Τη γεμάτη πατριωτική έξαρση περίοδο της νικηφόρας αντιμετώπισης της ιταλικής εισβολής από την Αλβανία, την οποία έζησα σε ηλικία 10 ετών στη γενέτειρά μου Σύρο (έγραψα για αυτή την προηγούμενη Κυριακή), διαδέχθηκε η σκοτεινή περίοδος της Κατοχής. Πόλεμος και Κατοχή μαζί ένας θανάσιμος συνδυασμός. Ο φόβος εν πρώτοις του ξένου κατακτητή, στο έλεος του οποίου είμαστε χωρίς τις στοιχειώδεις προστασίες του κράτους δικαίου. Εμείς τα παιδιά, άκεφα πια, μετείχαμε στις ανησυχίες των μεγαλυτέρων, που δεν τολμούν να εξωτερικεύουν τους φόβους τους. Πανικόβαλλε η υποψία ότι μπορεί να φθάσει στα αφτιά του κατακτητή η δυσφορία, η αγανάκτηση. Πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν οι ελλείψεις, σε τρόφιμα, σε φάρμακα. Λίγο ως πολύ στα πάντα. Οι τραγικές στερήσεις γρήγορα έπληξαν τα ευρέα λαϊκά στρώματα. Οι θάνατοι από πείνα πολλαπλασιάστηκαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να αναδειχθούν σε σύνηθες θέαμα οι αποθνήσκοντες στους δρόμους που τους μάζευαν με καρότσια για να τους θάβουν συχνά σε ομαδικούς τάφους.
Η υποβάθμιση ή και διακοπή λειτουργίας της παραγωγικής μηχανής και των εισαγωγών, οι στρατιές των ανέργων, ο καλπάζων πληθωρισμός που μηδένιζε σε δύο-τρία εικοσιτετράωρα τις μηνιαίες αποδοχές, η μαύρη αγορά στα σπανίζοντα προϊόντα διατροφής από την περιορισμένη αγροτική παραγωγή αναδεικνύουν ως προνομιούχο την τάξη των αγροτών και τους θησαυρίζοντες μαυραγορίτες. Αναβιώνει η συναλλαγή σε είδος και ως μόνο αξιόπιστο νόμισμα αναδεικνύεται η χρυσή λίρα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.