Εχω ξαναγράψει στο «Βήμα» πως οι ιστορίες του Χρήστου Χρυσόπουλου διαθέτουν κατά κανόνα ένα διαφεύγον βλέμμα, ένα βλέμμα το οποίο μεταφέρει στα ενδότερά τους λογοτεχνικά είδη και λογοτεχνικά τεχνάσματα αντλημένα από τις πιο διαφορετικές εποχές και κατηγορίες, με σκοπό να τα εντάξει σε εντελώς νέα συμφραζόμενα, αναδεικνύοντας έτσι μια απαρασάλευτη συγγραφική έγνοια για την υπόδειξη του κατασκευαστικού χαρακτήρα της γραφής. Ενα στοιχείο που επίσης εμφανίζεται συχνά στην πεζογραφία του Χρυσόπουλου είναι η αμφίθυμη επικοινωνία των μοναχικών του ηρώων με τον περίγυρό τους: προσπαθώντας να εξοικειωθούν μαζί του, βιάζονται ταυτοχρόνως να απομακρυνθούν και να λυτρωθούν απ’ αυτόν – ίσως επειδή όσα τον αποτελούν τείνουν να αποκτήσουν στη δράση τη μορφή ετεροτοπίας.

Η Μασσαλία, το καινούργιο πεζογραφικό βιβλίο του Χρυσόπουλου, μας θυμίζει εκ νέου την ικανότητά του να παίζει με τα λογοτεχνικά είδη, αλλά αντί να παραπέμπει σε ετεροτοπία, αποτελεί, αυτή τη φορά, μάλλον έναν ύμνο για την αγάπη. Ενα λυρικό τραγούδι (αν θέλουμε να το πούμε αλλιώς) για τη διάρκεια του έρωτα μέσα στον χρόνο, για τη σπάνια αντοχή του φτερωτού θεού απέναντι στο ξεπουπούλιασμα που σημαίνουν για όλους το ροκάνισμα του καιρού και το γήρας. Εκείνο που έχουμε εδώ είναι ο έρωτας δύο αγοριών από τη Μασσαλία για ένα κορίτσι το οποίο έχει φτάσει στο λιμάνι, ξεφεύγοντας από τον πόλεμο της Αλγερίας. Εγκατεστημένη στη συλλογική μνήμη της πόλης, η ιστορία του ερωτικού αυτού τριγώνου θα περάσει από τη δεκαετία του 1950 στις νεότερες γενιές, φτάνοντας μέχρι τις ημέρες μας.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω