«Φελίνι από την ανάποδη»: η διατύπωση της Μπεθ Aν Πάτρικ, κριτικού των «Los Angeles Times», είναι ίσως η πιο καίρια για το νέο μυθιστόρημά του αμερικανού συγγραφέα Αντονι Μάρα (γεννημένου στην Ουάσιγκτον το 1984). Η ζωή, κατά τον Μάρα, μπορεί να είναι τόσο δύσκολη αλλά και τόσο γελοία που μόνον η φαντασία μπορεί να μας σώσει – εν προκειμένω, η φαντασία στον κινηματογράφο. O σπουδαίος Φελίνι μάλλον θα συμφωνούσε.

Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Μαρία Λαγκάνα, Ιταλίδα 28 ετών, η οποία έχει μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια με τη μητέρα της για να γλιτώσει από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, είναι η ψυχή της κινηματογραφικής εταιρείας Mercury, των δίδυμων αδελφών Φέλντμαν. Στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ των δεκαετιών 1930 και 1940, η Mercury είναι ο φτωχός συγγενής των μεγάλων κινηματογραφικών στούντιο, καθώς γυρίζει ταινίες β΄ διαλογής. Οταν όμως οι ΗΠΑ μπαίνουν στον πόλεμο το 1941, η Μercury βρίσκει την ευκαιρία να υπηρετήσει την πολεμική προσπάθεια, μέσω της προπαγάνδας. Ο Αρτι Φέλντμαν που «τρέχει» την εταιρεία τρίβει τα χέρια του και αναθέτει στη Μαρία να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας, καθώς διαθέτει «ταλέντα στρατηγού, διπλωμάτη, διαπραγματευτή ομήρων και κομμώτριας».

Η Μαρία συντονίζει έναν στόλο προσώπων που κάνουν τα πάντα για να πετύχουν οι προπαγανδιστικές ταινίες της Mercury: από τους πρωταγωνιστές, όπως ο Εντι Λου, αμερικανός κινεζικής καταγωγής ηθοποιός, ο οποίος λατρεύει τον Σαίξπηρ αλλά λόγω των χαρακτηριστικών του, παίζει πάντα ρόλους «κακού Γιαπωνέζου», μέχρι την Αννα Βέμπερ, βερολινέζα αρχιτέκτονα, της σχολής του Bauhaus η οποία δουλεύει ως μακετίστα και σκηνογράφος και τον πολύ νεαρό Βίνσεντ Κορτέζε, μετανάστη από την Καλαβρία, φωτογράφο που κάνει δουλειές του ποδαριού στο Χόλιγουντ ενώ ονειρεύεται μια καριέρα όπως του Ρόμπερτ Κάπα, του διάσημου φωτογράφου και πολεμικού ανταποκριτή.

Κωμωδία και μελαγχολία

Το 1941, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, οι χιλιάδες ευρωπαίοι πρόσφυγες αλλά και οι Αμερικανοί ξενικής καταγωγής (όπως ο Εντι Λου) που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας χαρακτηρίζονται, από τη μια μέρα στην άλλη, «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις και κινδυνεύουν από φραστικές – και όχι μόνον – επιθέσεις. Ανθρωποι που εγκατέλειψαν την Ευρώπη λόγω του φασισμού, ο οποίος κήρυξε πόλεμο στη νέα τους πατρίδα, βρίσκονται τώρα μετέωροι, καθώς η καινούργια τους πατρίδα τούς θεωρεί δυνάμει εχθρούς.

Ο ήλιος της Καλιφόρνιας απαλύνει κάπως την περιρρέουσα παράνοια, όμως οι ζωές όλων αυτών, οι οποίες μπλέκονται μεταξύ τους, θα ήταν απολύτως σπαρακτικές αν ο Μάρα, με μεγάλη μαεστρία, δεν τις φώτιζε με λεπτό χιούμορ. Οι σελίδες που αφιερώνει ο συγγραφέας στις τρεις «μεγάλες θείες» της Μαρίας, χήρες από την Καλαβρία, που σταυροκοπιούνται, μιλούν ελάχιστα αγγλικά και επιβιώνουν χάρη στο εστιατόριό τους, στο οποίο συχνάζει ο απατεώνας Τσίτσο, ο νεκροθάφτης, είναι εφάμιλλες ασπρόμαυρης ιταλικής κωμωδίας. Οι διάλογοι μεταξύ της Μαρίας και του Αρτι, με φόντο τις έξι περούκες στο γραφείο του, στις οποίες έχει δώσει διαφορετικά ονόματα, ανάλογα με το πότε τις χρησιμοποιεί, είναι εξίσου διασκεδαστικοί.

Στο βιβλίο ωστόσο η μελαγχολία δεν είναι ποτέ μακριά. Ο Μάρα σκιαγραφεί εξαιρετικά το σκληρό, ξεχασμένο χωριό της υπανάπτυκτης Καλαβρίας του τέλους της δεκαετίας του 1930, όπου βρίσκεται σε απομόνωση ο πατέρας της Μαρίας λόγω της πολιτικής του δράσης και ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί ταινία μέσα στην ταινία. Η γραφή του Μάρα είναι ονειρική και ρεαλιστική ταυτόχρονα. Παραπέμπει, σε σημεία, στον βραβευμένο καναδό συγγραφέα Μάικλ Οντάατζε. Η επιτυχία ωστόσο του μυθιστορήματος δεν έγκειται μόνο στις ονειρικές εικόνες που πλάθει ο συγγραφέας ή στην εκπληκτική χρήση του αρχειακού υλικού (οι ήρωές του συναντούν αληθινά αλλά «μυθικά» πρόσωπα της εποχής, όπως τη Μαρλένε Ντίντριχ, τον Χίμλερ, τη Λένι Ρίφενσταλ, τον Μπέλα Λουγκόζι), ούτε μόνο στην κριτική του Μάρα απέναντι στην υποκρισία των ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου. Η επιτυχία του βιβλίου είναι ότι ο νεαρός συγγραφέας διαθέτει τη σπάνια ικανότητα να οσφραίνεται τη χάρη που αναδίδουν οι ζωές των καθημερινών ανθρώπων ακόμη και όταν βρίσκονται σε ακραία δύσκολες συνθήκες.

Γράφοντας εν μέσω πανδημίας

Οταν ο Αντονι Μάρα άρχισε να γράφει το βιβλίο, το 2014, ήλπιζε ότι θα έχει τελειώσει ως το τέλος της προεδρικής θητείας του Μπαράκ Ομπάμα. Αλλωστε, για τα προηγούμενα είχε χρειαστεί δύο χρόνια για το καθένα. Το 2016, ο Τραμπ διαδέχθηκε τον Ομπάμα και ο συγγραφέας ακόμη πάλευε με το χειρόγραφό του νιώθοντας ότι οι σκέψεις του δεν τον οδηγούν πουθενά. Μετά ήρθε η πανδημία. Και τότε ο Μάρα, όπως εξομολογήθηκε στο «Publishers Weekly», βρήκε δύο κίνητρα: πρώτον, η σύζυγός του με την οποία πέρασε το λοκντάουν στο σπίτι τους, μπορούσε να τον παρακολουθεί στο γραφείο του, όσο εκείνη εργαζόταν στο τραπέζι της κουζίνας. Συνειδητοποίησε ότι «ήταν πολύ παραγωγικός όταν τον παρακολουθούν». Και δεύτερον, με την επιβεβλημένη από τη πανδημία απομόνωση, ο συγγραφέας κατέφυγε στη δύναμη της λογοτεχνίας, «η οποία μπορεί να σε μεταφέρει πολύ μακριά από τον εαυτό σου».