«Ξέρετε πώς λέμε αυτό το σημείο του ποδιού στα ισπανικά; «El talon d’ Achiles» – αχίλλειο τένοντα!». Η κοινή μας κουλτούρα σε Ευρώπη και Νότια Αμερική, Ελλάδα και Κούβα, αναγνωρίζεται σε λέξεις που διασχίζουν ωκεανούς, υποδεικνύει σε μια αποστροφή του ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης Λεονάρδο Παδούρα. Ο σημαντικότερος εν ζωή κουβανός συγγραφέας αποβιβάστηκε στην Αθήνα, όπου και τον συναντήσαμε στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ, με τη δέκατη περιπέτεια του Μάριο Κόντε στις αποσκευές του. Στους Εντιμους ανθρώπους (εκδ. Καστανιώτη) ο διάσημος ντετέκτιβ του καλείται εν έτει 2016, σε μια φαινομενικά κομβική συγκυρία, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα και οι Rolling Stones καταφθάνουν στην Αβάνα, να διαλευκάνει τη δολοφονία ενός πρώην λογοκριτή που συνδέεται με την καταστολή της δεκαετίας του ’70, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει και ένα παράθυρο στην ιστορία της Κούβας των αρχών του 20ού αιώνα. Απολαυστικός συζητητής, ο Λεονάρδο Παδούρα μιλάει για την κατάσταση στην πατρίδα του, την αναζήτηση της ευτυχίας και την αβάσταχτη ελαφρότητα της μνήμης.

Παρά τον τίτλο του μυθιστορήματος, ίσως και κόντρα σε αυτόν, στους Εντιμους ανθρώπους υπάρχουν πολλοί ανέντιμοι.

«Υπάρχουν πράγματι πάρα πολλοί ανέντιμοι άνθρωποι που κάνουν πολλά ανέντιμα πράγματα: κάποιοι είναι μαστροποί, άλλοι καταπιέζουν ομοφυλόφιλους εξαιτίας της σεξουαλικής τους ταυτότητας, άλλοι επιδίδονται στην πολιτιστική καταστολή. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν και έντιμοι άνθρωποι – και αυτό είναι που κάνει τον κόσμο να συνεχίζει να είναι κατοικήσιμος».

Φόνοι, αυτοκτονίες, καταστολή, εκδίκηση. Τα τυπικά γνωρίσματα ενός νουάρ που είναι παρόντα στο βιβλίο σας χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν κάτι ευρύτερο – την ανθρώπινη συνθήκη;

«Η λογοτεχνία, πιστεύω, στην πραγματικότητα πάντοτε περιστρέφεται γύρω από τα ίδια θέματα – τα προβλήματα της ανθρώπινης συνθήκης: τον φόβο, την αγάπη, το μίσος, την οδύνη. Αυτό που αλλάζει είναι τα συμφραζόμενα. Σε αυτό το νουάρ μυθιστόρημα λοιπόν εμφανίζονται οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις της ανθρώπινης συνθήκης: βία, φόνοι, καταστολή. Τα στοιχεία αυτά τα χρησιμοποιώ όχι για να μιλήσω για ένα έγκλημα, αλλά για την κοινωνία μέσα στην οποία αυτό συνέβη. Υπάρχουν εδώ περισσότεροι νεκροί από ό,τι σε όλα τα προηγούμενα βιβλία μου. Το απαιτούσε όμως η ιστορία γιατί εδώ έχουμε δύο μυθιστορήματα σε συσκευασία του ενός. Το κρίσιμο σημείο είναι ο κόσμος της πορνείας στην Κούβα στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτός ο κόσμος είναι ιδιαίτερα βίαιος γιατί η πορνεία αποτελεί μια μορφή δουλείας. Μην ξεχνάτε ότι στην Κούβα, στην Αϊτή, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μαύροι σκλάβοι δεν θεωρούνταν ανθρώπινα όντα. Παρομοίως, και οι πόρνες δεν θεωρούνται ανθρώπινα όντα, αλλά σεξουαλικά αντικείμενα – και επιπλέον ηθικά ανέντιμα πρόσωπα. Το σεξ στον κόσμο της πορνείας είναι προϊόν βίας. Θέλησα να κάνω τον αναγνώστη να αντιληφθεί γιατί οι γυναίκες αυτές εντάσσονται σε ένα βίαιο περιβάλλον. Γιατί προφανώς δεν είναι νυμφομανείς. Είναι γυναίκες που ζουν σε έναν φαλλοκρατικό κόσμο και εξαναγκάζονται από άνδρες να εμπορεύονται το σώμα τους για να μπορέσουν επιζήσουν. Θέλησα να καταλάβω τη θέση τους γιατί ό,τι συνέβαινε τότε συμβαίνει και σήμερα. Η ανθρώπινη συνθήκη παραμένει ίδια, αυτά που έχουν αλλάξει είναι τα συμφραζόμενα. Μπορεί τότε να έφερναν στην Κούβα μια Γαλλίδα για να γίνει πόρνη, σήμερα μπορεί να συμβαίνει το ίδιο με μια Ρουμάνα στη Γαλλία».

