Δημιουργική σεζόν για τον Χρήστο Λούλη. Μετά τον «Θείο Βάνια» αλλά και το «Βραχιόλι της φωτιάς» στην ΕΡΤ1, ο καταξιωμένος ηθοποιός επιστρέφει με διπλό χτύπημα. Χθες Σάββατο έκανε πρεμιέρα στην ΕΡΤ1 με τη σειρά «Ορκος ΙΙ» (22.00), αλλά και στο Εθνικό Θέατρο με την παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο». Αραγε υπάρχει χρόνος για εκείνον και την οικογένειά του; «Και ναι και όχι. Πάντως υπάρχει περισσότερος χρόνος από όσο φοβόμουν ότι θα έχω πριν έρθει αυτή η περίοδος».

Τι σας οδήγησε στην υποκριτική;

«Νομίζω πως τότε με γοήτευσαν ο χώρος, τα κείμενα, η διαδικασία του να μπεις στην πρόβα, στο θέατρο, στην κουίντα, μαζεύεται ο κόσμος, βγαίνεις στη σκηνή. Ολα αυτά. Εντάξει, δεν θέλω να πω ότι δεν είχα και μια μικρή ματαιοδοξία να γίνω γνωστός και διάσημος κάποια στιγμή, αλλά δεν κυριαρχούσε αυτό. Με τα τωρινά μυαλά νομίζω ότι με οδήγησε η αίσθηση του ανικανοποίητου. Είχα έναν πατέρα αυτοδημιούργητο με μια επιχείρηση όχι πολύ μεγάλη αλλά αρκετή ώστε να ζήσει άνετα 4-5 οικογένειες. Εγώ πέρασα στα οικονομικά. Αλλά τότε δεν χωρούσα στις επιλογές που απλώνονταν μπροστά μου. Από τύχη ή από ένστικτο άφησα τον εαυτό μου, το μυαλό και το πνεύμα μου να δοκιμάσουν και άλλα πράγματα. Δοκίμασα το θέατρο. Ευτυχώς δηλαδή που μου άρεσε και το ακολούθησα τελικά».

Υπήρχαν στιγμές που μετανιώσετε ή που σκεφτήκατε ότι θέλετε να γυρίσετε στα οικονομικά;

«Οχι, με τίποτα δεν σκέφτηκα τα οικονομικά. Υπήρξαν στιγμές που αναθεώρησα, ενδεχομένως λόγω κούρασης, και σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν είχα ακολουθήσει άλλον επιστημονικό κλάδο. Τα οικονομικά δεν ήταν ποτέ μεγάλη μου αγάπη. Αντιθέτως αγαπούσα τη Φυσική και δη την Αστροφυσική. Επειδή μου αρέσει και διαβάζω εξειδικευμένα άρθρα και σχετική βιβλιογραφία, θα ήθελα να δουλεύω στην Γκρενόμπλ, στο Cern ή στη NASA. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα πώς θα ήταν. Βέβαια δεν τρέφω αυταπάτες. Οποια δουλειά και αν κάνεις, ακόμη και αυτή που αγαπάς σαν τρελός, κάποια στιγμή θα βαρεθείς, θα κουραστείς, θα πεις μήπως να έκανα και τίποτε άλλο. Είναι πολύ φυσιολογικό».

Ποιοι από τους ρόλους σας λάμπουν περισσότερο σαν άλλοι αστερισμοί;

«Σίγουρα λάμπει ο Εντμουντ από τον «Βασιλιά Ληρ», που ήταν ο πρώτος μεγάλος ρόλος μου μόλις βγήκα από τη σχολή. Ο ρόλος μου στο «Καθαροί πια» με τον Λευτέρη Βογιατζή ήταν μια συγκλονιστική ερμηνεία ζωής που με συντροφεύει ακόμη. Ο «Ιωνας» του Ευριπίδη που έκανα με τη Λυδία Κονιόρδου ήταν ο πρώτος μεγάλος ρόλος στην Επίδαυρο, θα έλεγα ότι από τότε άλλαξε η ζωή μου. Ο «Αμλετ» με τον Γιάννη Χουβαρδά, ο «Βάνιας» εφέτος με τον Δημήτρη Καραντζά. Η συμμετοχή μου στους «Ορνιθες» του Νίκου Καραθάνου. Τηλεοπτικά θα πω την πρώτη μου δουλειά και την πρώτη μου συνεργασία με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στο σίριαλ «Η ζωή μας μια βόλτα», κατόπιν το «Κλείσε τα μάτια» και βέβαια δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον «Σιωπηλό δρόμο», στους «42οC» και στο «Βραχιόλι της φωτιάς»».

