα, οι μπλάνες, γινόταν το σβάρνισμα. Ακολουθούσε το αυλάκωμα με το αλέτρι. Πρωί-πρωί οι γυναίκες πότιζαν το φιντάνι, το έβγαζαν προσεκτικά και το τοποθετούσαν σε κανίστρες. Το μετέφεραν έπειτα στο χωράφι και το φύτευαν. Δύσκολη δουλειά. Τα πόδια βούλιαζαν μέσα στη λάσπη. Μετά από 15 ημέρες το χωράφι ποτιζόταν και σκαλιζόταν προσεκτικά. Επειτα από 15 ημέρες ξανά πότισμα μέχρι τα τέλη του Αυγούστου που τελείωνε το μάζεμα του καπνού.

Με οδηγό την Πούλια

Στα τέλη Ιουνίου άρχιζε το μάζεμα. Νύχτα με τα λυχνάρια για να μη βγει ο ήλιος και μαραθούν τα φύλλα του καπνού. Οδηγός τους ήταν η Πούλια. Τα ρούχα ήταν παλιά και γίνονταν αγνώριστα από τη λάσπη και από την κόλλα του καπνού. Το μάζεμα ξεκινούσε από τα κάτω φύλλα του φυτού, τα γινωμένα, και συνέχιζε προς τα πάνω. Ηταν τα λεγόμενα χέρια. Στο τελευταίο χέρι μαζεύονταν τα πάνω-πάνω φύλλα, τα λεγόμενα κορφόφυλλα ή κορφάδες. Το πιο δύσκολο χέρι ήταν το πρώτο χέρι, το πατόφυλλο. Επρεπε να σκύβεις και το χέρι ερχόταν σε επαφή και με το χώμα. Δύσκολη δουλειά, αλλά σε όλα τα χωράφια ακούγονταν γέλια και αστεία. Τα φύλλα που μαζεύονταν τοποθετούνταν σε καλάθες προσεκτικά. Στο σπίτι άδειαζαν τις καλάθες και ξεκινούσε το αρμάθιασμα. Οταν γίνονταν οι αρμάθες έπρεπε να μεταφερθούν στις λιάστρες για να ξεραθούν τα φύλλα και να πάρουν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα. Το μεσημέρι λίγη ξεκούραση.

Οταν ξεραίνονταν τα φύλλα, γίνονταν τα βαντάκια και τα κρεμούσαν στις αποθήκες. Στα πρωτοβρόχια τα φύλλα του καπνού μαλάκωναν. Τότε γίνονταν με τα φύλλα τα μάτσα και έπειτα τα δέματα. Ο καπνός πουλιόταν ανάλογα με την ποιότητά του. Οι καπνοκαλλιεργητές είχαν μια μικρή ανάπαυλα από το τέλος Αυγούστου μέχρι το τέλος σχεδόν Οκτωβρίου.

Ενα ποίημα για τους μαζωχτάδες

Ο ποιητής Πάνος Χατζόπουλος απεικονίζει στο παρακάτω ποίημα τη δύσκολη καθημερινότητα των μαζωχτάδων του καπνού

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι,

Το κόκκινο, που το ‘καμε σταχτύ σαν καταχνιά

Η μαύρη κόλλα του καπνού, φαρμακερό βοτάνι,

Ολα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…

Τ’ άγια σου χέρια τ’ άπλωνες, γύρα σ’ όλα τα τόπια,

Φρουρός, προστάτης της σοδειάς, Μάνα σ’ όλα μπροστά,

Στο μάζεμα, στ’ αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα

Και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.

Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα

Χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι,

Κατάμαυρο σου το ‘βαψε, μουντό σαν καταχνιά,

Η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,

Ολα της τα φαρμάκωσες, ζήση, ψυχή, καρδιά…