Φορά ακόμη το σωσίβιό του. Πρέπει να είναι το πολύ έξι ετών. Κοιτά κατάματα τον φακό. Δεν μοιάζει να φοβάται, αλλά να απορεί. Είναι ένα μικρό αγόρι από τη Συρία που μπήκε σε μια βάρκα για να γλιτώσει από τον πόλεμο. Υστερα πάλι ένα καρέ. Εδώ το αγόρι της φωτογραφίας μοιάζει βαθιά λυπημένο. Κρατά ένα χαρτί που γράφει «We need freedom» («Χρειαζόμαστε ελευθερία»). Μια ελευθερία που φαίνεται να σταματά σε έναν χώρο φιλοξενίας προσφύγων. Και ύστερα δύο μπόμπιρες πάνω σε ένα βρώμικο χαρτόκουτο στήνουν ακόμα το δικό τους παιχνίδι. Παιδιά της Μόριας, παιδιά του Καρά Τεπέ, παιδιά της Ειδομένης. Παιδιά που μεγάλωσαν χρόνια μέσα σε λίγες ημέρες. Σε αυτούς, τους πιο αθώους πρωταγωνιστές ενός ακατανόητου πολέμου, έστρεψε τον φακό του ο Σταύρος Χαμπάκης καταγράφοντας τα πρώτα χρόνια της εξαναγκασμένης μετανάστευσης των Σύρων. Σε λίγες ημέρες η συλλογή των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του παρουσιάζεται στο πλαίσιο του 19ου Festival dell’ Aurora στην Ιταλία. Συγκεκριμένα, η ατομική του έκθεση με τίτλο «Μέσα από τα μάτια των παιδιών» εγκαινιάζεται στις 7 Μαρτίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ακρωτηρίου Κολόνα στην Κροτόνε της Ιταλίας.
Ο ίδιος είναι από τους πρώτους φωτογράφους που βρέθηκε στη Μυτιλήνη. «Ηταν άγριο» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα». «Εφταναν οι βάρκες. Στις άκρες κάθονταν οι ενήλικοι, βάζοντας στη μέση τα παιδιά για να τα προστατεύσουν. Εκείνα τις περισσότερες φορές κρατούσαν στην αγκαλιά τους ένα αρκουδάκι, την κούκλα τους, το αγαπημένο τους παιχνίδι. Οι Σύροι δεν ήταν άνθρωποι που έφυγαν από την πατρίδα τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Ηταν άνθρωποι που μέσα σε μια μέρα έχασαν τα πάντα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μου ζητούσαν να τους στείλω τις φωτογραφίες που τους τράβηξα μέσω Facebook. Συνειδητοποίησα ότι μέχρι χθες ήταν σαν και εμάς και μπορεί να “έλιωναν” και αυτοί πίσω από την οθόνη ενός υπολογιστή περιμένοντας ένα like».
Εναλλαγή συναισθημάτων
Για τον ίδιο, το πιο σοκαριστικό ήταν η εναλλαγή των συναισθημάτων που έβλεπε να αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους. «Πατούσαν στη στεριά και έβλεπες να διαλύεται μέσα τους ο φόβος της βάρκας. Οι πρώτοι είχαν πλήρη άγνοια. Τους παραμύθιαζαν ότι άμα έβγαιναν από τη βάρκα θα σώνονταν. Μας ρωτούσαν πού είναι το μετρό στη Μυτιλήνη και πώς θα φτάσουν στο Βερολίνο. Και ύστερα ερχόταν πάλι η συντριβή. Εκεί που θεωρούσαν ότι επειδή ήταν πρόσφυγες θα τους καλοδέχονταν, βρίσκονταν να είναι παράνομοι και να μεταφέρονται στους χώρους φιλοξενίας, πίσω από συρματοπλέγματα, με ένοπλους αστυνομικούς να τους φυλάνε, περιμένοντας να καταγραφούν για ημέρες πριν φύγουν για τον Πειραιά. Και όταν έμπαιναν στο καράβι, πάλι ελπίδα και ξανά απογοήτευση. Να αποβιβαστούν, να φτάσουν στην πλατεία Βικτωρίας για να βρουν τρόπο να φύγουν μέχρι την Ειδομένη, εκεί που το όνειρό τους τελικά θα σταματούσε». Ο ίδιος κατέγραψε με τον φακό του ακριβώς αυτή την πορεία, ταξιδεύοντας από τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας έως τα βόρεια, προσπαθώντας να αποτυπώσει τις επιπτώσεις της μετανάστευσης κυρίως στην ψυχολογία των παιδιών: τον φόβο, τη λύπη, την αγωνία αλλά και τη χαρά.
