Στο Παρίσι, στις 3 Ιανουαρίου 1907 το βράδυ, δινόταν στο Μουλέν Ρουζ η πρεμιέρα του έργου Αιγυπτιακό όνειρο. Πρωταγωνιστούσε η γνωστή συγγραφέας Σιντονί Γκαμπριέλ Κολέτ με την ερωμένη της Mathilde de Morny (ή Μίσι). Μόλις οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν επί σκηνής ένα φιλί ξέσπασε φοβερό σκάνδαλο. Οι δρόμοι γύρω από το θέατρο γέμισαν από οργισμένα πλήθη. Ξέσπασαν ταραχές και επενέβη η αστυνομία που σταμάτησε την παράσταση. Σήμερα κάτι παρόμοιο δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα αλλά το 1907, ακόμη και στο ανεκτικό Παρίσι, ήταν σκανδαλώδες, έστω κι αν η Κολέτ ήταν πασίγνωστη συγγραφέας και η Μίσι ανιψιά του Ναπολέοντα ΙΙΙ και κατά πάσα πιθανότητα νόθη εγγονή του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Ι.

Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο προκλητικό επεισόδιο στον περιπετειώδη βίο της Κολέτ. Η αντισυμβατική της ζωή ωστόσο επισκίασε για ένα διάστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το σπουδαίο της έργο. Ισως επειδή κανενός συγγραφέα το έργο δεν είναι τόσο ταυτισμένο με τη ζωή του όπως της Κολέτ. Η ίδια, από τη δεκαετία του 1920 ως το 1954 που πέθανε στα ογδόντα ένα της χρόνια, ήταν η πιο διάσημη συγγραφέας στη Γαλλία, πιο διάσημη ακόμη κι από τον Προυστ και τον Ζιντ.

Υπάρχουν συγγραφείς που η ζωή τους ακολουθεί το έργο τους. Υπάρχουν κι εκείνοι που το έργο τους ακολουθεί τη ζωή τους. Η Κολέτ ανήκει ασφαλώς στη δεύτερη κατηγορία. Είναι μάλιστα η αντιπροσωπευτικότερη περίπτωση, αφού κανένα βιβλίο της δεν αναπτύσσεται – φαινομενικά, βέβαια – πέρα από τα όρια της προσωπικής εμπειρίας, με μια διαφορά, εν τούτοις. Η εμπειρία τούτη δεν αποτελεί απλή ιδιαιτερότητα αλλά έχει καθολική σημασία. Κι αυτό είναι φανερό από τα πρώτα τέσσερα μυθιστορήματά της, που ολοκλήρωσε πριν καν συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια της.

Το αγοροκόριτσο και ο «μέντορας»

Η Κολέτ γεννήθηκε στο Saint-Sauveur-en-Puisaye της Βουργουνδίας. Στα είκοσι χρόνια της γνώρισε και παντρεύτηκε τον κατά δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της «συγγραφέα», δημοσιολόγο και διαβόητο στους παρισινούς κύκλους γυναικά Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ, γνωστό με το ψευδώνυμο Γουίλι. Τη γοήτευσε ο κοσμοπολιτισμός, ο παρισινός αέρας που απέπνεε ο Γουίλι, ο κόσμος που άνοιγε μπροστά στα μάτια της.

Εκείνη η επαρχιωτοπούλα, ωστόσο, ήταν ένα αγοροκόριτσο που διέθετε ένα χάρισμα το οποίο δεν είχε ο Γουίλι: ταλέντο. Ομως αυτό που του έλειπε το διέκρινε – ενστικτωδώς, θα λέγαμε – στους άλλους. Το αναγνώρισε αμέσως στην Κολέτ, έγινε ο μέντοράς της, την έβγαλε στη λογοτεχνία και υπό την καθοδήγησή του εκείνη έγραψε τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματά της με πρωταγωνίστρια την Κλοντίν. Μυθιστορήματα «της εφηβείας», όπου για πρώτη φορά στη λογοτεχνία είχαμε μια έφηβη που μιλούσε σαν γυναίκα. Μια τινέιτζερ η οποία συμπεριφερόταν σαν ενήλικη, σαν ολοκληρωμένη γυναίκα με τους πόθους, τις επιθυμίες και τα σφάλματά της.

Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος αν η ίδια θα ήθελε να της αποδίδουν οποιονδήποτε χαρακτηρισμό. Τα βιβλία της συνιστούν άθροισμα αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας. Δεν την ενδιέφερε να μεταπλάσει στο έργο της εμπειρίες που δεν είχε. Μετέπλαθε τις δικές της αποκλειστικά αλλά παρουσιάζοντάς τες με πρωτοποριακό τρόπο.

Ο Γουίλι ήξερε καλά την αγορά και το μάρκετινγκ της εποχής. Εδωσε το όνομα της Κλοντίν σε διάφορα προϊόντα: από αρώματα ως τσιγάρα. Το μάρκετινγκ όμως το συνελάμβανε ενστικτωδώς και η Κολέτ, που κυκλοφορούσε στο Παρίσι με φορέματα σαν αυτά της Κλοντίν.

Μέσω του Γουίλι η Κολέτ γνώρισε την αφρόκρεμα της γαλλικής κουλτούρας: από τον Μαρσέλ Προυστ ως τον Μορίς Ραβέλ και τον Κλοντ Ντεμπισί. Ομως η χαρισματική επαρχιωτοπούλα άρχισε να αποστασιοποιείται σιγά-σιγά από τον γυναικά, ευφυή αλλά ατάλαντο σύζυγό της ο οποίος την εκμεταλλεύτηκε κι εξέδιδε τα βιβλία της με το όνομά του! Εφτασε μάλιστα στο σημείο το 1907 να πουλήσει τα δικαιώματα και για τα τέσσερα μυθιστορήματα με πρωταγωνίστρια την Κλοντίν χωρίς την έγκριση της Κολέτ. Κατά ειρωνική σύμπτωση το 1907 στη Γαλλία πέρασε νόμος ο οποίος έδινε στις γυναίκες το δικαίωμα να διαχειρίζονται οι ίδιες τα χρήματα που κέρδιζαν.

Από τη λογοτεχνία στο μιούζικ χολ

Η Κολέτ χώρισε από τον Γουίλι το 1906 αλλά πήρε διαζύγιο τέσσερα χρόνια αργότερα. Εκείνη τη χρονιά γνώρισε τη «Μίσι», την ανιψιά του Ναπολέοντα ΙΙΙ, η οποία αγνοούσε το πρωτόκολλο, ντυνόταν σαν άντρας και συμπεριφερόταν σαν άντρας. Εζησαν έναν παθιασμένο έρωτα ως το 1911 που χώρισαν.

Μετά τον χωρισμό της από τον Γουίλι η Κολέτ βρέθηκε σε κατάσταση έσχατης ένδειας. Αλλά αυτή, η πρώτη από τις απελευθερωμένες γυναίκες, δεν το έβαλε κάτω. Κατέφυγε στο μιούζικ χολ, παρουσιάζοντας σκετς τα οποία έγραφε η ίδια όπου και πρωταγωνιστούσε, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί σε πλήθος περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής. Εργαζόταν, όταν οι μεσοαστές της ηλικίας της δεν εργάζονταν κι ήταν από τις πρώτες γυναίκες που βγήκαν στη δημοσιογραφία. Εκανε πράγματα που δεν έκαναν ως τότε οι γυναίκες κι η μητέρα της έλεγε πως ήταν τριακόσια χρόνια μπροστά από την εποχή της.

Η Κολέτ αγαπούσε με πάθος τη μητέρα της, ενώ για τον πατέρα της έλεγε πως δεν τον κατάλαβε ποτέ. Εξαιτίας της μητέρας της, που όταν ήταν επτά ετών της έδινε να διαβάζει μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, η Κολέτ αγάπησε τη λογοτεχνία κι επιπλέον η φεμινίστρια μητέρα της την ανέθρεψε έτσι ώστε να μην την ενδιαφέρει η γνώμη που είχαν γι’ αυτήν, να μην μπορούν να την κατατάξουν, και σε ώριμη ηλικία άλλοτε να φέρεται σαν αντιδραστική, άλλοτε σαν επαναστάτρια, απελευθερωτική και συντηρητική ταυτοχρόνως.

