«Κάνω θέατρο επιθυμώντας να εμπνεύσω έστω κι έναν άνθρωπο να επαναστατήσει. Να σκεφτεί τον εαυτό του ως έφηβο, να σκεφτεί τους φίλους του, τους έρωτές του, τους γονείς του και τους παππούδες του, τους ωραίους αγνώστους που σημάδεψαν τη ζωή του.
Να σκεφτεί αυτό που συναποτελούμε όλοι, τον Κόσμο, και με αυτή τη σκέψη να σταθεί με γενναιότητα απέναντι σε κάθε έννοια εξουσίας, δύναμης και δόξας, να επιδιώξει να δει την ελευθερία και την ομορφιά, την ολότητα που αποτελεί η κοινή μας αγάπη, ως συνοδοιπόρων στην πορεία μεταξύ της ανυπαρξίας πριν από τη γέννα και της ανυπαρξίας μετά τον θάνατο».
Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Διαμαντής μιλάει με πάθος για τα πράγματα. Αυτή τη φορά όχι μόνο σκηνοθετεί τον «Ερρίκο Ε’» του Σαίξπηρ στο θέατρο Σημείο, αλλά με περισσή γενναιότητα έσκυψε πάνω από αυτό το κείμενο του 1599 μεταφράζοντάς το. Παιδί του θεάτρου ο ίδιος – γιος του σκηνοθέτη Νίκου Διαμαντή και της ηθοποιού Ιωάννας Μακρή – αλλά και εραστής της λογοτεχνίας (η πρώτη του νουβέλα
«Ας φύγουμε λοιπόν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη), με την ορμή της νιότης (μόλις έχει περάσει το κατώφλι των 30) δεν φοβάται με ώριμη ματιά να αναμετρηθεί με τα μεγάλα κείμενα της παντοτινής γνώσης.
Τι σας έκανε να στρέψετε το βλέμμα σας στον «Ερρίκο Ε’», αυτό το έργο του Σαίξπηρ που η τελευταία φορά που ανέβηκε στην Ελλάδα ήταν το 1941 από τον Δημήτρη Ροντήρη, λίγο πριν από την εισβολή των Γερμανών;
«Η Ευρώπη επανέρχεται σε μια πολεμική εποχή. Είναι, λοιπόν, η ώρα ο “Ερρίκος Ε'” – το πιο πολεμικό έργο του Σαίξπηρ – να επανέλθει στη σκηνή. “Είναι τώρα η ώρα του θριάμβου της πολεμικής βιομηχανίας”, για να δανειστώ μια φράση από το κείμενο. Είναι η ώρα να σκεφτούμε τον πόλεμο, όχι όπως μέχρι πρότινος, ως μακρινή επικαιρότητα, αλλά ως μέρος πλέον της καθημερινότητάς μας. Οταν χρειαστεί να πολεμήσουμε, θα πολεμήσουμε – και τότε θα πρέπει να δείξουμε δύναμη».
Γιατί πιστεύετε ότι το έργο αυτό έχει «παραγκωνιστεί» από τους έλληνες σκηνοθέτες;
«Πρόκειται για ένα εξαιρετικά απαιτητικό έργο, πολυπρόσωπο και δυσμετάφραστο, γραμμένο για έναν θίασο συνόλου κι όχι για έναν-δυο πρωταγωνιστές, όπως ο “Αμλετ, φέρ’ ειπείν, ή ο “Βασιλιάς Ληρ”, τα πιο δημοφιλή στην Ελλάδα σαιξπηρικά έργα. Προσωπικά, ήταν ακριβώς αυτοί οι λόγοι που με έκαναν να αναμετρηθώ μαζί του – καταλαβαίνω όμως καλά ότι πολλούς άλλους μπορεί να τους απέτρεψαν».
Υπογράφετε και τη μετάφραση του έργου, η οποία θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κάπα…
«Τον Μάρτιο του 2020, παραμονές της καραντίνας, σκηνοθέτησα τον “Θαυμαστό καινούργιο κόσμο” του Αλντους Χάξλεϊ. Είχα μεταφράσει τότε ο ίδιος τους πολλούς σαιξπηρικούς στίχους που περιλαμβάνει ο Χάξλεϊ σε αυτή την αριστουργηματική δυστοπία. Τα σχετικά σχόλια δεν υπήρξαν εντελώς αρνητικά, επομένως σκέφτηκα πως θα μπορούσα να ασχοληθώ κάποτε σοβαρότερα με αυτή τη δουλειά. Καθώς ο “Ερρίκος Ε'” έχει να μεταφραστεί είκοσι χρόνια, μου φάνηκε κατάλληλη η συγκυρία. Μετέφρασα ως σκηνοθέτης, πρωτίστως για τη σκηνή, πράγμα που νομίζω ότι είναι ένας δόκιμος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τον Σαίξπηρ, ο οποίος έγραφε ακριβώς με αυτό το κριτήριο».
«Μπολιάζετε» τον λόγο του Σαίξπηρ και με άλλα κείμενα;
«Ναι. Αυτό ξεκίνησε με τον “Γλάρο” που σκηνοθέτησα πρόπερσι. Εκεί είχα εντάξει το “Διάλειμμα χαράς” του Σεφέρη, την “Πρώτη ελεγεία του Ντουίνο” του Ρίλκε και ένα χωρίο από το “Κατά Ιωάννη” – εκεί όπου αναφέρεται ότι μπορεί, πεθαίνοντας κανείς, να αφήσει πίσω του μεγάλο έργο. Τώρα, στον “Ερρίκο”, εντάσσω δύο κείμενα, τον λεγόμενο “Υμνο της αγάπης”, από την Α’ επιστολή προς Κορινθίους, και την πρώτη στροφή της “Ημέρας της Λαμπρής” του Σολωμού. Πάντα επιχειρώ μια αντίστιξη. Κλείνω το πολεμικό αυτό έργο του Σαίξπηρ με τον ειρηνικό στίχο του Σολωμού: “Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα”. Τι άλλο να πει κανείς κατά του πολέμου;».
