Ηταν κάποτε μια χώρα που συγκλονιζόταν από βαριά κρίση χρέους. Οι θυσίες ήταν τεράστιες, ο δημοσιονομικός τομέας της χώρας κατεστραμμένος. Οι δανειστές από το εξωτερικό επέμεναν αμείλικτοι σε ένα πραγματικά τελευταίο πλάνο δημοσιονομικής εξυγίανσης και δεν έπαυαν στιγμή να επαινούν τις ελαφρύνσεις που θα έφερνε σε σύγκριση με τα παλιότερα πλάνα. Η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στο δίλημμα να υποταγεί στην πίεση των δανειστών, από τη μια, και να απαλλαγεί από το μισητό χρέος, από την άλλη, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ούτε στο εσωτερικό της ούτε στη Βουλή υπήρχε ξεκάθαρη πλειοψηφία υπέρ της απαλλαγής. Αλλά και η σκέτη απόκρουση του πλάνου των δανειστών τής φαινόταν παρακινδυνευμένη –μια ρήξη με το διεθνές τραπεζικό σύστημα θα είχε σημαντικές συνέπειες και στην εξωτερική πολιτική. Σε αυτή την ακραία ανάγκη της η κυβέρνηση αποφάσισε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις και να προκηρύξει δημοψήφισμα.
Δεν μιλάμε εδώ για την Ελλάδα. Η περί ου ο λόγος χώρα είναι η Γερμανία. Γράφουμε για το έτος 1929. Η χώρα δεν ήταν εντελώς άμοιρη ευθυνών για την κατάστασή της. Τα προηγούμενα χρόνια είχαν εισρεύσει σε αυτήν μέσω ενός νέου νομίσματος καινούργια δάνεια. Και αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί όχι πάντα με λελογισμένο τρόπο. Ανάμεσα σε άλλα έγιναν έργα πολυτελείας και χτίστηκε ένα ακριβό κοινωνικό κράτος από το οποίο έλειπε κάθε οικονομική βάση.
Κανένα άλλο γεγονός στον 20ό αιώνα δεν είχε διεθνώς τόσο δραματικές επιπτώσεις όσο η κατάπτωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που προκλήθηκε από την κρίση χρέους το 1929. Το πρόβλημα τότε ήταν οι αξιώσεις για επανορθώσεις από τους αντιπάλους της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο λεγόμενο σχέδιο Young και τέθηκαν σε δημοψήφισμα προς ψήφιση από τον γερμανικό λαό. Αυτό το πλάνο δεν ήταν εντελώς μειονεκτικό –περιείχε, σε σύγκριση με τις αρχικές, πολύ «κουτσουρεμένες» απαιτήσεις από τους δανειστές και επιμήκυνε το χρέος σε 58 χρόνια. Ακόμη και στις τεχνικές του λεπτομέρειες είναι συγκρίσιμο με το σημερινό πρόγραμμα για την Ελλάδα επειδή προέβλεπε ένα χαμηλό πρωτογενές πλεόνασμα και την παραμονή της χώρας στο διεθνές νομισματικό σύστημα –τότε ήταν ο κανόνας χρυσού, σήμερα το ευρώ.
Το δημοψήφισμα είχε επιτυχία, το σχέδιο Young έγινε δεκτό. Μόνο που σύντομα διαπιστώθηκε ότι δεν λειτουργούσε. Μέχρι να καταργηθεί όμως πέρασαν κρίσιμα χρόνια, στα οποία η κρίση στη Γερμανία επιδεινώθηκε δραματικά –η ανεργία ανέβηκε στο 30% και τα ακραία κόμματα έγιναν μαγνήτης για τους ψηφοφόρους. Οταν οι δανειστές το αναλογίστηκαν και έβαλαν τέρμα στο σχέδιο Young, ήταν πολύ αργά: οι κομμουνιστές και οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν από το καλοκαίρι του 1932 την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και το μόνο ανοικτό ερώτημα ήταν πλέον ποιος από τους δύο ανταγωνιστές θα ερχόταν στην εξουσία.
Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Μπορεί σε καθεστώς κρίσης να συνυπάρχει μια νομισματική ένωση με τη δημοκρατία; Πώς μπορεί μια δημοκρατική κυβέρνηση να δράσει όταν είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στα αντιθετικά συμφέροντα των ξένων δανειστών και των ντόπιων ψηφοφόρων; Μπορεί να υπάρχει δημοκρατία στη λιτότητα και λιτότητα στη δημοκρατία; Το ερώτημα αυτό έθεσε σε έναν αξιομνημόνευτο λόγο του στο Eurogroup ο Βαρουφάκης και η απάντησή του ήταν λίγο ή πολύ αρνητική. Δεν χρειάζεται να συμφωνεί κανείς μαζί του στην εκτίμηση της τρέχουσας κρίσης. Το αντίθετο μάλιστα, η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι ο ίδιος και οι σύντροφοί του υπερεκτιμούν με αφελή και ρομαντικό τρόπο τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Αλλά το ίδιο έκαναν και οι εκπρόσωποι της Γερμανίας κατά τις διαπραγματεύσεις για το σχέδιο Young. Ανάμεσά τους και ο Ρούντολφ Χίλφερντιγκ, ο οποίος με τη θεωρία του για το χρηματιστικό κεφάλαιο είχε αναδειχθεί στον τιτάνα του αναθεωρητικού μαρξισμού.
Το δημοψήφισμα ήταν μια κορυφαία στιγμή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μόνο που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη διάλυσή της. Λίγο αργότερα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και άλλα πιο αριστερά από αυτό κόμματα βρέθηκαν στην αντιπολίτευση, ανίκανα, από τη μια, να στηρίξουν την πολιτική των περικοπών και πολύ αδύναμα, από την άλλη, για να την εμποδίσουν. Η κυβέρνηση ανατέθηκε στη συνέχεια σε τεχνοκράτες που είχαν αμφίβολη δημοκρατική νομιμοποίηση και μια συνεχώς μειούμενη κοινοβουλευτική βάση.
Η ιστορική αναλογία σταματά κάπου εδώ. Εκείνο που κάνει ωστόσο εντύπωση είναι ότι η ελληνική κρίση έχει αντίστροφη χρονολογία από τη γερμανική: στην αρχή της ήταν οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις, η Αριστερά ήρθε σε αργότερη φάση στην εξουσία και σε αντίθεση προς τη Γερμανία μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές στο απόγειο της κρίσης και να βάλει την άκρα Δεξιά στο περιθώριο. Υπάρχει επίσης βάσιμη ελπίδα ότι σε αντίθεση με την εποχή του Μεσοπολέμου τα σημερινά επίμαχα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν θα παροξύνουν την πολιτική της λιτότητας, αλλά, αντίθετα, θα τη μετριάσουν βαθμιαία. Αν το δει κανείς κακόπιστα, θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέκοψε τις διαπραγματεύσεις επειδή για πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια υφίστατο η ευκαιρία να επιτευχθεί ένα χρήσιμο για την Ελλάδα αλλά ιδεολογικά απαράδεκτο για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να δείξει στους δανειστές ότι το ελληνικό χρέος είναι πρόβλημα της Γερμανίας και ιδιαίτερα –σύμφωνα με την εκδοχή του μαρξισμού του Χίλφερντινγκ –πρόβλημα του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό δεν ήταν όμως απαλλαγμένο από λογικά λάθη. Το γεγονός επιπλέον ότι ο Χίλφερντιγκ απέτυχε πολιτικά έναντι του ίδιου προβλήματος δεν αποτελεί καλό οιωνό.
Βασικά ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε κατά πέντε χρόνια αργότερα στην κυβέρνηση και πρόσφερε λύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποδώσουν στην αρχή της κρίσης, όχι στο τέλος της. Μετά από πέντε χρόνια κρίσης και αποπληθωρισμού θα έπρεπε να έρθει η ανάκαμψη, αν δεν δινόταν νέα τροφή στην κρίση.
Ο Μαρξ είπε κάποτε ότι στην ιστορία γίνονται όλα δυο φορές, την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα. Η τραγωδία του 20ού αιώνα είναι γνωστή. Σημαντικοί σταθμοί της ήταν οι επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιδείνωση της κατάστασης στην οικονομία μέσω των αντιπληθωριστικών αξιώσεων της τρόικας των κεντρικών τραπεζών των νικητήριων δυνάμεων από το 1929 και το μοιραίο τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το 1933. Αυτό που βιώνουμε από το 2009 είναι η επανάληψη της τραγωδίας ως φάρσα, με νέα τρόικα και με τη Γερμανία ως κύριο δανειστή.
Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία δεν έχει επαναληφθεί μηχανιστικά. Μόλις άρχισε στη Γερμανία η πολιτική της λιτότητας, η πλειονότητα του πληθυσμού τάχθηκε υπέρ της ρήξης με τους δανειστές. Στην Ελλάδα, αντίθετα, υπάρχει μια πλειονότητα υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη. Η απόφαση-έκπληξη για το δημοψήφισμα δεν είναι τίποτε άλλο από την παραδοχή αυτού του γεγονότος. Αναγκασμένος να επιλέξει ανάμεσα στη λαϊκή θέληση και στην κομματική ιδεολογία, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να θυμάται την ειρωνική φράση του Μπέρτολτ Μπρεχτ ότι θα ήταν απλούστερο για την κυβέρνηση να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει στη θέση του έναν άλλον.
Το δημοψήφισμα θα έχει πάντως ιστορική σημασία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 έληξε το 1933 με την αναρρίχηση στην εξουσία του γερμανικού φασισμού με συνέπεια τη διαγραφή του χρέους και τον εξοπλισμό. Η χρηματιστική κρίση του 2008, αντίθετα, θα μπορούσε να τελειώσει με μια κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας. Η ιστορία της Ευρώπης άρχισε στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποφασιστεί την Κυριακή και το μέλλον της Ευρώπης.
Ο κ. Αλμπρεχτ Ριτσλ είναι καθηγητής της Οικονομικής Ιστορίας στη London School of Economics.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