Οταν κάποτε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ρωτήθηκε ποια είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, η απάντησή του ήταν «να γίνω αθάνατος και μετά να… πεθάνω». Και κατά κάποιον τρόπο, αυτό ακριβώς έκανε.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 στα 92 του, ο Ζ.-Λ. Γκοντάρ πέθανε στη γενέτειρά του, το Παρίσι, μένοντας όμως στην αθανασία χάρη στο μοναδικό (και μοναδικά απίστευτο) έργο του. Ενα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά αυτού του έργου που μαζί με τις μικρού μήκους ταινίες, τα ντοκιμαντέρ και τις δουλειές στην τηλεόραση αγγίζει τους 131 τίτλους, είναι ότι ο κινηματογράφος του Γκοντάρ δεν έγινε ποτέ απλώς για να γίνει.

Σε μια πρώτη θέαση, οι περισσότερες από τις πιο πρόσφατες ταινίες του (γυρισμένες στην τελευταία εικοσαετία) είναι προκλητικά ακατάληπτες, γεμάτες παραδοξολογίες και λογοπαίγνια. Ομως αυτή η «επιθετικότητα» του σκηνοθέτη δεν είναι παρά ένα επικοινωνιακό παιχνίδι που σκοπό έχει να ωθήσει τον θεατή για μια ενεργή συμμετοχή στην ανάγνωση και αντιμετώπισή τους ως φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια.

Οκτώ ταινίες από το σύνολο του έργου του Γκοντάρ, οι «Μια ξεχωριστή συμμορία» (1964), «Η Κινέζα» (1967), «Ολα πάνε καλά» (1972), «Πάθος» (1982), «Χαίρε Μαρία» (1985), «Γουικέντ» (1967), «Μια γυναίκα παντρεμένη» (1964) και «Ιστορία(-ες) του κινηματογράφου» (2001) απαρτίζουν την επιλογή της κινηματογραφικής εταιρείας New Star για επαναπροβολή τους στις αίθουσες, μια κίνηση φόρος τιμής προς τον σπουδαίο ελβετό δημιουργό.

«Απελευθέρωση και απογείωση»

Ενα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο σχετικό με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και στη χώρα μας, είναι ότι σε λίγο καιρό πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα ακόμη βιβλίο για τον σκηνοθέτη. Τίτλος του «Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο καταλύτης του κινηματογράφου», συγγραφέας η Μαρία Μινέτου και εκδοτικός οίκος η NEW STAR.

Το νέο βιβλίο για τον ρόλο του Γκοντάρ στον κινηματογράφο, διά χειρός Μαρίας Μινέτου.

Σύμφωνα με τη συγγραφέα που επίσης διδάσκει κινηματογράφο, το βιβλίο δεν φιλοδοξεί να καλύψει όλες τις παραμέτρους ενός πολυδιάστατου και ακραία αντιφατικού έργου. «Είναι απλώς μια προσπάθεια προσέγγισης, αρχικά του νέου που φέρνει ο Γκοντάρ, με παραδείγματα από όλες τις ταινίες της πρώιμης περιόδου 1959-1967 και την ανάλυση όλων των ταινιών μέχρι τις μέρες μας» είπε. Η Μινέτου ανακάλυψε τον Γκοντάρ στα 19 της παρακολουθώντας στην Ταινιοθήκη του Βερολίνου το «Με κομμένη την ανάσα», την ταινία που την έκανε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. «Μέχρι τότε πολλοί σκηνοθέτες και πολλές ταινίες μού είχαν κάνει εντύπωση, όμως καμία δεν μου έδωσε αυτή την απελευθέρωση και την απογείωση που μου έδωσε το «Με κομμένη την ανάσα». Εκτοτε και μέχρι σήμερα κάθε θέαση ταινίας του Γκοντάρ μου προκαλεί αυτή τη χαρά και την απογείωση, όσες φορές και αν τη δω».

