Σε αγώνα μετ’ εμποδίων μοιάζουν να τρέχουν όσοι κινούνται στην αγορά της «πράσινης» ενέργειας. Με την επόμενη ανταγωνιστική διαδικασία να πλησιάζει – έχει οριστεί η 10η Δεκεμβρίου -, οι εγχώριοι παίκτες εκφράζουν τις ανησυχίες τους για το μέλλον των επενδύσεων σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα.
Οπως καταγγέλλουν, η κυβέρνηση βρίσκεται σε…σύγχυση. Σαν άλλος «δόκτωρ Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ», υποστηρίζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ αλλά παράλληλα, με διάφορες ρυθμίσεις, υπονομεύει τις επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια. Τα μηνύματα που στέλνει στον επιχειρηματικό και επιστημονικό κόσμο της αιολικής ενέργειας δείχνουν αντιφατικά.

«Φάουλ»

Από τη μια, ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός, ο οποίος ετέθη σε δημόσια διαβούλευση την περασμένη Τρίτη, θέτει, φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ (συμμετοχή 32% στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο σύνολο του ενεργειακού μείγματος και 55% στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030), η υλοποίηση των οποίων εκτιμάται ότι θα προσελκύσει επενδύσεις 32,7 δισ. ευρώ. Από την άλλη, μέσω των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων που έχουν έως σήμερα δημοσιευθεί, προβλέπεται οριζόντιος αποκλεισμός της «πράσινης» ενέργειας από τεράστιες εκτάσεις της χώρας.
 «Φάουλ» χαρακτηρίζεται από την Ελληνική Επιστημονική Ενωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) και τον Ελληνικό Σύνδεσμο Μικρών Υδροηλεκτρικών Εργων (ΕΣΜΥΕ) και η πρόθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) να καταργήσει τη χρέωση προμηθευτών που τροφοδοτεί τον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ, το ταμείο δηλαδή από το οποίο πληρώνονται τα αιολικά πάρκα, τα μικρά υδροηλεκτρικά, οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί και οι λοιπές «πράσινες» πηγές ενέργειας. Επιπλέον, μπαίνουν εμπόδια στην επιτυχή έκβαση των δημοπρασιών για την «πράσινη» ενέργεια και στην υλοποίηση ώριμων έργων ΑΠΕ (ποσοστό ανταγωνισμού 75%, δαιδαλώδεις και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδοτήσεων κ.λπ.).
Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ κ. Παναγιώτης Λαδακάκος, «από στοιχεία του ΑΔΜΗΕ φαίνεται ότι τα ώριμα έργα αιολικών, τα οποία έχουν προσφορές σύνδεσης και όλα τα τυπικά στοιχεία για να συμμετάσχουν στη δημοπρασία του Δεκεμβρίου, είναι περίπου 400 MW (μεγαβάτ). Ακόμη και αν κατέβουν όλα, με δεδομένο ότι στον διαγωνισμό βγαίνουν 229 MW για τα αιολικά και ότι η ΡΑΕ έχει θέσει συντελεστή ανταγωνισμού 75%, περισσότερα από 170 MW ώριμων έργων που έχουν περάσει μια αδειοδοτική διαδικασία 5-10 χρόνων θα μείνουν εκτός. Εργα που υπό άλλες συνθήκες θα υλοποιούνταν» τονίζει ο κ. Λαδακάκος, επισημαίνοντας ότι ο συντελεστής ανταγωνισμού ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο στον διαγωνισμό του Ιουλίου δεν διατέθηκε ούτε το 50% της προβλεπόμενης ισχύος των 600 MW.

Το αδιάβλητο

Ποιος είναι ο αντίλογος; «Μια πρόταση είναι να γίνεται διαγωνισμός με μία τιμή, και όχι μειοδοτικός, με κλειστό φάκελο μέσω ηλεκτρονικής διαδικασίας ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο» σημειώνει ο κ. Λαδακάκος. Πρόκειται για την τιμή αποζημίωσης των σταθμών ΑΠΕ ανά παραγόμενη μεγαβατώρα (όσο χαμηλότερη, τόσο μεγαλύτερο το όφελος για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία).
Πάντως η ΡΑΕ, αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα και για να τονώσει τον ανταγωνισμό στην επικείμενη  δημοπρασία, έθεσε την τιμή εκκίνησης στα 80 ευρώ ανά μεγαβατώρα αντί για την υψηλότερη της τελευταίας δημοπρασίας του Ιουλίου, όπως αναμενόταν, δηλαδή στα περίπου 72 ευρώ.
Μέχρι στιγμής, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, από τις αιτήσεις συμμετοχής στις ανταγωνιστικές διαδικασίες έργων ΑΠΕ διαφαίνεται ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σύγκριση με την προηγούμενη δημοπρασία, αλλά όχι ικανοποιητικό.

Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες αναμένεται να κατέβει τελικά με έργα των 35,5 μεγαβάτ, ενώ στον επόμενο του 2019, ο οποίος δεν έχει ακόμη προκηρυχθεί, θα συμμετάσχει με έργα 200 μεγαβάτ. Αλλωστε η ΔΕΗ στοχεύει σε αύξηση του μεριδίου της στις ΑΠΕ από 3% σε 10% έως το 2022. Με δεδομένο ότι η τιμή εκκίνησης ορίστηκε σε υψηλότερα επίπεδα, πιθανολογείται ότι θα συμμετάσχουν και οι εταιρείες που έφυγαν άπρακτες στον προηγούμενο διαγωνισμό, καθώς και ορισμένα πρόσθετα έργα. Τα μεγαβάτ που βγαίνουν στον διαγωνισμό του Δεκεμβρίου, εκτός από τα 229 MW αιολικών (από 3 έως 50 MW), είναι 94 MW για τα μικρά φωτοβολταϊκά (μέχρι 1 ΜW) και 100 MW για τα μεγάλα φωτοβολταϊκά (1 με 20 MW).