Ο κ. Παναγιώτης Μαλαματάς είναι ψαράς. Κατοικεί στο Παναιτώλιο και κάθε βράδυ ξεκινάει με τη βάρκα του από τη γραφική τοποθεσία του χωριού Αμπάρια για να ψαρέψει. Είναι 56 ετών και κάνει τη δουλειά του 30 χρόνια ως μέλος της τρίτης γενιάς ψαράδων της οικογένειάς του. Μας μίλησε για το επάγγελμά του, τις προοπτικές του για το μέλλον και τις δυσκολίες που συναντά.

Κύριε Μαλαματά, πείτε μας, υπάρχουν περισσότεροι ή λιγότεροι ψαράδες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια;

«Δυστυχώς, πλέον είναι πολύ λίγοι αυτοί που ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα. Συγκεκριμένα, σε ολόκληρη την Τριχωνίδα υπάρχουν πλέον μόνο έξι ψαράδες. Από το Παναιτώλιο είμαι μονάχα εγώ. Οι άλλοι πέντε είναι από άλλα χωριά».

Πού οφείλεται αυτό;

«Δυστυχώς, τα έξοδα έχουν αυξηθεί και δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη ζήτηση για τα ψάρια του γλυκού νερού, παρόλο που υπάρχει πολύ μεγάλη προσφορά. Η λίμνη Τριχωνίδα διαθέτει πολλά ψάρια και τα νερά της είναι πολύ καθαρά. Το μόνο είδος ψαριού που έχει ζήτηση είναι η αθερίνα και γι’ αυτόν τον λόγο όλοι οι ψαράδες ασχολούνται με το ψάρεμά της».

Τα ψάρια της λίμνης μπορούν να συγκριθούν με τα θαλασσινά;

«Θεωρώ πως τα ψάρια της λίμνης Τριχωνίδας είναι πιο νόστιμα, δεν έχουν τόσο λίπος όσο τα θαλασσινά και είναι και πιο φθηνά βέβαια. Δυστυχώς όμως, όπως σας είπα και πριν, δεν έχουν την ίδια ζήτηση. Οι καταναλωτές δεν τα εμπιστεύονται τόσο εύκολα για να τα βάλουν στο τραπέζι τους».

Πότε γίνεται το ψάρεμα;

«Κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου εκτός από Μάρτιο και Απρίλιο».

Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζετε;

«Εκτός από τη χαμηλή ζήτηση και την αύξηση του κόστους, όπως σας προείπα, πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε την απαραίτητη υποστήριξη από το κράτος. Δεν μιλάω μόνο για την οικονομική στήριξη. Εμείς για να ψαρέψουμε ακολουθούμε κάποιους κανόνες και νόμους. Δυστυχώς, οι νόμοι που ισχύουν είναι παμπάλαιοι. Η φύση αλλάζει και μαζί της και τα ψάρια αλλά και οι κλιματικές συνθήκες. Πρέπει να υπάρξει μια γενναία απόφαση από τις κυβερνήσεις και σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς να αλλάξουν τους περιορισμούς που υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες.  Επίσης, όπως θα παρατηρείτε και εσείς γύρω σας, δεν υπάρχει καμία υποδομή για να αράζουμε τις βάρκες μας. Στο εξωτερικό, στη Γερμανία για παράδειγμα, οι υποδομές για τους ψαράδες είναι πραγματικά καταπληκτικές. Και δεν μιλάμε για λίμνες όπως η Τριχωνίδα. Δυστυχώς και σε αυτόν τον τομέα είμαστε πολύ πίσω».