Ο Κλάουντιο Μάγκρις, όπως οι πάντες συµφωνούν, είναι ο σηµαντικότερος ή τουλάχιστον ο πιο πρωτότυπος ζων συγγραφέας της Ιταλίας. Τον γνωρίσαµε στην Ελλάδα από τον εξαίσιο Δούναβη, το χρονικό της ιστορίας, των µύθων και της διαδροµής της µεγαλύτερης υδάτινης αρτηρίας της Ευρώπης. Δίπλα του θα πρέπει να βάλουµε ένα εξίσου σηµαντικό βιβλίο του: τους Μικρόκοσµους. Δεν θα αναφερθώ στα σπουδαία µυθιστορήµατά του, που και αυτά είναι σαν να προκύπτουν από τη µη µυθοπλαστική του πρόζα.

Ο Μάγκρις είναι βέβαια Ιταλός, αφού άλλωστε γράφει στην ιταλική γλώσσα, αλλά και Μεσόγειος και Κεντροευρωπαίος. Η μεγάλη κεντροευρωπαϊκή παράδοση σημαδεύει το έργο του – και αυτό θα το θεωρούσε κανείς αναπόφευκτο, αφού ο Μάγκρις είναι Τριεστίνος και μάλιστα μένει μόνιμα στην Τεργέστη, το μια φορά κι έναν καιρό «επίνειο» της αυστροουγγρικής Βιέννης και επί αιώνες διαμάντι της Αδριατικής. Ο ίδιος άλλωστε λέει πως θεωρεί τον εαυτό του Μεσόγειο και πως τη συνείδησή του την ορίζουν η Αδριατική και οι δαλματικές ακτές.

Τα παραπάνω και πολλά άλλα συναφή ο αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με το έργο του θα τα βρει κάτω από τα θαυμάσια κείμενα του τόμου Ενα ατελείωτο ταξίδι (εκδ. Καστανιώτη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Είναι συλλογή κειμένων τα οποία πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Corriere della Sera» και αναφέρονται σε εμπειρίες του συγγραφέα από τα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε μέσα σε τρεις δεκαετίες: του 1980, του 1990 και του 2000.

Ψηφίδες ταξιδιών

«Ταξιδιωτικές σελίδες» χαρακτηρίζει με άκρα μετριοπάθεια ο Μάγκρις τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο. Αλλά για τον ίδιο υπάρχουν δύο είδη ταξιδιού: αυτά που ζεις και αυτά που τα ξαναζείς όταν τα μεταφέρεις στο χαρτί. Η βαθύτερη εμπειρία του ταξιδιού επομένως είναι εκείνη που έπεται – από εδώ αρχίζει η λογοτεχνία. Και αυτή συνθέτει σε ένα συμπαγές σύνολο τις εμπειρίες, όπως αποτυπώνονται και μεταστοιχειώνονται πάνω στο χαρτί. Εμπειρίες με διαφορετικές αφορμές, προερχόμενες από τόπους τόσο διαφορετικούς (φαινομενικά τουλάχιστον): από την Ισπανία, το Λονδίνο, την παλιά Πρωσία, την Πράγα, το Ζάγκρεμπ και την Ιστρια ως την Πολωνία, τη Φινλανδία, την Αυστραλία, τη Ρωσία του Ντοστογέφσκι, την Κίνα, το Βιετνάμ και αλλού. Από το κάδρο δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει η αγαπημένη Τεργέστη του Μάγκρις.

Σε τούτον τον μαγικό νοητικό περίπλου ο εσωτερικός κόσμος του συγγραφέα αναπτύσσεται μέσω της σύνθεσης ενός απίστευτου πλήθους ψηφίδων. Πριν απ’ όλα όμως ο αναγνώστης διαπιστώνει εξαρχής πως εδώ μπορεί μεν να περνούν πλήθος από γνωστά και άγνωστα πρόσωπα, όμως πρωταγωνιστής είναι ο δημιουργός, ο οποίος ανοίγει νοερά διάλογο με τους ζωντανούς ή νεκρούς προκατόχους του (τον Θερβάντες ή τον Ντοστογέφσκι – για να αναφέρω μόνο τα δύο χαρακτηριστικότερα παραδείγματα). Και τον διάλογο αυτόν τον ανοίγει στους τόπους όπου εκείνοι έζησαν. Εξακολουθούν να μιλούν με τους τόπους λες και οι τελευταίοι έχουν ακινητοποιηθεί στον χρόνο παρά τις μεταβολές τους. Το ίδιο κάνει και ο Μάγκρις – και μάλιστα, θα έλεγα, κατά σύστημα.

