Τις προάλλες, σε ένα καφέ, φτάσαμε να συζητούμε με τον Δημήτρη Καραντζά για τις εντυπώσεις. Και συμφωνήσαμε ότι, για διαφορετικούς λόγους, όλοι κάποια στιγμή πέφτουν θύματά τους, και όσοι δημιουργούν μια παράσταση και όσοι την παρακολουθούν. Πλην όμως, ιδίως στον χώρο του θεάτρου, το κρίσιμο είναι, αφενός, να μη μένει κανείς στις εντυπώσεις και, αφετέρου, να τις ξεπερνά.

«Η ουσία ενός κειμένου, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν είναι σίγουρα κάτι μονοσήμαντο και κλειστό. Την ουσία ενός κειμένου δεν την κατέχει κανείς, ούτε εγώ που το σκηνοθετώ, ούτε όμως εκείνος που ισχυρίζεται ότι την «πρόδωσα», επειδή «άλλαξα» το έργο ή τους χαρακτήρες. Για μένα, κάθε σκηνοθέτης οφείλει να διαθέτει μια προσωπική γραφή και μια καθαρή πρόταση, ακόμη κι αν αυτή είναι απόλυτη για κάποιους, αλλιώς δεν έχει νόημα. Δεν έχω την απαίτηση, ούτε προσδοκώ την ομόθυμη αποδοχή. Δέχομαι να ακούσω με επιχειρήματα, εμπεριστατωμένα, τι λειτούργησε και τι όχι σε κάτι που έκανα, αντιδρώ ωστόσο στις ευκολίες, στις επιπολαιότητες, στις ξεκάρφωτες γνώμες, στις εντυπώσεις που μοιάζουν με κοσμικό κουτσομπολιό» είπε προς «Το Βήμα» ο γνωστός σκηνοθέτης και δραματουργός.

Η συζήτηση, για να εξηγούμαστε, αφορούσε τις πρόσφατες παραστάσεις των «Περσών» στην Επίδαυρο και του «Θείου Βάνια» στο Θέατρο Προσκήνιο. Μήπως ο Καραντζάς ακτινογράφησε τη συντριβή στον Αισχύλο και τη ματαίωση στον Τσέχοφ με περισσότερη ένταση ή οργή απ’ όσο ενδεχομένως χρειαζόταν;

Οι «Πέρσες» και ο «Θείος Βάνιας»

«Καταλαβαίνω, νομίζω, αυτές τις προσεγγίσεις, χωρίς απαραιτήτως να τις συμμερίζομαι. Από την άλλη, δεν καταλαβαίνω πώς θα ήταν δυνατόν να στήσω μια παράσταση σήμερα, το τονίζω αυτό, χωρίς να έχει πυροδοτηθεί μέσα μου κάτι από τη σύγκλιση μιας ατομικής και μιας συλλογικής αγωνίας. Στους «Πέρσες» είδα, μεταξύ άλλων, έναν πιστό λαό που χάνει την πίστη του. Θέαμα οριακό, συγκινητικό. Πώς πορεύεται ύστερα αυτός ο λαός; Είναι άραγε τα πάντα ήρεμα και ομαλά στο πλαίσιο μιας τέτοιας συντριβής; Διανύουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς, μια περίοδο πικρών διαψεύσεων και βαθύτατων απογοητεύσεων. Η κυνική απανθρωπιά και η αναλγησία, η έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας, ως κυρίαρχες δυνάμεις στο πολιτικό πεδίο, εμένα με διαλύουν, με φρικάρουν. Πάντως οι «Πέρσες» συγκαταλέγονται στις πιο αγαπημένες μου δουλειές, έγιναν όλα έτσι όπως τα οραματίστηκα και, προφανώς, βρήκαν υποστηρικτές και επικριτές, γεγονός αναμενόμενο. Ο «Θείος Βάνιας» πάλι, ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Η ματαίωση του ήρωα, ως σύμπτωμα, μεταδίδεται στους υπόλοιπους ήρωες. Πώς αντιδράς όταν νιώθεις ότι η ζωή σου χάνεται, ότι τελειώνει; Αρπάζεσαι από αυτήν, την ίδια ακριβώς στιγμή. Υπάρχει μια αμφίθυμη πάλη σε αυτή τη συνθήκη που εμένα με ενδιαφέρει πολύ. Ο Τσέχοφ δεν είναι μόνο πηχτή μελαγχολία ή κωμική αποσυμπίεση. Το εγχείρημα αυτό θεωρώ ότι ήταν, επίσης, καλλιτεχνικά μιλώντας, ευτυχές. Αναρωτήθηκα ωστόσο, κάπως σωρευτικά, σκεπτόμενος την πρόσληψη αυτών των δύο παραστάσεων, αν αντιμετωπίζουμε ήδη ή πρόκειται να ξεδιπλωθεί σύντομα μπροστά στα μάτια μας μια νεοσυντηρητική στροφή στο θέατρο, απροκάλυπτη πια, του τύπου, «μη μας τα πειράζετε αυτά, είναι στα κουτάκια τους, είναι τακτοποιημένα», τέτοια πράγματα» συμπλήρωσε.

