«Η 25η Μαρτίου / 6 Απριλίου ήταν εφέτος εθνική εορτή. Την εισήγαγε τώρα για πρώτη φορά ο άνδρας μου, ως ημέρα της έναρξης του Αγώνα της Ελευθερίας. Παρευρεθήκαμε στη δοξολογία φορώντας εθνικές ενδυμασίες. […] Μετά την εκκλησία όλοι οι χωρικοί παρήλασαν μπροστά από το σπίτι μας και μετά χόρεψαν τους εθνικούς τους χορούς κάτω από τα παράθυρά μας». Με αυτόν τον τρόπο περιέγραφε η βασίλισσα Αμαλία στον πατέρα της, δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολντενμπουργκ, την πρώτη τελετή της επετείου της 25ης Μαρτίου το 1838. Ηταν η σημαντικότερη δημόσια εορτή του νεοσύστατου κράτους, δεν ήταν όμως η μοναδική. Οπως υποδεικνύουν ο Παναγιώτης Κιμουρτζής, καθηγητής Νεότερης Ιστορίας, Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Ιστορίας της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου και η Αννα Μανδυλαρά, επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο βιβλίο τους Φιλέορτο βασίλειο (εκδ. Gutenberg) η θεσμοθέτηση ποικίλων ανάλογων εορτασμών από την οθωνική διακυβέρνηση αντανακλούσε τη συνειδητή επιδίωξη προβολής προτύπων ιεραρχίας, άρθρωσης ιδεολογικού λόγου και συσπείρωσης των πολιτών γύρω από τον θρόνο.

«Ο καθρέφτης της Ιστορίας»

Η περίοδος της Αντιβασιλείας και εν συνεχεία της μοναρχίας του Οθωνα ταυτίζεται με εκείνη της οριστικής συγκρότησης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Πρόκειται για μια στιγμή θεσμικής οργάνωσης αλλά και διαμόρφωσης της συμβολικής εξουσίας: η στερέωση του δυναστικού καθεστώτος ενός βαυαρού καθολικού πρίγκιπα σε ένα ορθόδοξο βασίλειο, της βασιλείας σε μια επικράτεια που είχε διοικηθεί για μια επταετία δημοκρατικά, της νομιμοφροσύνης στον ηγεμόνα σε μια χώρα που καταστατική της αρχή ήταν η επανάσταση, απαιτούν σύνθετους χειρισμούς νομιμοποίησης. Καθιερώνοντας δημόσιες τελετές και εθνικές εορτές με συγκεκριμένο τυπικό, πρωτόκολλο, περιεχόμενο, ο ανακτορικός μηχανισμός φιλοτεχνεί την εικόνα του Οθωνα προβάλλοντας ταυτόχρονα τη δυναστική ιδεολογία όπου η βασιλεία συνάπτεται με την εκκλησία, την παιδεία, το έθνος. Παρόμοιοι εορτασμοί, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, όφειλαν να λειτουργήσουν, ικανοποιώντας αμφίδρομες προσδοκίες, ως «ο καθρέφτης της ιστορίας: να αντανακλάται μέσα σε αυτόν το παρελθόν του Ελληνα, αλλά μέσα στο είδωλο να λάβει κεντρική θέση και ο νέος μονάρχης».

Επέτειοι και επιδιώξεις

Αυτό καθίσταται σαφές τόσο από τις περιστάσεις που αναδεικνύονται σε μνημονικές τελετές όσο και από τον τρόπο με τον οποίο εορτάζονται. Οι ετήσιες επέτειοι που θεσπίζονται σταδιακά είναι αυτές των αποβατηρίων, των γενεθλίων, των ονομαστικών εορτών και του γάμου του βασιλικού ζεύγους, της ίδρυσης του Πανεπιστημίου, της 25ης Μαρτίου και της 3ης Σεπτεμβρίου. Σε όλες τις περιπτώσεις το τελετουργικό είναι πανομοιότυπο: δοξολογία, κανονιοβολισμοί, στρατιωτική παρουσία, φωταγώγηση δημοσίων κτιρίων. Τα προγράμματα καθορίζουν την πρωτοκαθεδρία των εκπροσώπων των αρχών (την «αόρατη ιεραρχία της Τάξης»), είναι όμως προφανής η σύζευξη των συστατικών στοιχείων σε ένα μοναρχικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό θέαμα το οποίο επιδιώκει, και κατά κανόνα επιτυγχάνει, να έχει χαρακτήρα παλλαϊκής συμμετοχής. Παρά το γεγονός ότι οι εορτές διαχωρίζονται σε δυναστικές και εθνικές, υπάρχουν ευκρινή σημεία διασύνδεσης, με πιο προφανές, ίσως, εκείνο της μετακίνησης της επετείου ίδρυσης του Πανεπιστημίου από τις 3 Μαΐου στις 20 Μαΐου ώστε να συνεορτάζεται με τα γενέθλια του Οθωνα. Το Οθώνειο Πανεπιστήμιο ιδρύεται με βασιλικό διάταγμα το 1837 (παρά το ότι είχε θεσμοθετηθεί ήδη από την αντιβασιλεία) προκειμένου να υπάρξει σαφής δεσμός με το πρόσωπο του άνακτος – το τρίπτυχο «μοναρχία – θρησκεία – εθνική παιδεία» θα συμπληρώσει η εγκαθίδρυση της πανεπιστημιακής εορτής των Τριών Ιεραρχών το 1841.