Τα μυστικά της σάρκας

Η Κολέτ ήταν ο εαυτός της, όμως ξεκινώντας από αυτόν αναδείκνυε τον κόσμο της ολοκληρωμένης γυναίκας, τον καταπιεσμένο ή κρυφό αισθησιασμό της. Ο αισθησιασμός διαχεόταν και στους αντρικούς χαρακτήρες των βιβλίων της. Απλουστεύοντας, έλεγε η ίδια: «Η σάρκα, πάντοτε η σάρκα, τα μυστήρια, οι προδοσίες, οι απογοητεύσεις και οι εκπλήξεις της σάρκας». Κι αυτά τα ανέδειξε με τρόπο μοναδικό, σε σημείο ο εξαιρετικά φειδωλός στους επαίνους Αντρέ Ζιντ να τη συγχαρεί «για την ευφυΐα της, τη μαστοριά και την κατανόηση των ελάχιστα ομολογημένων μυστικών της σάρκας».

Οταν η Κολέτ, από τη δεκαετία του 1920 και εξής μεσουρανούσε στη Γαλλία, στον αγγλόφωνο κόσμο το έργο της είχε μέτρια υποδοχή, γιατί βέβαια στο κέντρο του δεν βρίσκεται το σεξ αλλά ο αισθησιασμός, διά του οποίου ολοκληρώνεται μια γυναίκα κι ένας άντρας. Αυτό εξηγεί την παρατήρηση του Γουίλιαμ Γκας γιατί οι Αμερικανοί δεν ενθουσιάζονταν για χρόνια με την Κολέτ. Οι Αμερικανοί, έλεγε ο Γκας, ξέρουν κάποια πράγματα για το σεξ αλλά περί αισθησιασμού δεν έχουν ιδέα.

Υπάρχουν συγγραφείς που η ζωή τους ακολουθεί το έργο τους. Υπάρχουν κι εκείνοι που το έργο τους ακολουθεί τη ζωή τους. Η Κολέτ ανήκει ασφαλώς στη δεύτερη κατηγορία.

Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της ανάπτυξης του κινήματος #MeToo. Η Κολέτ θεωρείται πλέον ηρωίδα του φεμινισμού.

Ενα από τα σύγχρονα προβλήματα που απασχολούν τις φεμινίστριες είναι ο διαχωρισμός έρωτα και σεξ που η κοινωνία αναζητεί τρόπους να τα ελέγξει μέσω του γάμου. Ομως στο έργο της Κολέτ δεν θα συναντήσουμε την απόρριψη ή την αποδοχή του γάμου αλλά τον σκεπτικισμό. Η ίδια άλλωστε έκανε τρεις γάμους. «Οι άντρες είναι απαίσιοι», έγραψε κάποτε, για να συμπληρώσει σαρδόνια: «Και οι γυναίκες το ίδιο». Αν όμως αυτά τα αφήσει κανείς κατά μέρος, θυμάται τη φοβερή παρατήρηση του Τολστόι, ότι «η πιο βασανιστική τραγωδία του άντρα είναι η τραγωδία της κρεβατοκάμαρας». Αλλά την τραγωδία αυτή, είτε της γυναίκας είτε του άντρα, την απαλύνει (όταν δεν την ακυρώνει) το χιούμορ, σαν κι αυτό που διαβρώνει τις σελίδες των μυθιστορημάτων της Κολέτ.