Συναισθήματα και κοινωνία

Τούτων δοθέντων, έχει σημασία αυτό, περάσαμε στο τρέχον ανέβασμα του έργου «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο Εθνικό Θέατρο. Τι ρόλο διαδραματίζει «το συναίσθημα» σε τούτη τη «θαυμαστή και αξιοθρήνητη τραγωδία», δηλαδή στη δική του εκδοχή;

«Ουδείς παραγνωρίζει, ούτε υποτιμά πόσο ισχυρός μοχλός είναι για τον άνθρωπο το συναίσθημα, όχι η ανάγκη για κάποιον γλυκασμό, ας πούμε, αλλά η αδυσώπητη ανάγκη για αγάπη. Πλην όμως, αν προσέξουμε το κείμενο, ο Ρωμαίος είναι εξαρχής βουτηγμένος σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και, βιώνοντας αυτό το πένθος αναχωρητικά, σαν να ζει πεθαίνοντας, δεν σταματά να μιλά για τον θάνατό του. Επειτα στο μπαλκόνι της, ένα από τα πρώτα πράγματα που του λέει η Ιουλιέτα είναι ότι «αυτός ο τόπος είναι θάνατος για σένα». Στην προσέγγισή μας, λοιπόν, ο θάνατος είναι συνολικός και ευρύτερος, θα έλεγα. Και σχετίζεται ευθέως με την παρακμιακή φάση της κοινωνίας, της οποίας την απόλυτη και συντριπτική αδράνεια διακόπτει μονάχα το ξέσπασμα μιας πρόσκαιρης οργιαστικής βίας. Πρόκειται για μια κοινωνία απολύτως στεγνή συναισθηματικά, στην οποία αντιπροτάσσεται ως διαφυγή και καταφυγή η ιστορία δύο νέων ανθρώπων που όχι μόνο ανακαλύπτουν μαζί τα συναισθήματά τους αλλά σμιλεύουν από κοινού και μια άλλη, λυρική γλώσσα για να τα εκφράσουν, δύο νέων ανθρώπων που βρίσκουν ο ένας στον άλλο την τρυφερότητα και την αγάπη, αυτά δηλαδή που καταπνίγει συστηματικά η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν».

Ερωτας σε ένα δυσοίωνο τοπίο

Ο έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, επομένως, σαν κάτι που ανθίζει σε πείσμα ενός άνυδρου και δυσοίωνου τοπίου. «Πράγματι, η εστίαση στο συγκεκριμένο τοπίο είναι ο ένας άξονας. Ο άλλος άξονας διαπερνά την ποιότητα της συνάντησής τους. Για μένα, είναι ένα ραντεβού θανάτου η συνάντησή τους, και έχουν πλήρη συναίσθηση και οι δύο. Η ένωσή τους συγκροτεί μια κατάσταση εξαίρεσης μέσα σε αυτό το θανατερό τοπίο. Και μάλιστα όσο ο έρωτάς τους ανθίζει, τόσο χειροτερεύει η στυγνή κοινωνία. Στο έργο αυτό δεν βλέπω απλώς δύο νέους που ερωτεύονται και το πρόβλημά τους είναι πώς θα απεμπλακούν από τις οικογένειες και τα σόγια τους. Οι οικογένειες και τα σόγια τους, θέλω να πω, ενσαρκώνουν ένα κοινωνικό σύστημα που όσο περισσότερο εκτρέπεται τόσο πιο πολύ μανιάζει. Λοιπόν, στην παράστασή μας ενώνονται και συγχρόνως αποχαιρετιούνται ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, για να μεταφερθούν σε ένα αλλού υπερβατικό, όχι καταστροφικό, ένα αλλού λυτρωτικό που τους ανακουφίζει εντέλει καθώς τους τοποθετεί έξω από τις συντεταγμένες μιας νεκρής κοινωνίας η οποία άλλο δεν ξέρει από το συγκεντρώνει και να ενταφιάζει τους πεθαμένους της» συνέχισε ο Καραντζάς.