Η αφηγηματική ροή είναι τέτοια που η τοπογραφία μεταμορφώνεται σε ψυχογραφία – και το αντίστροφο. Δεν είναι διόλου εύκολο ακόμη και για τον ικανότερο συγγραφέα να μεταβεί από τον πραγματικό τόπο στα βιβλία και να δημιουργήσει μια σύνθεση όπου δύο κόσμοι όχι απλώς συνυπάρχουν, αλλά ο ένας δημιουργεί τον άλλον. Και δεν είναι επίσης διόλου εύκολο αυτό που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν συμβατικό και στατικό να αποκτήσει ροή και κίνηση μέσα στην οποία παρασύρεται ο αναγνώστης. Αυτό το κατόρθωμα του Μάγκρις δεν είναι μόνο προϊόν ενός μεγάλου ταλέντου που συνοδεύεται από βαθιά γνώση όχι μόνο της κουλτούρας, αλλά και εκείνου το οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ανθρώπινη φύση». Είναι και τεκμήριο της βαθιάς του ευαισθησίας που καθιστά ιδιαίτερα, σπάνια θα έλεγα, τα περισσότερα σχόλιά του.

Για να μείνω σε ένα μόνο παράδειγμα, οι παρατηρήσεις του στο κείμενο «Στο πλατύσκαλο του Ρασκόλνικοφ» δεν επιβεβαιώνουν μόνο τον πληβειακό χαρακτήρα της ντοστογεφσκικής πεζογραφίας. Και όταν σχολιάζει το αριστουργηματικό Εγκλημα και τιμωρία μας εκπλήττει εξαρχής, θα έλεγα, καθώς μας λέει πως η πεζογραφία του μεγάλου ρώσου ρεαλιστή είναι εκ μεταφοράς η εκδοχή του για τη δαντική Θεία κωμωδία. Κάτι τέτοιο όμως χρειάζεται να αποδειχθεί. Γι’ αυτό και αμέσως κατόπιν μας παίρνει μαζί του και μπαίνοντας στο σπίτι του Ντοστογέφσκι περιγράφει τα αντικείμενά του όχι σαν διάκοσμο, αλλά ως χώρο ζωής, υποστασιώνοντας το παρελθόν με ανεπανάληπτο τρόπο. Εδώ, μας λέει, υπάρχει η ζωή. Η λογοτεχνία βρίσκεται στο χαρτί, δηλαδή στην άλλη ζωή, την πραγματική και την αθέατη. Και από τη μια μεταβαίνουμε στην άλλη. Ολοι οι άνθρωποι διαθέτουν φαντασία – μικρή ή μεγάλη. Αλλά οι κορυφαίοι συγγραφείς μάς κάνουν να φανταστούμε τον πραγματικό κόσμο στην τέταρτη, κατά τους πυθαγόρειους, διάστασή του.

Στην κρύπτη της Ιστορίας

Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν πρωτίστως για τον μέσο ιταλό αναγνώστη, ο οποίος είναι πιο εξοικειωμένος από εμάς με πολλά από τα ιστορικά πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες τους. Υπάρχουν και πλήθος άλλα που ο Μάγκρις τα ανασύρει από το περιθώριο και άλλα από την κρύπτη της Ιστορίας. Πρόσωπα μακρινά, χαμένα στην ομίχλη του χρόνου, θαμπές αντανακλάσεις από είδωλα ζωής, και άλλοτε αποτυπωμένα με ενάργεια, λες κι εξακολουθούν να ζουν, για να μας πει σε τελική ανάλυση πως λήθη στην ουσία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι το περιθώριο, στο οποίο συχνά δεν δίνουμε την αναγκαία σημασία.

Για να περάσει τη διαχωριστική γραμμή και να μεταβεί ο συγγραφέας στο περιθώριο, θα πρέπει να ξεστρατίσει. Οχι μέσα στο παρόν αλλά σε εκείνον τον τόπο των φωτοσκιάσεων που περνούν από τη ζωή μας αλλά δεν μάθαμε να τις αναγνωρίζουμε: εθνικές ομάδες – ελάχιστες μειονότητες – που κινδυνεύουν να χαθούν, όπως επί παραδείγματι οι Σόρβοι της Λουσατίας, ένας μικρός σλαβικός λαός στη Γερμανία για τον οποίο προφανώς οι περισσότεροι έλληνες αναγνώστες δεν έχουν ακούσει τίποτε, αλλά σε αυτόν κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται το όνομα της Δρέσδης, μιας υπέροχης πόλης που την είχαν αποκαλέσει «Φλωρεντία του Ελβα» πριν τη βομβαρδίσουν ανηλεώς και τη σωριάσουν σε συντρίμμια οι σύμμαχοι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Μάγκρις αναδεικνύει σε αρκετές σελίδες τον κόσμο των Σόρβων υπέροχα: τις συνήθειες, τον τρόπο της ζωής τους, το ιστορικό τους παρελθόν, τη λογοτεχνία τους, τους μύθους, τη θλίψη, αλλά και το πείσμα τους να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Και το κάνει με διακριτικότητα, με απέραντη συμπάθεια, με την πεποίθηση ότι οι Σόρβοι δικαιωματικά έχουν τη θέση τους στο μωσαϊκό που λέγεται Ευρώπη, η οποία, αν θέλει να διατηρήσει την ταυτότητά της, δηλαδή τη μαγική πολυμορφία της, δεν θα πρέπει να χάσει πολλές από τις ψηφίδες της, τουτέστιν τις μειονότητές της.

