«Η προώθηση ενός ρεπερτορίου εν πολλοίς αγνώστου στη σημερινή Ελλάδα» είναι η κεντρική ιδέα του «Ostium Ημέρες Μεσαιωνικής Μουσικής» σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ, τον φλαουτίστα Δημήτρη Κούντουρα: «Γιατί η μεσαιωνική μουσική είναι ακόμα πιο άγνωστη από το μπαρόκ. Είναι όμως εξίσου ενδιαφέρουσα, και αυτό επιβεβαιώνεται και από την αυξημένη τα τελευταία χρόνια προσέλευση του κοινού στις συναυλίες που δίνουμε με το Ex Silentio».

Το δραστήριο Ex Silentio είναι το συγκρότημα που θα ανοίξει τις εκδηλώσεις την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου ερμηνεύοντας στην Αίθουσα «Αρης Γαρουφαλής» του Ωδείου Αθηνών έργα των των Γκιγιόμ Ντιφέ και Μανουήλ Χρυσάφη. Θα ακολουθήσει, το Σάββατο 25 Νοεμβρίου, στο Μουσείο Αλεξ Μυλωνά (πλατεία Ασωμάτων 5) συναυλία του λycabettus ensemble με θέμα «D’ amor o de tristor, τραγουδώ και σέρνω λύπη – τροβαδούροι, τρουβέροι και μονοφωνικές παραδόσεις της Μεσογείου».

Tο φεστιβάλ θα ολοκληρωθεί τη Δευτέρα 27 Νοεμβρίου με την εκδήλωση «Ars Musica: Η μουσική του Μεσαίωνα μέσα από τις πηγές της Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη» που θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για παρουσίαση-συναυλία με «ζωντανά» παραδείγματα και παρουσίαση οργάνων. Θα συμμετέχει το Σύνολο του Κέντρου Παλαιάς Μουσικής του Ωδείου Αθηνών.

Τι είναι όμως, κύριε Κούντουρα, εκείνο που κάνει τη μεσαιωνική μουσική τόσο ενδιαφέρουσα ώστε να καλούμε το σύγχρονο κοινό να τη γνωρίσει; 

«Είναι ωραία, πολύ ωραία μουσική, αυτό είναι ένα σημαντικό και θελκτικό χαρακτηριστικό της. Την ίδια στιγμή έχει αξιοσημείωτες προεκτάσεις στην παραδοσιακή μουσική και όχι μόνο, διατρέχει την ιστορία και επηρεάζει τα άλλα είδη. Ετσι, η πρώτη συναυλία μας είναι αφιερωμένη στις σχέσεις Βυζαντίου και Δύσης, ενώ στη συνέχεια από την πολυφωνία του 15ου αιώνα περνάμε στις πιο μελωδικές – μονοφωνικές φόρμες, στις παραδόσεις της Γαλλίας και της Μεσογείου. Και έπειτα, στην τρίτη συναυλία – εισήγηση παίζουμε μουσικά παραδείγματα από παλιές σημαντικές συλλογές για να δει ο κόσμος πώς ακούγεται αυτή η μουσική, με τι μοιάζει ο ήχος που έχει καταγραφεί στο χαρτί. Και για να κατανοήσει πόσο νέος μπορεί να ακούγεται».

Εσάς προσωπικά τι σας γοητεύει στη μεσαιωνική μουσική;

«Αυτό που μόλις σας είπα, το να προσπαθείς να προσεγγίσεις, να καταλάβεις και να αναπαραγάγεις, να ερμηνεύσεις πώς ακουγόταν ο ήχος της! Η εποχή που γεννούσε αυτόν τον ήχο ήταν η εποχή που παγιωνονταν κάποια πράγματα στη δυτική μουσική αλλά και που παρατηρούνταν σημαντικά στοιχεία νεωτερισμού. Αναφέρομαι π.χ. στη avant garde του Μεσαίωνα, τον 14ο και τον 15ο αιώνα, όπου με κάποιον τρόπο η κοσμική μουσική είναι παρούσα με νεωτερισμούς συνθετικούς, αντιστικτικούς, οι οποίοι έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Ειδικά στο ιταλικό και στο γαλλικό ρεπερτόριο».