Χρονικό της γυναικείας εμπειρίας

Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος αν η ίδια θα ήθελε να της αποδίδουν οποιονδήποτε χαρακτηρισμό. Τα βιβλία της συνιστούν άθροισμα αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας. Δεν την ενδιέφερε να μεταπλάσει στο έργο της εμπειρίες που δεν είχε. Μετέπλαθε τις δικές της αποκλειστικά αλλά παρουσιάζοντάς τες με πρωτοποριακό τρόπο. Αν εξετάσει κανείς τα περισσότερα από τα βιβλία της, θα σχηματίσει το γοητευτικό χρονικό της γυναικείας εμπειρίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το οποίο είναι αναπόσπαστο πλέον τμήμα του παγκόσμιου λογοτεχνικού κανόνα.

Η Κολέτ ανήκει στους ελάχιστους συγγραφείς που εξακολουθούν να ενθουσιάζουν τόσο τους αναγνώστες όσο και τους κριτικούς. Το 1951 η κορυφαία αμερικανίδα πεζογράφος Κάθριν Αν Πόρτερ έγραφε στους New York Times πως η Κολέτ είναι η σπουδαιότερη εν ζωή γαλλίδα συγγραφέας μυθοπλασίας. Και το 1967 η Τζάνετ Φλάνερ, η πρώτη ανταποκρίτρια του περιοδικού New Yorker στο Παρίσι, έγραφε θαυμαστικά το πόσο το έργο της Κολέτ παρέμενε αγέραστο χρόνια μετά τον θάνατό της. Και τις δύο δεν τις απασχολούσε διόλου το ότι η Κολέτ δεν πολυσυμπαθούσε τις σουφραζέτες της εποχής, για τις οποίες είχε πει σε ένα από τα σπάνια καυστικά σχόλιά της πως «τους αξίζει το μαστίγιο ή το χαρέμι», κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί τις σύγχρονες φεμινίστριες.

Τα κορυφαία βιβλία της Κολέτ

Το 1911, όταν διαλύθηκε η σχέση της με τη Μίσι, η Κολέτ παντρεύτηκε τον διευθυντή της εφημερίδας Le Matin Ανρί ντε Ζουβενέλ. Το 1920 εξέδωσε το μυθιστόρημά της Σερί με κεντρικό χαρακτήρα μια εταίρα ονόματι Λεά ντε Λονβάλ που δημιουργεί ερωτικό δεσμό με έναν νεαρό άντρα ονόματι Σερί, ο οποίος είχε τα μισά της χρόνια. Το βιβλίο προκάλεσε ένα μικρό σοκ και μέσα σε έναν χρόνο πούλησε 30.000 αντίτυπα. Η Κολέτ είχε γνωρίσει εκ των έσω τη ζωή των εταιρών την περίοδο που έδινε παραστάσεις για τα μιούζικ χολ και τη μετέφερε θαυμάσια στο μυθιστόρημά της. Αλλά το αυτοβιογραφικό πλαίσιο είναι κι εδώ εμφανέστατο. Πρότυπο για τον Σερί ήταν ο δεκαεξάχρονος θετός γιος της Μπερτράν ντε Ζουβενέλ με τον οποίο η σαρανταεπτάχρονη τότε Κολέτ είχε συνάψει ερωτικό δεσμό. Αυτό υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα η αιτία να διαλυθεί και ο δεύτερος γάμος της.

Η παραγωγικότητά της ήταν έκτοτε απίστευτη. Μεταξύ του 1920 και του 1940 δημοσίευσε στον Τύπο πάνω από 1.200 άρθρα. Το 1935 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία και συγγραφέα Μορίς Γκουντεκέτ, με τον οποίον έμεινε παντρεμένη ως το τέλος της ζωής της. Αλλά εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα το 1944, εξέδωσε το αριστούργημά της, τη νουβέλα Ζιζί. Η Ζιζί είναι μια νεαρή Παριζιάνα που «εκπαιδεύεται» να γίνει εταίρα και δημιουργεί ερωτικό δεσμό με έναν ηλικιωμένο πλούσιο άντρα ονόματι Γκαστόν. Η Κολέτ είναι πλέον εβδομήντα ετών και ταλαιπωρείται από αρθρίτιδα, όμως ως συγγραφέας ζει τις καλύτερες στιγμές της. Είναι πιο τρυφερή και λιγότερο κυνική, αντιστρέφει το παλιό ζευγάρι νέου άντρα και ηλικιωμένης γυναίκας κι «αντικαθιστά» τον νεαρό Σερί με τον ώριμο Γκαστόν και την ηλικιωμένη Λεά ντε Λονβάλ με τη νεαρή Ζιζί.