Στη δική σας παράσταση επιλέγετε τέσσερις σύγχρονους χαρακτήρες – Θεατρίνα, Πολέμαρχο, Ανταποκρίτρια, Λιποτάκτη – οι οποίοι αναπαριστούν τον «Ερρίκο Ε’» ενώ έξω μαίνεται ένας πόλεμος. Τι σημαίνει για εσάς αυτό το «θέατρο μέσα στο θέατρο»;
«Ο Σαίξπηρ στο “Oπως σας αρέσει”, γράφει: “Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή/Και μοναχά ηθοποιοί άντρες-γυναίκες, όλοι”. Ενίοτε η ζωή μας μοιάζει σαν μια μοναχική παράσταση που βιώνουμε ως θίασος και ως θεατές, ταυτόχρονα. Αναρωτιέμαι ποιες είναι οι στιγμές που παύουμε να είμαστε ρόλοι και ξαναγινόμαστε απλά ηθοποιοί, που ξεβάφονται στο καμαρίνι τους, μπροστά από έναν καθρέφτη, μόνοι τους, δίχως τίποτα».
Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα γράφετε ότι η ανθρωπότητα «ακονίζει ξανά τα δόντια της». Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος που ζει μακριά από τις εμπόλεμες ζώνες έχει επίγνωση του τι σημαίνει πόλεμος ή ότι τον καταναλώνει πλέον ως εικόνα, ως θέαμα;
«Πιστεύω στους συνανθρώπους μου. Διάφορες μετρήσεις καταγράφουν την άνοδο της Ακροδεξιάς και την επιστροφή στις συντηρητικές αξίες, παλεύοντας, θα έλεγε κανείς, να μας πείσουν ότι κάθε αγώνας είναι μάταιος. Κι όμως όχι. Οι μικρές και μεγάλες στάσεις γενναίας ανυπακοής που παίρνουμε – το χιούμορ, η αλληλεγγύη και η αγάπη – με πείθουν ότι υπάρχει στην κοινωνία μας επίγνωση τόσο του τι σημαίνει πόλεμος όσο και του τρόπου να τον καταπολεμήσουμε. Είμαι αισιόδοξος – ζούμε σε μια εποχή που κάτω από την άσφαλτο βράζει η παραλία».
Λέτε ότι ο «Ερρίκος Ε’» αφηγείται «κάθε πόλεμο, όπως ο “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” αφηγείται κάθε έρωτα». Ποιο είναι το καθολικό στοιχείο που επιτρέπει στο έργο να ξεπερνά την ιστορική του περίσταση;
«Ο γλυκός και σκληρός τρόπος που τραγουδάει τον πόλεμο. Είναι η σαιξπηρική Ιλιάδα».
Γιατί πιστεύετε ότι έγραψε αυτό το έργο ο Σαίξπηρ;
«Βαθύτατα πιστεύω ότι ο Σαίξπηρ είχε επίγνωση ότι ο θάνατος είναι μαυρίλα και γράφοντας τον “Ερρίκο Ε'” είχε την ειρωνική επιθυμία να μας υπενθυμίσει μια αντίφαση: ότι αφενός η μαυρίλα είναι δυσάρεστη κι ότι αφετέρου οφείλει κανείς να παλεύει για τη ζωή του, ακόμα κι αν το τίμημα είναι, πράγματι, η μαυρίλα. Αν αυτή υπήρξε όντως η προσδοκία του, ελπίζω να την τίμησα».
Εχετε καταπιαστεί με έργα όπως ο «Βέρθερος» του Γκαίτε, ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου, ο «Κοριολανός» του Σαίξπηρ. Σας ασκούν γοητεία τα κλασικά κείμενα;
«Ολα αυτά τα κείμενα μιλάνε για τη γενναιότητα, για την επιθυμία να μην έχει ήδη καταλήξει κανείς νεκρός ήδη πριν από τον θάνατό του. Μου αρέσει η ιδέα της ανυπακοής, μου αρέσει η στιγμή της Επανάστασης. Αν το σκεφτείτε, αυτοί οι ήρωες επαναστατούν, πολεμούν, νικούν και, νικώντας, χάνονται».
Αλήθεια, τι σας οδήγησε στη σκηνοθεσία;
«Γεννήθηκα μέσα στο θέατρο και ο έρωτας που με γέννησε επίσης στο θέατρο γεννήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, μεγαλώνοντας, ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα ήθελα να ασχοληθώ με αυτό. Το πράγμα προέκυψε όταν, ως φοιτητής, απομακρυνόμενος από το θέατρο, έπιασα τον εαυτό μου να το αποζητά. Δεν είμαι κληρονόμος – είμαι ένας νοσταλγός των υπέροχων, φτωχικών θιάσων ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσα. Κάποια στιγμή θα το εγκαταλείψω το θέατρο – όταν θα καταλάβω πως δεν θα έχω πια τίποτα να του προσφέρω. Ως τότε, παραμένω εδώ, εδώ όπου πάντα ήμουν».
Αγορά εισιτηρίων για την παράσταση «Ερρίκος Ε’» από το inTickets.
INFO: «Ερρίκος Ε’». Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα – πίσω από το Πάντειο).