Πόσο εύκολο είναι να προσεγγίσει σήμερα ένας καλλιτέχνης μια τόσο παλιά μουσική; Πόση αυθαιρεσία ενέχει μια τέτοια προσέγγιση; 

«Φυσικά υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για να την προσεγγίσεις. Πρέπει να έχεις διαβάσει για τη μουσική γλώσσα της εποχής, να έχεις μια αίσθηση του κόσμου που τη γέννησε. Από εκεί και πέρα χρειάζεται τόλμη για να επιχειρήσεις να αποκαταστήσεις αυτή τη μουσική από τη στιγμή που είναι τόσο μακρινή. Ιδού λοιπόν η μεγαλύτερη δυσκολία του εγχειρήματος. Ενα στοιχείο που προσωπικά με ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι το γεγονός ότι κάθε μουσική, ακόμα και αν έχει γραφτεί ας πούμε το πολύ μακρινό 14…τόσο, αναβιώνει τώρα, από τους σημερινούς μουσικούς, για το σημερινό κοινό. Αν καταφέρει να μιλήσει σε αυτό το κοινό αποκτά μια επικαιρότητα, επιβεβαιώνει πως υπάρχει ακόμα λόγος να ακούγεται».

Δεν υπάρχει όμως πάντα και ο κίνδυνος μιας στείρας μουσειακής προσέγγισης;

«Θα μπορούσαμε να το πούμε και αυτό. Ομως δεν έχουμε καμία πρόθεση να κάνουμε κάτι μουσειακό – και εδώ που τα λέμε δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι μουσειακό αφού στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς ακουγόταν η μουσική που παιζόταν τότε. Επιπλέον μια μουσειακή προσέγγιση δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει, εμάς τους καλλιτέχνες που θέλουμε να πούμε κάτι ειλικρινές, κάτι πιθανώς καινούργιο, να βάλουμε τη σφραγίδα μας στο έργο που ερμηνεύουμε. Η αμεσότητα με την οποία οι μουσικοί του σήμερα αναβιώνουμε αυτά τα έργα θα θέλαμε να περάσει και στο κοινό. Και το κοινό να ακούσει κάτι που το αφορά ακόμα. Η δυναμική της καλής μουσικής είναι διαχρονική. Ετσι, η μουσική που γράφτηκε τον 14ο αιώνα από έναν ιδιοφυή συνθέτη και η μουσική που γράφτηκε σήμερα από έναν πολύ καλό συνθέτη μπορούν εξίσου να ενδιαφέρουν, να ικανοποιούν και να συγκινούν τον σύγχρονο ακροατή όταν ερμηνεύονται καλά».

Ομως συχνά οι πολύ παλιές μουσικές χαρακτηρίζονται αντιδημοφιλείς, υπόθεση των λίγων… 

«Εγώ πάλι θα έλεγα πως τέτοιου είδους μουσικές μπορεί να κάνουν την έκπληξη και να ακουστούν ακόμα και σύγχρονες από τους πολλούς. Οχι μόνο γιατί έχουν διαχρονικό χαρακτήρα αλλά και επειδή είναι κάτι που δεν έχουμε την ευκαιρία να το απολαύσουμε συχνά, κάτι με έναν τρόπο καινούργιο για εμάς. Ενα κομμάτι βυζαντινής μουσικής δεν λειτουργεί όπως ένα γνωστό έργο συμφωνικής μουσικής ή όπως μια όπερα που επανέρχονται συχνά στο ρεπερτόριο, μπορεί να είναι κάτι εντελώς νέο για το κοινό. Το ίδιο και για εμάς τους μουσικούς που διαρκώς ερευνούμε και αναζητούμε νέες προκλήσεις. Η βυζαντινή μουσική είναι φτιαγμένη σε μέτρα πιο ανθρώπινα, δεν έχει αυτό το τεράστιο, το υπερμέγεθες της συμφωνικής ορχήστρας με τα δεκάδες όργανα. Επιπλέον τα όργανα που την ερμηνεύουν έχουν ήχο πολύ πιο μαλακό και πολύ πιο γήινο, κάτι που μπορεί να θυμίσει στον μέσο ακροατή τα παραδοσιακά όργανα. Γι’ αυτό σας λέω πως η εμπειρία εκτός από ενδιαφέρουσα μπορεί να είναι αποκαλυπτική. Μια επιβεβαίωση του ότι αυτή η τόσο μακρινή μουσική δεν είναι τελικά και τόσο μακρινή όσο πιστεύαμε μέχρι σήμερα».

INFO:

Στο τριήμερο φεστιβάλ συμμετέχουν οι μουσικοί: Θεοδώρα Μπάκα, Ειρήνη Μπιλίνη-Μωραΐτη (τραγούδι), Δημήτρης Κούντουρας (μεσαιωνικά φλάουτα και διεύθυνση του συνόλου Ex Silentio), Ηλέκτρα Μηλιάδου και Αθανασία Τέλιου (βιέλα), Νίκος Ζιάζιαρης (τενόρος), Αντώνιος Αετόπουλος (ψάλτης), Ειρήνη Μπιλίνη Μωραΐτη (φωνή, μεσαιωνική βιέλα, ταμπουράς και κρουστά), Αθανασία Τελιού (μεσαιωνική βιέλα) και το Σύνολο του Κέντρου Παλαιάς Μουσικής του Ωδείου Αθηνών.