Η νουβέλα θα διασκευαστεί για τη σκηνή με πρωταγωνίστρια την άγνωστη ως τότε Οντρεϊ Χέπμπορν (που την επέλεξε η ίδια η Κολέτ). Θα παιχτεί το 1951 και θα καθιερώσει τη Χέπμπορν ως μεγάλη σταρ. Η Κολέτ θα πέθαινε τρία χρόνια αργότερα έχοντας γνωρίσει όλες τις τιμές που μπορούσε να της αποδώσει η χώρα της. Εξελέγη πρόεδρος της Ακαδημίας Γκονκούρ και ήταν η πρώτη γυναίκα συγγραφέας στη Γαλλία που κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. Ο σύζυγός της τοποθέτησε μια πλάκα στο σπίτι της που γράφει: «Εδώ έζησε, εδώ πέθανε η Κολέτ, που το έργο της είναι ένα παράθυρο διάπλατα ανοιχτό στη ζωή». Διαχρονικά ανοιχτό, θα λέγαμε, όπως και το αντίστοιχο μιας μεγάλης βρετανίδας συγγραφέως της ίδιας εποχής: της Βιρτζίνια Γουλφ. Για τη Γουλφ όμως την άλλη Κυριακή.

Μποβουάρ, Γιουρσενάρ, Ντιράς, Κολέτ

Από τις τέσσερις σημαντικές γαλλόφωνες συγγραφείς του 20ού αιώνα, τη Γιουρσενάρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τη Μαργκερίτ Ντιράς και την Κολέτ η τελευταία είναι, αν όχι η καλύτερη, τουλάχιστον η εμβληματικότερη. Η Γιουρσενάρ μας έδωσε μόνο ένα μεγάλο μυθιστόρημα (το Αδριανού απομνημονεύματα), το άστρο της Ντιράς έχει θαμπώσει, η Μποβουάρ έχει πάψει εδώ και χρόνια να γοητεύει τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Ακόμη και το μια φορά κι έναν καιρό διάσημο βιβλίο της Το δεύτερο φύλο (1949) έχει παλιώσει, το ίδιο και τα μυθοπλαστικά της έργα.

Ο ενημερωμένος αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να διακρίνει τη σκιά της Κολέτ στο Δεύτερο φύλο – κι όχι μόνο επειδή η Μποβουάρ αναφέρεται εκεί είκοσι μία φορές στην Κολέτ, περισσότερες από κάθε άλλον συγγραφέα. Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση αλλά είναι έργο προγραμματικό, ενώ κανένα από τα βιβλία της Κολέτ δεν είναι – γι’ αυτό κι έχουν αντέξει στον χρόνο. Ταυτοχρόνως ο Εραστής της Ντιράς είναι πολύ εξωτικός για να τον συγκρίνει κανείς με τον Σερί ή τη Ζιζί.

Η Κολέτ δεν ήταν η μόνη συγγραφέας η οποία λάτρευε τις γάτες. Οχι όμως επειδή η γάτα είναι ένα αξιαγάπητο κατοικίδιο αλλά γιατί, όπως αποδεικνύεται στη νουβέλα της Η γάτα, την παρουσιάζει σαν να είναι το ομόλογο της γυναίκας στο ζωικό βασίλειο. Πρόκειται για τεράστια και ανεπανάληπτη μεταφορά. Δεν είναι ίσως περιττό να αναφέρω εδώ ότι βαθιά σχέση με τις γάτες, το μυστήριο και τον ερωτισμό τους, έχει και μια νεότερη ελληνίδα πεζογράφος, που ως συγγραφέας είναι πολύ διαφορετική από την Κολέτ: η Ζυράννα Ζατέλη.