Η λειτουργία της λεπτομέρειας

Οι σημαντικοί συγγραφείς μπορούν να παρατηρούν και την παραμικρή λεπτομέρεια – αλλά δεν αθροίζουν λεπτομέρειες, με άλλα λόγια δεν ταξινομούν. Μια λεπτομέρεια μπορεί να είναι η καλύτερη απόδειξη κάποιας βαθύτερης σκέψης, ενός αφορισμού, μιας γενίκευσης. Ο Μάγκρις χρησιμοποιεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τη βαλίτσα του ταξιδιώτη που βάζει πράγματα τα οποία θεωρεί απαραίτητα και αποδεικνύονται άχρηστα. Και άλλα, δευτερεύοντα, τα οποία όμως αποδεικνύονται μετά το ταξίδι περισσότερο από αναγκαία.

Η λειτουργία της λεπτομέρειας δίνει υπόσταση στην εμπειρία, που σημαίνει ότι έτσι γίνεται οικείος ο κόσμος και τέτοια, σε τελική ανάλυση, είναι η ίδια η ζωή. Γι’ αυτό και το διακριτικό χιούμορ διαποτίζει αυτό το ευαίσθητο βιβλίο, ιδίως όταν ο Μάγκρις αναφέρεται σε ξεχασμένα ιστορικά πρόσωπα. Κάποτε όμως γίνεται και σαρκαστικός, όπως όταν γράφει «ενίοτε και η Ιστορία φαίνεται να γκρεμίζει αυτοκρατορίες απλώς επειδή κάποιος έσπασε το πόδι του».

Εμπειρία και ρεπορτάζ

Οι σελίδες για το Βιετνάμ είναι από τις εντυπωσιακότερες. Πέραν του ότι μας δίνεται πλήθος εξαιρετικών λεπτομερειών – και παραδειγμάτων – από τη ζωή αυτού του ταλαιπωρημένου λαού, σχηματίζουμε και μια εξαιρετική εικόνα για την κουλτούρα του, τις ιστορικές της καταβολές, τους μύθους και τα επιτεύγματά της. Και όχι βέβαια ως στατιστική αλλά ως περιεχόμενο ζωής. Μόνο ο Μάγκρις, κατά το παράδειγμα του Μαλρό των Αντιαπομνημονευμάτων, θα μπορούσε, λ.χ., να συγκρίνει έναν βιετναμέζικο μύθο με τη Στέλα του Γκαίτε. Το να βρίσκεις σε έναν εν πολλοίς άγνωστο πολιτισμό αναλογίες και διαφορές με αυτόν που γνωρίζεις είναι γνώρισμα του συγγραφέα – και κατ’ εξοχήν του δοκιμιογράφου «από κούνια», όπως έλεγε η Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ. Τα δοκίμια του Μάγκρις (ως τέτοια εκλαμβάνω τα κείμενα αυτού του βιβλίου) μεταμορφωμένα σε ταξιδιωτική εμπειρία είναι ταυτοχρόνως ρεπορτάζ, αυτοβιογραφία και πεζογραφία ιδεών, κάτι που το συναντούμε σε πλήθος έργων αιχμής της κεντροευρωπαϊκής κυρίως λογοτεχνίας.

Οπως στους μεγάλους εκπροσώπους του είδους, έτσι και στον Μάγκρις το συγκριτικό πεδίο είναι το λούνα παρκ του δοκιμιογράφου. Και στο καρουσέλ του επιβιβαζόμαστε και εμείς, σαν ώριμα παιδιά, να ζήσουμε τη χαρά της ανάγνωσης μέσα από τις εξαίσιες περιηγήσεις του, που τις έχει καταγράψει με την πεποίθηση ότι κανένα ταξίδι δεν είναι οριστικό και πως κάθε επιστροφή είναι και ένα νέο ξεκίνημα, δηλαδή η βαθιά μας επιθυμία να αναβάλουμε το αναπόφευκτο τέλος.

Το νόημα του ταξιδιού

Ο Μάγκρις φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο με μια εκτενή εισαγωγή, ένα καταπληκτικό δοκίμιο, προοίμιο των όσων θα διαβάσει ο αναγνώστης αμέσως μετά. Προοίμιο, διότι έτσι θεωρεί ο ίδιος τα ταξίδια. «Ταξιδεύοντας», μας λέει, «αναβάλλεις όσο µπορείς τον θάνατο» – για να συμπληρώσει ευθύς αμέσως με σοφία, που θυμίζει την καβαφική «Ιθάκη»: «Ταξιδεύεις όχι για να φτάσεις κάπου αλλά για να ταξιδέψεις, για να φτάσεις όσο πιο αργά γίνεται, για να µη φτάσεις ει δυνατόν ποτέ».