Ταινίες πολλαπλών αναγνώσεων

Ρωτήσαμε τη Μαρία Μινέτου για το πόσο απαραίτητο – αλλά και γιατί – είναι για τον νέο κόσμο που ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο να έχει υπόψη του τις ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. «Το βιβλίο απευθύνεται, όπως είναι φυσικό, περισσότερο στους νεότερους που θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο παρά στις προηγούμενες γενιές, στους οποίους το έργο του Γκοντάρ είναι λίγο ή πολύ γνωστό» είπε. «Λόγω της μακράς θητείας μου στον χώρο της διδασκαλίας του κινηματογράφου, βλέπω τον ενθουσιασμό των νέων ανθρώπων για την τεχνική. Ομως μια τεχνική κενή περιεχομένου παράγει τερατουργήματα. Πρέπει λοιπόν να μάθουν ότι κάθε τεχνική χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι και όχι μόνο για να εντυπωσιάσει τον θεατή. Μένουν μόνον οι ταινίες που ανήκουν στην πρώτη περίπτωση. Ο δεύτερος και σπουδαιότερος λόγος είναι ότι ως νέοι έχουν να αρθρώσουν και έναν καινούργιο κινηματογραφικό λόγο. Το έργο του Γκοντάρ, όπως αναγνωρίζουν τόσο οι θαυμαστές όσο και οι πολέμιοι, έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία του κινηματογράφου».

Εξάλλου, για τη Μινέτου, κάθε ταινία του Γκοντάρ, όπως και κάθε αξιόλογη ταινία, προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρει την ταινία «Ζούσε τη ζωή της», όπου «σε πρώτη ανάγνωση βλέπουμε το θέμα της εκπόρνευσης, αλλά σε μια δεύτερη ανάγνωση ανακαλύπτουμε το θέμα της γλώσσας γενικά και ειδικά τη χρήση του λόγου στον κινηματογράφο». Ενα άλλο παράδειγμα είναι η ταινία «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτή», όπου «ενώ το ίδιο θέμα, της εκπόρνευσης, βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο, σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο εξετάζει την αμφίδρομη σχέση του ορώντος αντικειμένου με το ορώμενο υποκείμενο».

Οι προβληματισμοί των καιρών μας

Στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, η συγγραφέας του αναφέρει ότι «το ύστερο έργο του Γκοντάρ καλύπτει με τον πιο εύστοχο και ευρηματικό τρόπο τους προβληματισμούς του καιρού μας και παραμένει το ίδιο ρηξικέλευθο στο επίπεδο της φόρμας». Με αυτή την αφορμή τής ζητήσαμε να συμπληρώσει μια φράση για κάποιες ταινίες του της δικής της επιλογής, οι οποίες επιβεβαιώνουν αυτό που λέει για τους προβληματισμούς του καιρού μας.

Η κ. Μαρία Μινέτου.

«Καίρια προβλήματα των καιρών μας που αναφέρονται στο ύστερο έργο του είναι το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος των ιδεολογιών (Γερμανία εννιά μηδέν), η κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Filmsocialism), το θέμα του πολέμου και πώς αυτό φτάνει σε εμάς μέσω των ΜΜΕ, (Μότσαρτ για πάντα) όπως και το άλυτο ζήτημα της Παλαιστίνης (Η δική μας μουσική)» απάντησε η κυρία Μινέτου.

Ομως για εκείνη είναι το πάντα επίκαιρο θέμα της εικόνας, που έχει σημασία στο έργο του Γκοντάρ, στο πώς αυτή μεταφέρεται στον δέκτη μέσα από τα διάφορα κανάλια (του σινεμά, της τηλεόρασης, του Διαδικτύου), θέμα όμως που διατρέχει το σύνολο του έργου του (όχι μόνο του ύστερου) και εμπλουτίζεται με τα καινούργια δεδομένα κάθε εποχής.

Τέλος, για τη Μαρία Μινέτου αποτελεί πολύ ενδιαφέρον στοιχείο ότι πέρα από τα πολιτικά θέματα, στο ύστερο έργο του Γκοντάρ θίγονται και ζητήματα όπως η απουσία – παρουσία του Θεού, το θέμα του χρόνου («Αλίμονό μου») αλλά και το ζήτημα της γλώσσας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας («Αποχαιρετισμός στη γλώσσα»).

Προγραμματισμός προβολών: «Μια ξεχωριστή συμμορία» (3/8), «Ολα πάνε καλά» (24/8), «Γουικέντ» (31/8), «Η Κινέζα» (14/9), «Χαίρε Μαρία» (21/9).