Αλήθεια, τι σας έμαθε ο Ιωσήφ Κοέν;

«Μου έμαθε ότι αναγκαζόμαστε να ζήσουμε με τα βάρη του παρελθόντος αναρωτώμενοι κάθε φορά αν φταίμε και εμείς καθόλου για αυτά που περάσαμε. Επ’ ουδενί δεν εννοώ ότι έχω περάσει τα ίδια με τον Ιωσήφ Κοέν ή με κάποιον άλλο επιζώντα του Ολοκαυτώματος. Αλλά, ξέρετε, το ωραίο της τέχνης είναι ότι παίρνει μια πολύ ακραία ιστορία για να μιλήσει για τον καθημερινό άνθρωπο. Μου έμαθε λοιπόν ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία παρ’ όλους τους εφιάλτες και τα βάρη και ότι ο στόχος μας πρέπει να είναι να αλαφρώσουμε χωρίς να ξεχάσουμε».

Tώρα πρωταγωνιστείτε στον «Ορκο ΙΙ». Τι σας παρακίνησε και αποδεχθήκατε την πρόταση αυτή;

«Με παρακίνησε το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ήταν ο Χρήστος Γεωργίου με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί παλιά και τον εκτιμώ για τη δουλειά του, όπως εκτιμώ και την Τίνα Καμπίτση. Μιλώντας μαζί της μου άρεσε πολύ η βάση της ιστορίας, αλλά και πώς είχε σκεφτεί την εξέλιξη. Εννοείται πως δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα γίνει στα επεισόδια που διαβάζω τώρα και που μας οδηγούν προς το τέλος. Οπως δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα μπορούσα να δω ή πόσω μάλλον να πάρω μέρος σε μια τέτοια σειρά στην Ελλάδα».

Ποιος είναι ο Φίλιππος Ραζής;

«Ο Φίλιππος Ραζής δεν θα έλεγα πως είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Είναι ένας ιατρός ο οποίος έχει σκοπό της ζωής του να βοηθάει τους ανθρώπους και δη τους αδύναμους. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να κάνει τα στραβά μάτια όταν βλέπει να γίνονται γύρω του διάφορα περίεργα πράγματα. Είναι ένας άνθρωπος ερωτευμένος, παντρεμένος και έχει έναν στενό φιλικό κύκλο. Δουλεύει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο με τα στραβά του και τα καλά του και κάποια στιγμή τού «σκάει» στην αγκαλιά του ένα γεγονός που δεν μπορεί να κάνει πως δεν το είδε. Μπλέκεται λοιπόν σε μια ιστορία που του κοστίζει τα πάντα».

Ο ρόλος σας στην παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» ποιος είναι;

«Το «Μια νύχτα στην Επίδαυρο» είναι μια περίεργη κατάσταση που έχει οραματιστεί ο Νίκος Καραθάνος και έχει να κάνει με το τι συμβαίνει στους ηθοποιούς και στις παραστάσεις όταν αυτές τελειώνουν και μάλιστα στην Επίδαυρο, όπου τα πράγματα εκεί είναι πιο μεγάλα, όπως και οι αντιδράσεις και ο ενθουσιασμός. Επειδή το κείμενο είναι γραμμένο από τη Λένα Κιτσοπούλου, καταλαβαίνετε ότι το πράγμα φλερτάρει μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού. Οπότε σε αυτή την παράσταση κάπως κάνουμε όλοι τον εαυτό μας, κάπως δηλαδή σαρκάζουμε τον εαυτό μας ή έναν σύγχρονο ηθοποιό. Για την ακρίβεια, σαρκάζουμε τη δηθενιά των ανθρώπων οι οποίοι νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου, ενώ στην ουσία κανείς δεν ασχολείται μαζί τους. Ολο αυτό βέβαια έχει πολύ τραγικές προεκτάσεις. Με την έννοια ότι υπάρχει πολλή απελπισία στο να θέλεις να αρέσεις στο κοινό και στους συναδέλφους σου. Υπάρχει μεγάλη απελπισία σε αυτό το «ήμουνα καλός» που ακούγεται στα παρασκήνια».

Τι συμβολίζει για εσάς η Επίδαυρος;

«Θα έλεγα ότι είναι το σύμβολο μιας πολύ ωραίας κληρονομιάς που δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Σαν αυτό που έλεγε ο Σεφέρης «Ξύπνησα με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια και μου βαραίνει τους ώμους και δεν μπορώ να περπατήσω». Είναι μια κληρονομιά τεράστια. Oπως το φυσικό μνημείο της Επιδαύρου, υπάρχουν και τα πνευματικά μνημεία, τα έργα. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή που γράφονταν αυτά τα έργα οι παραστάσεις ανέβαιναν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όμως άλλαζε το έργο κάθε φορά, άλλαζε η υπόθεση, άλλαζε το νόημα. Τώρα παίζουμε τα ίδια και τα ίδια έργα δεκαετίες τώρα και η αγωνία μας είναι να κάνουμε κάτι παραστασιακά που δεν έχει ξανακάνει κανείς και κάνουν μια τρύπα στο νερό, ως επί το πλείστον για να μην είμαι αφοριστικός. Δεν είμαστε πολύ καλοί στο να αντεπεξέλθουμε στα κείμενα και στο μνημείο αυτό».