Οι πολλαπλές διαστάσεις των εκδηλώσεων φαίνονται, οπωσδήποτε, στη θέσπιση των εθνικών επετείων. Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου το 1838 διατυπώνεται πολύ προσεκτικά ώστε να αποφεύγεται κάθε μνεία της επανάστασης: «Επέτειος Ημέρα της Εθνικής Εορτής του Υπέρ της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Εθνους Αγώνος». Παρόμοιες περιφράσεις απαντώνται σε όλα τα επίσημα προγράμματα εορτασμών της οθωνικής περιόδου προκειμένου να διασφαλίσουν την απουσία επαναστατικών συνδηλώσεων. Εδώ επομένως πρόκειται για την απολυταρχική ανάγνωση του 1821, κάτι που συνιστά συνειδητή ρήξη με το παρελθόν. Ταυτόχρονα, όμως, η επιλογή της ημερομηνίας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου αποτελεί χειρονομία προς την Εκκλησία, αλλά και υπόμνηση της αυτοκεφαλίας της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το οποίο είχε αποσπαστεί το 1833. Βέβαια, οι άνωθεν επιδιώξεις δεν μπορούν να καθορίσουν αποκλειστικά την πρόσληψη της επετείου: η περίσταση παρέχει στο εξής ευκαιρίες ιδιοποίησης, έκφρασης υφερπουσών δυσαρεσκειών, άσκησης αντιπολιτευτικού λόγου: κατά τον εορτασμό του 1842 στο Ναύπλιο, για παράδειγμα, μια «αταξία» φανερώνει τη δυσανεξία μεταξύ Ελλήνων και Βαυαρών, ενώ στην Αθήνα η εφημερίδα «Αιών» αναφέρει την ανάρτηση μιας πανηγυρικής εικόνας σε ένα ξενοδοχείο όπου τα αρχικά των μνημονευόμενων μαχών σχημάτιζαν την ακροστιχίδα «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΒΑΣΙΛΕΥ».

Η 3η Σεπτεμβρίου

Ακόμη πιο χαρακτηριστική ως προς τα όρια της εξουσίας, πραγματικά και συμβολικά, είναι η επιβολή στον Οθωνα της 3ης Σεπτεμβρίου ως εθνικής εορτής μετά την εξέγερση και την παραχώρηση του Συντάγματος το 1843. Η απόδοση αριστείων, η έκφραση ευαρέσκειας προς τους πρωτεργάτες του κινήματος και ο εορτασμός της ημέρας είναι, κατά τη βασίλισσα Αμαλία, «τρεις υβριστικοί όροι» που ο μονάρχης αρνείται αρχικά, κλίνοντας προς την παραίτηση. Παρά την τελική αποδοχή, η απαίτηση σηματοδοτεί για το ζεύγος προσβολή του βασιλικού γοήτρου, εξ ου και ό,τι για την εφημερίδα «Αιών» λογίζεται ως «λαμπρά τελετή» είναι για την Αμαλία «αυτό εκεί το πράγμα». Αναδρομικά, το 1851, η βασίλισσα θα επαναξιολογήσει το γεγονός ως «ευλογία ελαφράς μορφής» σε σύγκριση με τη θυελλώδη πανευρωπαϊκή «Ανοιξη των Λαών» το 1848. Θα πρέπει να επισημανθεί, όμως, εδώ και η προσαρμοστικότητα τόσο της μοναρχίας όσο και άλλων συστατικών στοιχείων του πολιτεύματος στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Ιδιαίτερα μετά την επανάσταση του 1843, η οποία μεταβάλλει την κανονικότητα, οι δημόσιες τελετές γίνονται αντιληπτές ως «σφυγμομέτρηση» της κοινής γνώμης: προστίθεται μια πολιτική διάσταση που συνεπάγεται την ανάμειξη στέμματος και αντιπολίτευσης στην απόπειρα δημιουργίας του κατάλληλου κλίματος.

Ο Παναγιώτης Κιμουρτζής και η Αννα Μανδυλαρά ορθά επισημαίνουν ότι το παράδειγμα των δημόσιων εορτών της οθωνικής περιόδου ξεχωρίζει γιατί με ελάχιστες άλλες εξαιρέσεις (επαναστατική Γαλλία μετά το 1789, ανεξάρτητο Βέλγιο μετά το 1830) προηγείται της έκρηξης παρόμοιων τελετουργιών συμβολικού και ιδεολογικού χαρακτήρα που ο σπουδαίος βρετανός ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ ονομάζει «μαζική παραγωγή παραδόσεων» και τοποθετεί στην περίοδο 1870-1914. Η υποδειγματική μελέτη τους εμπλουτίζει την κατανόηση της πρώτης περιόδου του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους διερευνώντας μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή του: τις απαρχές των μηχανισμών συγκρότησης και τους διαύλους διάδοσης της ιδεολογίας τον 19ο αιώνα.