Απέναντι στο πατριαρχικό μοντέλο

Εξού και η Βερόνα, αν σταθούμε στη σκηνική της εικόνα, αποκαλύπτεται σταδιακά στους θεατές ως ένα «μεγάλο αποτεφρωτήριο». Σε εκείνο το σημείο της συνομιλίας μας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Καραντζάς δεν έπαψε να συνοδεύει τις απαντήσεις του με από μνήμης απαγγελίες στίχων του έργου, ανακινήσαμε το ζήτημα των εντυπώσεων. «Ιουλιέτα, μια ακραιφνώς ρομαντική ηρωίδα. Αφελής εντύπωση. Την είχα κι εγώ παλιότερα, μικρότερος. Αυτή η κοπέλα ακούει τέρατα και δέχεται φοβερή βία από τον γεννήτορά της, τον Καπουλέτο. Αυτή η κοπέλα όμως αποδεικνύει ότι έχει και την ικανότητα της αποκοπής, ορθώνει το ανάστημά της απέναντι σε ένα ακραίο πατριαρχικό μοντέλο και υπερασπίζεται την επιλογή της. Αυτή η επιλογή δεν απηχεί μόνο την ερωτική της επιθυμία, απηχεί και μια επιθυμία πέραν του έρωτα, απηχεί κοντολογίς και την ίδια τη βούλησή της, να διαρρήξει το πλέγμα της κοινωνικής καταπίεσης. Και τα όσα φριχτά υφίσταται η Ιουλιέτα, κρίνω ότι ως σκηνοθέτης οφείλω να τα αναδείξω, να επιχειρήσω μια ανάδειξη ταυτόσημη με την αποστροφή μου».

Πολιτική και σύγχρονος πολιτισμός

Ο Καραντζάς έθιξε πολλά ακόμη ζητήματα. «Αυτά που είδαμε να συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα απέδειξαν ότι διαχρονικά, σε ένα πολιτικό επίπεδο, για λόγους εκνευριστικά αδιευκρίνιστους, δεν έχει βρεθεί ο τρόπος να εκτιμηθεί στα σοβαρά τι σημαίνει η καλλιτεχνική δημιουργία σε αυτή τη χώρα. Με ενοχλεί πάρα πολύ που εσχάτως φαίνεται να προσεγγίζονται όλα, και η εκπαίδευση και τα αντίστοιχα επαγγέλματα, με μια μανατζερίστικη λογική, λες και δεν είμαστε χώρα με πολίτες και εργαζόμενους αλλά πολυεθνική πολλών ταχυτήτων. Αν κάτι είναι προβληματικό, δεν το διαιωνίζεις, προσπαθείς να προτείνεις και να βρεις λύσεις. Και δεν απαξιώνεις εκείνους με τους οποίους υποτίθεται ότι αδυνατείς να συνομιλήσεις. Ξέρετε, το να μην επιτυγχάνεται διάλογος είναι το πιο βολικό απ’ όλα. Στην κυβέρνηση αυτή πάντως, έτσι όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, δεν υπάρχει μόνο άγνοια αλλά και περιφρόνηση. Αναρωτιέμαι συχνά, με αυτά που ακούω και διαβάζω, κατά πόσον είναι σκόπιμο όλο αυτό ή αν απλώς είναι παντελώς ακατάλληλοι οι άνθρωποι. Βεβαίως, πότε πατήσανε για να δούνε ποιος είναι και τι κάνει ο σύγχρονος πολιτισμός; Αν ερχόντουσαν, με ειλικρινή περιέργεια τουλάχιστον, μπορεί και να διέκριναν τις προοπτικές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ομως όχι, όλα ισοπεδώνονται από μια σκληρή οικονομικοκεντρική πολιτική. Η έγνοια τους, αισθητική και κοινωνική, είναι μηδενική» εκτίμησε.

Από την άλλη μεριά, οι καλλιτεχνικές κινητοποιήσεις, «κατέστησαν ορατές τις αδικίες και πολύς κόσμος ενημερώθηκε, πράγμα παρήγορο. Μέσα σε αυτό το τρομερό τοπίο, έγινε μια μετακίνηση, αφυπνίστηκε κάπως η κοινωνία, λες και άρχισε να κυλάει και πάλι το αίμα στις φλέβες της» κατέληξε ο Δημήτρης Καραντζάς.

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στο Εθνικό Θέατρο (Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή).

Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές, τους ηθοποιούς, τις μέρες και τις ώρες των παραστάσεων εδώ.