Στην Ευρώπη η γνώση της ιστορίας της Κούβας αφορά κυρίως τα χρόνια μετά το 1959. Για να κατανοήσει καλύτερα ένας Ευρωπαίος την ιστορία της πρέπει να γνωρίζει και την άλλη όψη, την εποχή των αρχών του 20ού αιώνα;

«Οσο περισσότερα γνωρίζει κανείς τόσο το καλύτερο – τόσο ορθότερες, τόσο ακριβέστερες θα είναι οι αξιολογήσεις του. Η Ευρώπη και η Κούβα, άλλωστε, δεν απέχουν τόσο πολύ όσο νομίζουμε. Πολλές φορές πράγματι ενδέχεται η άμεση πληροφόρησή μας για τα όσα συμβαίνουν εκεί ή εδώ να μην είναι επαρκής. Υπάρχει όμως ένα κοινό πολιτισμικό ανήκειν, η ιουδαιοχριστιανική κουλτούρα, η οποία είναι κοινή σε όλους μας. Τώρα, η ιστορία είναι μια γραμμή που έχει μια συνέχεια. Με κορυφώσεις και με ρήξεις, σίγουρα, πάντοτε όμως με μια συνέχεια. Εγώ φωτίζω συγκεκριμένα στιγμιότυπα αυτής της συνέχειας είτε επειδή με ενδιαφέρουν προσωπικά είτε επειδή μια δεδομένη στιγμή έχει έναν ιδιαίτερα δραματικό χαρακτήρα. Γιατί πιστεύω ότι ανάμεσα στα άλλα καθήκοντα του συγγραφέα είναι και να διασώζει τη μνήμη. Και μια πιο πλήρης μνήμη της ιστορίας της Κούβας είναι μια μνήμη που μπορεί κανείς και να κατανοήσει καλύτερα και να διατηρήσει καλύτερα».

Ο Μάριο Κόντε σκέφτεται κάποια στιγμή τη γειτονιά του, σκέφτεται πρόσωπα που έζησαν εκεί και υπάρχουν πλέον μόνο στη μνήμη του. Είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων να γινόμαστε μια κιβωτός του παρελθόντος;

«Μιλώντας χθες το βράδυ με φίλους σχολιάζαμε αυτό ακριβώς το θέμα. Αυτό που ο Μίλαν Κούντερα ονομάζει «η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» είναι επίσης και «η αβάσταχτη ελαφρότητα της μνήμης». Με το να θυμόμαστε το παρελθόν, το δημιουργούμε, το ξαναγράφουμε ως αφήγηση. Κι αυτές οι αφηγήσεις χάνονται μαζί με τους ανθρώπους. Η απώλεια των ανθρώπων και της μνήμης τους με απασχολεί πολύ. Προφανώς, δεν αποκαλύπτω κάποιο μυστικό λέγοντας ότι αυτή η έγνοια του Κόντε είναι και δική μου. Πάρα πολύ συχνά, άλλωστε, μεταφέρω στους χαρακτήρες μου τα δικά μου συναισθήματα, τις δικές μου ανησυχίες, τις δικές μου ιδέες για τα πράγματα και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Κόντε έχει κατηγορηθεί ότι είναι κάπως υπαρξιστής – δικαίως, θα έλεγα!».

Είναι η ευτυχία μια «φευγαλέα επικράτεια», όπως λέτε στο τέλος ενός κεφαλαίου απευθυνόμενος προς τον Κόντε;

«Ξέρετε, η ζωή μας στην Κούβα έχει συναισθηματικές διακυμάνσεις που θυμίζουν το τρενάκι του λούνα παρκ. Αναμφίβολα, το να βρει κανείς την ισορροπία που αποκαλούμε «ευτυχία» είναι ο κοινός στόχος. Κι αυτό εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες, κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, ακόμη και κλιματικούς. Αλλά η αναζήτηση της ευτυχίας είναι αυτό που μας κινεί. Για έναν μέσο Κουβανό της γενιάς μου συχνά μοιάζει περίπλοκο το να τη βρει, είναι πολλά τα στοιχεία της κοινωνίας μας που μας εμποδίζουν. Τη συναντά όμως κανείς σε απλά πράγματα: σε μια παρέα με φίλους, με ένα μπουκάλι ρούμι, με καλή διάθεση, με κάτι να τσιμπήσουμε, σε μια ερωτική σχέση. Γιατί πιστεύω ότι βασικό σημείο του κουβανικού χαρακτήρα είναι η αισθησιακότητα – το να ζει κανείς τα πράγματα με τις αισθήσεις του. Ο Κόντε, που είναι πιο εγκεφαλικός από τον μέσο Κουβανό, είναι πιο δύσκολο να νιώσει ικανοποιημένος. Κάποτε όμως αγγίζει κι αυτός την επικράτεια της ευτυχίας. Πάνω από όλα, ξέρει ότι του αξίζει να βρεθεί εκεί. Και ταυτόχρονα ξέρει ότι θα ξανάρθουν προβλήματα, δυσκολίες, στενοχώριες – του αρκεί όμως η στιγμή της ευτυχίας».

