Οι Κασσάνδρες είχαν όντως δίκιο –οι Βρετανοί επέλεξαν το Βrexit. Σε αυτές ανήκε και η γερμανική κυβέρνηση. Μόνο που κανένας υπουργός της δεν τολμούσε να το εκφράσει δημόσια. «Είχαν κάνει τάμα να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό» έλεγε τηλεπαρουσιαστής. «Και αυτό επειδή φοβούνταν ότι οι προβλέψεις τους θα έχυναν νερό στον μύλο των ευρωφοβικών».
Αντ’ αυτού, η καγκελαρία και τα βασικά υπουργεία της κυβέρνησης (Εξωτερικών, Οικονομικών και Οικονομίας) προετοίμαζαν το Πλάνο Β’ για την περίπτωση του μοιραίου σχίσματος. Η προετοιμασία όμως, όπως αποκαλύπτεται τώρα, δεν ήταν πολύ λεπτομερειακή –περιοριζόταν στους πολύ γενικούς στόχους μιας αναδιάρθρωσης των σχέσεων με τη Μεγάλη Βρετανία. Και αυτό, όπως εξήγησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ την Παρασκευή, επειδή δεν υπάρχει σχετικό προηγούμενο, ή «πάτημα». «Πρόκειται για παγκόσμια πρώτη» είπε. «Μας λείπει κάθε είδους ιστορική εμπειρία, δεδομένου ότι καμία χώρα δεν έχει αποσχιστεί ως τώρα από την Ευρωπαϊκή Ενωση». Αυτό σημαίνει νέα αρχή –από μηδενική βάση. «Δεν ξέρουμε τι επιφυλάσσει το μέλλον» πρόσθεσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ολα μένουν έτσι ανοικτά.
Η καλύτερη προετοιμασία για αυτό είχε γίνει προφανώς από το υπουργείο Οικονομικών, που αποτυπώνεται σε ένα έγγραφο οκτώ σελίδων υπό τον τίτλο: «Γερμανική στρατηγική αναφορικά με το Βrexit». Αυτό το έγγραφο, σύμφωνα με την εφημερίδα «Handelsblatt», ήταν η βάση της συζήτησης που έκανε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τους στενότερους συνεργάτες του, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος. Και από αυτήν προέκυψαν δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, το Βερολίνο θα προτείνει στο Λονδίνο ταχείες, αλλά «εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις» ώστε να παρακαμφθούν «ανώδυνα» πολλοί επικίνδυνοι σκόπελοι, όπως η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η ρύθμιση των δοσοληψιών της με τα κοινοτικά ταμεία, καθώς και η σχεδιαζόμενη για το 2017 βρετανική προεδρία της Κοινότητας. Ο στόχος είναι να γίνει η χώρα ένας «συνδεδεμένος εταίρος» με όλα τα πλεονεκτήματα, αλλά και με όλους τους αυστηρούς περιορισμούς που εμπεριέχει ένα τέτοιο στάτους. Και δεύτερον, η γερμανική κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει στις αντίστοιχες γαλλική και ιταλική, καθώς και στην Κομισιόν, να εκμεταλλευθούν την τρέχουσα αναταραχή για να επιβάλουν περισσότερη αλληλεγγύη εντός της ΕΕ με τη μορφή ενός κοινού προϋπολογισμού για τις χώρες της ευρωζώνης και μιας αμοιβαίας ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων.
Αυτή που κινεί τα νήματα σε κεντρικό επίπεδο είναι βέβαια η Ανγκελα Μέρκελ, η οποία βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τους ομολόγους της. Μαζί τους θέλει να συζητήσει με «ηρεμία και νηφαλιότητα», στην προσεχή σύνοδο κορυφής με στόχο την κοινή αντιμετώπιση των πρωτοφανών προκλήσεων που προκαλεί το Βrexit. Παράλληλα βέβαια κάνει και συναντήσεις σε κλειστό κύκλο, όπως με τον Φρανσουά Ολάντ και τον Ματέο Ρέντσι, τη Δευτέρα στο Βερολίνο. Αυτό δεν την εμπόδισε «να τα βάλει» με τον υπουργό Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ για τη συνάντηση που είχε το Σάββατο, επίσης σε κλειστό κύκλο, με τους ομολόγους του από τις ιδρυτικές χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία) με θέμα μια πιο «ευέλικτη Ευρώπη». «Τέτοιες παρασυναγωγές δεν οδηγούν αυτή τη στιγμή πουθενά» του διεμήνυσε σύμφωνα με τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Η πρωτοφανής αυτή ενέργεια εναντίον του πλέον δημοφιλούς υπουργού της εξηγείται, σύμφωνα με τον αναλυτή Σεμπάστιαν Γκέρχαρτ, μόνο με τα κύματα πανικού που διαπερνούν κατά διαστήματα τις τελευταίες ημέρες το Βερολίνο.
Ο πανικός αυτός δεν είναι αδικαιολόγητος. Η Γερμανία είναι ίσως ο μεγαλύτερος χαμένος από το Βrexit. Και αυτό για πολλούς λόγους:
Πρώτον, επειδή έτσι ανακόπτεται απότομα η τάση συνένωσης στην Ευρώπη, που οδήγησε στη συγκρότηση της ΕΕ και αργότερα της ευρωζώνης. Το Βrexit υποβαθμίζει καίρια την ΕΕ, που είναι το εφαλτήριο της Γερμανίας για το άλμα της στο κλαμπ των «μεγάλων» της υφηλίου.
Δεύτερον, επειδή το Βrexit αποδυναμώνει στρατιωτικά την ΕΕ, δεδομένου ότι η Μεγάλη Βρετανία έχει τον μεγαλύτερο στρατό της ηπείρου –χώρια τα πυρηνικά της όπλα. Σε αυτόν οφειλόταν η αυξανόμενη γεωπολιτική επιρροή της Κοινότητας, από την οποία κέρδιζε και η Γερμανία. Οχι τυχαία ίσως (εν όψει του Βrexit) ζήτησε η κυρία Μέρκελ πρόσφατα γενναία αύξηση των γερμανικών πολεμικών δαπανών.
Τρίτον, επειδή οι γερμανικές εξαγωγές στη Μεγάλη Βρετανία θα υποστούν σοβαρή μείωση. Το 2015 οι εξαγωγές αυτές έφτασαν τα 84 δισεκατομμύρια ευρώ, με τάση μάλιστα να ξεπεράσουν και εκείνες στη Γαλλία, που βρίσκονται επικεφαλής των γερμανικών εξαγωγών στον κόσμο.
Και, τέταρτον, η Γερμανία θα κληθεί να καλύψει σοβαρό μέρος από το κενό του προϋπολογισμού της ΕΕ, που θα προκύψει από τη στάση πληρωμών της Μεγάλης Βρετανίας μετά το Βrexit. Το σχετικό μερίδιό της είναι περίπου 22%, κάτι που αντιστοιχεί σε επιπλέον τρία δισεκατομμύρια ευρώ. Υπάρχουν βέβαια και κάποια πιθανά παράπλευρα κέρδη, όπως η φημολογούμενη μεταφορά της έδρας πολλών χρηματιστηριακών ομίλων από το Σίτι του Λονδίνου στη Φρανκφούρτη –κάτι που θα την αναδείξει στο μεγαλύτερο χρηματιστηριακό κέντρο του κόσμου –καθώς και η μαζική μετεγκατάσταση νεοφυών επιχειρήσεων (startups) από το Λονδίνο στο Βερολίνο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