Με την πλειοψηφία των πολιτών να σύρεται προς τις κάλπες με χαρακτηριστική πολιτική ανορεξία και παραταύτα τη χώρα να βαδίζει ολοταχώς προς τις άδηλες μετεκλογικές εξελίξεις, ο χρόνος εντός του οποίου θα κριθεί η αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου είναι ίσως ο μικρότερος που δόθηκε ποτέ σε εκλογικό σώμα για να λάβει ζωτικές, αν όχι ιστορικές, αποφάσεις.
Παράγωγο ενός ακραίου πολιτικού τακτικισμού, το γεγονός αυτό έχει από μόνο του μια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. Δεν επιτρέπει στις τεχνικές επικοινωνίας των κομμάτων να μεταβάλουν ουσιαστικά την κοινή γνώμη. Καθιστά τους αυτοματισμούς των ανακλαστικών αντιδράσεών της διαμορφωτές των τελικών προτιμήσεών της. Αποθαρρύνει την υιοθέτηση πιο σύνθετων κριτηρίων εκλογικής συμπεριφοράς. Ευνοεί τη θυμική απλοποίηση των πολιτικών διλημμάτων. Δυσκολεύει την υπέρβαση των παραδοσιακών κομματικών ανταγωνισμών και δεν διευκολύνει την ψυχραιμότερη εκτίμηση των, επίσης, άγνωστων, αλλά κυοφορούμενων αλλαγών στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Εξ ου και οι πρώτες δημοσκοπικά καταγραφόμενες αντιδράσεις φαίνονται να ενισχύουν τις τάσεις πολωτικών συσπειρώσεων γύρω από τους επικρατέστερους διεκδικητές της εξουσίας.
Αν αυτές οι τάσεις συνεχισθούν μέχρι το τέλος της προεκλογικής περιόδου, δεν αποκλείεται να γεννηθεί το φαινόμενο μιας όψιμης παλινδρόμησης στα πρότυπα του δικομματικού ανταγωνισμού της μεταπολίτευσης.
Τα πρότυπα αυτά κατέρρευσαν εν όψει των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων του 2012 υπό το κράτος των συνεχών συναισθηματικών μεταπτώσεων από τον «θυμό» στον «φόβο» και τούμπαλιν που αποσταθεροποίησαν τις πολιτικές σχέσεις της μεταπολίτευσης και έκαναν το εκλογικό εκκρεμές να μετακινείται προς πάσα κατεύθυνση οδηγώντας σε πρωτοφανή κατακερματισμό το κομματικό σύστημα.
Τώρα, βέβαια, ο «θυμός», που στις εκλογές του Μαΐου 2012 εκτίναξε στα ύψη τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και άνοιξε την πύλη της Βουλής στις ανομοιογενείς δυνάμεις του «αντιμνημονιακού μετώπου», έχει μετριασθεί κατόπιν της στροφής στον ρεαλισμό των κυριότερων εκφραστών του και της κοινωνικής αποδοχής των συμβιβασμών που επιτάσσει η θέληση μιας αυξανόμενης πλειοψηφίας να παραμείνει «πάση θυσία» η χώρα στην ευρωζώνη.
Εχει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό εκλείψει ο «φόβος» που στις εκλογές του Ιουνίου 2012 «διόρθωσε» υπέρ της ΝΔ το «ανατρεπτικό» αποτέλεσμα του Μαΐου ανοίγοντας τον δρόμο για τον σχηματισμό του μετεκλογικού συνασπισμού εξουσίας.
Ομως, τα αρνητικά αυτά συναισθήματα έχουν εν πολλοίς αναπληρωθεί από την, επίσης, αρνητικής φόρτισης «απόγνωση» των συντηρητικής προέλευσης ψηφοφόρων, που θεωρούν ότι δεν έχουν πλέον τίποτα περισσότερο να χάσουν δοκιμάζοντας «για μια φορά» την τύχη τους με την Αριστερά.
Από το εύρος που θα αποκτήσει εκλογικά αυτή η κατηγορία των ψηφοφόρων θα κριθεί η αναστρεψιμότητα ή μη του προβαδίσματος που προ πολλού έχει κερδίσει η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση.
Ωστόσο, η στάση τους αυτή δεν σημαίνει ότι εκπληρώνει τις συνθήκες μιας μονιμότερης επανατοποθέτησης στη βάση μιας ιδεολογικού χαρακτήρα και παραταξιακής συνοχής διχοτόμηση των πολιτικών δυνάμεων.
Σημαίνει, κυρίως, ότι τα οικονομικά πληγμένα, κοινωνικά συρρικνωμένα και πολιτικά αποδιοργανωμένα μεσαία αστικά στρώματα και οι νεότερης ηλικίας ψηφοφόροι θα είναι και αυτή τη φορά οι κρισιμότεροι παράγοντες απορρύθμισης των πολιτικών ισορροπιών και διαμόρφωσης νέων κομματικών συσχετισμών.
Εντός, όμως, των ίδιων κοινωνικών ομάδων υπάρχουν ανάλογης κρισιμότητας ομάδες που συντίθενται από τους ψηφοφόρους που ως την τελευταία στιγμή θα αναμετρώνται με το ρίσκο που συνεπάγεται η όποια τελική τους επιλογή.
Το δικό τους εκλογικό μέγεθος παραμένει προς το παρόν απροσδιόριστο. Εμπεριέχεται στο σχετικά μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων. Ισως και να κρύβεται πίσω από τα ποσοστά των «μειωμένης βεβαιότητας» ψηφοφόρων που συνυπολογίζονται μεταξύ των εχόντων την πρόθεση να ψηφίσουν υπέρ του ενός εκ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.
Μπορεί, μάλιστα, και να συμπεριλαμβάνονται στους «συνειδητούς παραπλανητές» των δημοσκοπήσεων.
Αντιπροσωπεύουν, πάντως, ένα ποσοστό που κατά πάσα πιθανότητα θα συμπιέσει το άθροισμα του «νέου δικομματισμού» μετατρέποντας τη μάχη για την πρώτη θέση σε ντέρμπι για την… τρίτη.
Σε κάθε περίπτωση, όσο δυσκολότερος αποδειχθεί ο υπολογισμός του αναλαμβανόμενου ρίσκου, τόσο ανακλαστικά πιθανότερη γίνεται η «συντηρητικοποίηση» των αδιευκρίνιστης ψήφου πολιτών.
Ούτως ή άλλως, οι χαμηλές προσδοκίες από τις μετεκλογικές εξελίξεις απομακρύνουν την πιθανότητα να αποκτήσει το πρώτο κόμμα δυναμική αυτοδυναμίας.
Αντιστρόφως, καθίσταται ελκυστικότερη η εναλλακτική λύση επιλογής ενός τρίτου κόμματος που θα δράσει ρυθμιστικά και εξισορροπητικά την επόμενη μέρα.
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι, άλλωστε, οι πρώτες στην πολιτική ιστορία του τόπου που θα έχουν, εκ των πραγμάτων, δύο νικητές.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι εάν υπό τις σημερινές συνθήκες συγκεντρώνονται οι όροι ανάπτυξης της δυναμικής που χρειάζεται για να διακριθεί μεταξύ των ισοδύναμων μνηστήρων της τρίτης θέσης ο χρησιμότερος διαχειριστής της επόμενης μέρας. Ο φόβος της «χαμένης ψήφου» και ο κίνδυνος να ανέβουν τα ποσοστά των κομμάτων που θα μείνουν εκτός κοινοβουλευτικού κοιτώνος είναι από τους ενισχυτικούς παράγοντες για τη δημιουργία ενός διακριτού «τρίτου πόλου». Αντιθέτως ανασταλτικός είναι ο ρόλος των χωρίς αιτία συντελεστών πολυδιάσπασης του κομματικού συστήματος που εμφανίστηκαν ξαφνικά.
Οσοι, πάντως, πιστεύουν ότι η πόλωση αποτελεί μυστικό συσπείρωσης και συνταγή επιτυχίας, καλό είναι να θυμούνται ότι, από τις εκλογές του 2000 και εντεύθεν, η πόλωση, εκτός από συσπείρωση, προκαλεί και αποσυσπείρωση όσων προσβάλλονται από την απλουστευτική λογική της και την αλαζονική ηθική της. Οι αντιδράσεις τους γίνονται συνήθως μαζικότερες την τελευταία προεκλογική εβδομάδα ρίχνοντας έξω τις δημοσκοπήσεις και τις στρατηγικές του ανακλαστικού δικομματισμού.
Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