Ο Μάριο Κόντε είναι βέβαιος ότι μετά τη γιορτή του 2016, μετά την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα και τη συναυλία των Rolling Stones, δεν θα αλλάξουν και πολλά πράγματα στην Κούβα. Είχε δίκιο;

«Είχε οπωσδήποτε δίκιο γιατί ο συγγραφέας του Κόντε ήξερε πως αυτό ακριβώς θα συνέβαινε! Γιατί αυτό που συνέβη τότε ήταν σαν τις διακοπές σε μια σκληρή σχολική χρονιά. Ολος ο κόσμος ερχόταν στην Αβάνα, άνοιγαν δουλειές, υπήρχε χρήμα. Ηταν σαν να είχαμε περάσει για λίγο από την άλλη πλευρά του καθρέφτη της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Ξέραμε πως θα έπρεπε να επιστρέψουμε. Βρεθήκαμε λοιπόν για λίγο σε μια wonderful country, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, γυρίσαμε στην προηγούμενη κατάσταση. Γιατί δεν υπήρξε καμία δομική αλλαγή ούτε στην κατάσταση στην Κούβα ούτε στην πολιτική των ΗΠΑ προς την Κούβα, με αποτέλεσμα όταν ήρθε η κυβέρνηση Τραμπ τα πράγματα να χειροτερέψουν. Με την έλευση της πανδημίας δεν ζήσαμε μόνο μια υγειονομική, αλλά και μια οικονομική καταστροφή που επηρέασε όλο τον πλανήτη και η αναποτελεσματικότητα του κουβανικού συστήματος δημιούργησε την τέλεια καταιγίδα. Εδώ και τρία χρόνια ζούμε σε βαθιά οικονομική κρίση με ελλείψεις στα πάντα. Πάνω από όλα όμως λείπει το πιο σημαντικό: η ελπίδα. Σε μια κοινωνία χωρίς ελπίδα πολύ δύσκολα αποκτά κανείς πρόσβαση στην ευτυχία».

Είχατε πει κάποτε ότι «ένα μυθιστόρημα δεν τελειώνει, εγκαταλείπεται». Είναι τόσο σκληρή λοιπόν η διαδικασία της γραφής;

«Είναι η τάση που έχεις πάντα να ελέγχεις, να διορθώνεις, να βελτιώνεις, να αναζητείς την τελειότητα. Τελειότητα όμως στην τέχνη δεν υπάρχει. Υπάρχει απλώς η ικανότητα του καθενός και τα εκφραστικά του μέσα. Πάντα θα μπορείς κάτι να αλλάξεις, πάντα θα μπορείς κάτι να βελτιώσεις, πάντα ένας χαρακτήρας θα μπορεί να εκφράζεται με πιο ακριβή ή και με πιο ασαφή τρόπο, αν σου χρειάζεται. Αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Κάποια στιγμή λοιπόν λες «φτάνει» και το αφήνεις. Το κλειδί είναι να είσαι σίγουρος ότι έχεις κάνει το καλύτερο δυνατό. Κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι το βέλτιστο, είναι επειδή ως εκεί φτάνει το ταλέντο σου, όχι επειδή δεν έχεις προσπαθήσει αρκετά».

Το πρόσωπο της λογοκρισίας

Ο λογοκριτής Κεβέδο είναι ένας χαρακτήρας που δίνει σάρκα και οστά στο απρόσωπο στοιχείο της εξουσίας;

«Είναι πράγματι δύσκολο να δώσουμε πρόσωπο στον άνθρωπο που ασκεί λογοκρισία. Εποχές πολιτιστικής καταστολής έχουν υπάρξει στην πορεία της Ιστορίας σε όλα τα συστήματα του κόσμου. Την εποχή, για παράδειγμα, που στη Σοβιετική Ενωση επικρατούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, στις ΗΠΑ ο μακαρθισμός λογόκρινε καλλιτέχνες. Κι αυτό που συνέβη στην Κούβα είναι κομμάτι μιας πολιτικής του συστήματος που ξεκίνησε από τις αρχές της περιόδου μετά την επανάσταση και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Γιατί η πολιτιστική πολιτική του κουβανικού κράτους επιτρέπει και προωθεί μόνο ό,τι είναι ευνοϊκό γι’ αυτήν. Τη δεκαετία του ’70 η πολιτική αυτή ήταν πολύ πιο επιθετική ενάντια στους καλλιτέχνες, στους ομοφυλόφιλους, στους θρήσκους. Αν λοιπόν τη δεκαετία του ’70 φορούσε κάποιος σταυρό, έπρεπε να το κάνει κρυφά γιατί θα μπορούσε κατηγορηθεί ότι δεν ήταν αρκετά επαναστάτης. Αν ήταν ομοφυλόφιλος, έπρεπε να το κρύβει, γιατί θα κινδύνευε να τιμωρηθεί ή να περιθωριοποιηθεί. Ευτυχώς, πολλές από αυτές τις καταστάσεις έχουν πια ξεπεραστεί – αν και στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμοί».