Το 52% των Βρετανών ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Τι προβλέπει το Αρθρο 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που θεωρείται η μοναδική οδός νόμιμης αποχώρησης ενός κράτους-μέλους; Πότε ξεκινά και πότε ολοκληρώνεται η διαδικασία; Και ποιες είναι οι παγίδες;
Το δικαίωμα ενός κράτους-μέλους να αποχωρήσει από την ΕΕ εισήχθη για πρώτη φορά σε κοινοτικό κείμενο το 2009 με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Υπήρξε εξαρχής μια αμφιλεγόμενη ρήτρα που άρχισε να συζητείται στις διαπραγματεύσεις για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που τελικά ναυάγησαν. Τελικώς, η ρήτρα εγκρίθηκε και αποτελεί το Αρθρο 50. Τι ακριβώς λένε όμως οι πέντε παράγραφοί του;
Κάθε κράτος-μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την ΕΕ με βάση «τις συνταγματικές του διαδικασίες». Αυτό σημαίνει ότι κάθε χώρα μπορεί να αποφασίσει με διαφορετικό τρόπο: με δημοψήφισμα, με νόμο ή με άλλο τρόπο. Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, η Βουλή των Κοινοτήτων θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποιο ψήφισμα, αν και όχι απαραίτητα σε νόμο, αιτούμενη αποχώρηση. Πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι το δημοψήφισμα για την παραμονή ή την αποχώρηση από την ΕΕ είχε συμβουλευτικό και όχι υποχρεωτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τη νομοθεσία βάσει της οποίας πραγματοποιήθηκε. Νομικά, δεν αρκεί από μόνο του για την αποχώρηση. Ισως αυτός να είναι ο λόγος που ακούστηκαν και φωνές περί του να μη ληφθεί υπόψη αφού, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή δεν έφθασε στο όριο του 75%.
Το κράτος-μέλος, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η Βρετανία, πρέπει να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την πρόθεσή του να αποχωρήσει. Από τη Συνθήκη της Λισαβόνας προκύπτει ότι ο χρόνος για την ενημέρωση είναι απόλυτη επιλογή του κράτους. Στο σημείο αυτό δεν αποκλείονται άτυπες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και της Βρετανίας, ένα σημείο στο οποίο επέμειναν με τις δηλώσεις τους τόσο ο Μπόρις Τζόνσον όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή οι «27», χωρίς τη Βρετανία, θα καταλήξει σε κατευθυντήριες γραμμές που θα αποτελέσουν τη διαπραγματευτική γραμμή της ΕΕ έναντι του Λονδίνου και θα καλύπτουν και τη μορφή της μελλοντικής σχέσης. Η συμφωνία που θα επιτευχθεί θα πρέπει να γίνει με βάση το Αρθρο 218, παράγραφος 3, το οποίο προβλέπει ότι η Κομισιόν υποβάλλει συστάσεις προς το Συμβούλιο εν όψει διαπραγματεύσεων ή για τον καθορισμό της διαπραγματευτικής ομάδας. Το Αρθρο 50 προβλέπει επίσης (στην παράγραφο 3) ότι οι διαπραγματεύσεις μπορούν να κρατήσουν δύο χρόνια από τη στιγμή της αίτησης για αποχώρηση. Αν δεν υπάρξει συμφωνία εντός δύο ετών, οι Συνθήκες παύουν αυτόματα να ισχύουν, εκτός να υπάρξει νωρίτερα συμφωνία. Για να παραταθούν οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αποφασίσει διαφορετικά και ομόφωνα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των «27».
Η οριστικοποίηση της συμφωνίας γίνεται με «σούπερ ενισχυμένη πλειοψηφία» και όπως είναι αναμενόμενο, χωρίς να υπολογιστεί η Βρετανία. Η «σούπερ ενισχυμένη πλειοψηφία» απαιτεί τουλάχιστον το 72% των ψήφων στο Συμβούλιο που θα πρέπει παράλληλα να καλύπτουν το 65% του πληθυσμού των κρατών-μελών (και πάλι χωρίς τη Βρετανία). Σε αντίθεση με τις συμφωνίες προσχώρησης όμως, η αποχώρηση δεν φαίνεται ότι απαιτεί επικύρωση από τα υπόλοιπα κράτη. Εφόσον όμως απαιτηθούν αλλαγές στις Συνθήκες ή η σύναψη διεθνών συμφωνιών (όπως π.χ. μια νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ – Βρετανίας) τότε θα χρειαστεί επικύρωση από τους υπόλοιπους «27» με βάση το Αρθρο 48 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι τουλάχιστον το Αρθρο 52 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που αφορά τη γεωγραφική έκταση της ΕΕ, καθώς και τα Πρωτόκολλα που αφορούν τη Βρετανία, θα χρειαστούν τροποποίηση ή αναθεώρηση.
Στη διαδικασία της αποχώρησης το Κοινοτικό Δίκαιο υπερισχύει του Διεθνούς Δικαίου. Επιπλέον, η συμφωνία αποχώρησης αποτελεί διεθνή συμφωνία και υπό αυτή την έννοια υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου της ΕΕ. Παράλληλα, δεν προκύπτει σύμφωνα με νομικούς κύκλους η δυνατότητα άρσης του αιτήματος της αποχώρησης.

ΣΚΩΤΙΑ
Δεν φαίνεται να ισχύει το ενδεχόμενο μερικής αποχώρησης, είτε στο πλαίσιο της συμμετοχής του κράτους στη λήψη αποφάσεων από τα κοινοτικά όργανα είτε σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αποχώρησης σε μέρος της γεωγραφικής επικράτειας του κράτους (σ.σ.: αυτό θα μπορούσε να αφορά τη Σκωτία). Το πρόβλημα στο σημείο αυτό είναι ότι π.χ. η Σκωτία δεν θα είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αλλά και εφόσον το Εδιμβούργο αποφασίσει διαφορετικά, θα πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία προσχώρησης, όπως προβλέπεται στο Αρθρο 49.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