«Τα παιδιά κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούν να παραμείνουν τελικά παιδιά;» τον ρωτώ. «Δεν μπορώ να απαντήσω. Εχω τραβήξει μια φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού που γελά κάνοντας κούνια. Αυτό το παιδάκι είχε χάσει και τους δύο γονείς του στη διάρκεια του ταξιδιού. Δεν ξέρω, όταν συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, αν θα μπορεί να χαμογελά».
Το πρώτο σοκ
Πατέρας δύο μικρών κοριτσιών και ο ίδιος, θυμάται ότι μετά την πρώτη του επίσκεψη στη Μυτιλήνη γύρισε άρρωστος. «Τη δεύτερη φορά που πήγα είχα γεμίσει τις τσάντες μου με καραμέλες και γκοφρέτες. Πριν καλά-καλά φτάσω στην παραλία όπου έβγαιναν οι βάρκες, οι προμήθειες που είχα αγοράσει είχαν τελειώσει. Το νησί ήταν γεμάτο προσφυγόπουλα. Το κύριο δράμα ήταν βέβαια τα ασυνόδευτα παιδιά. Υπήρχαν δομημένες ΜΚΟ που έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που έβλεπες ανθρώπους που δεν ήξερες από πού προέρχονταν να σκεπάζουν με κουβέρτες τα βρεγμένα παιδιά και να φεύγουν μαζί τους. “Πού το πας το παιδί ρε;” φώναζες. Δεν ξέρω πόσα παιδιά μπορεί να χάθηκαν έτσι στον δρόμο».
Υπήρξε λοιπόν κάποια στιγμή που δίστασε να κάνει το «κλικ»; «Ναι» απαντά. «Αλλά όχι λόγω σκληρότητας της εικόνας, αλλά αναγκαιότητας να βοηθήσω. Θυμάμαι κάποια στιγμή που μια βάρκα ήταν έτοιμη να τσακιστεί στα βράχια και κατεβήκαμε φωτογράφοι και δημοσιογράφοι, όλοι, να βοηθήσουμε. Κάποιοι άλλοι συνάδελφοι, κυρίως ξένοι με εμπειρία από πολέμους, δεν συμφωνούν βέβαια σε αυτό. Δεν θα κατεβάσουν τη μηχανή αν δεν έχουν το τέλειο καρέ. Ισως θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούν καλύτερα να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω μαζί τους».
Μπορεί λοιπόν μια εικόνα να αλλάξει τον κόσμο; «Παρακολουθούσαμε προχθές με τις κόρες μου και μια φίλη τους ένα ντοκιμαντέρ του φωτογράφου Σάιμον Λίστερ για τη UNICEF. Αρχισαν να κλαίνε. “Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχει τόση αδικία. Οτι αυτή η κοινωνία δεν μπορεί να αλλάξει” μου είπαν. Ελπίζω στα παιδιά. Οχι ότι ο κόσμος θα πάψει ποτέ να είναι άδικος, αλλά τουλάχιστον ας γίνει πιο υποφερτός. Ξέρετε πού νομίζω ότι έγκειται το πρόβλημα με αυτές τις φωτογραφίες; Στο γεγονός ότι δεν θέλουμε να τις κοιτάμε, γιατί δεν θέλουμε να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας. Σαν να μένουμε δίπλα στις γραμμές του τρένου και για να μην μπει ο θόρυβος ζούμε πάντα με κλειστά τα παράθυρα. Ε, κάποια στιγμή θα εισβάλει και θα μας κουφάνει».
«Μήπως όμως τελικά έχουμε πάθει ανοσία, μήπως έχουμε απλά συνηθίσει το τέρας;» τον διακόπτω. «Δεν θα διαφωνήσω. Η καρδιά μας μοιάζει να έχει τσιμεντωθεί. Γιατί γνωρίζουμε καλά πού κοιμούνται οι άστεγοι, οι ναρκομανείς. Και το άλλοθί μας ως κοινωνίας είναι ότι δεν έχουμε χρήματα. Ο φούρναρης στην Κω, που έφυγε αυτές τις ημέρες από τη ζωή και έδινε κάθε μέρα ψωμί στους πρόσφυγες, είχε; Δεν ξέρω λοιπόν αν μας πήραν τα χρήματα ή αν τελικά δεν είχαμε ποτέ. Ξέρω όμως ότι κάποτε δεν θα αφήναμε παιδιά να κοιμούνται στον δρόμο και εμάς να μας ενδιαφέρει μόνο ότι ακρίβυνε το πετρέλαιο. Γιατί αυτό δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά αξιών».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.