Η απόπειρα δολοφονίας του πρωθυπουργού της Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίτσο, την περασμένη εβδομάδα, επανέφερε το ζήτημα της πολιτικής βίας στην Ευρώπη. Λίγες μόνον μέρες πριν από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου και ενώ η Ακροδεξιά στην ΕΕ σημειώνει σταθερά άνοδο και οι δημοσκοπήσεις τη φέρνουν δεύτερη δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο για πρώτη φορά στην Ιστορία, η ανησυχία για την αύξηση της πολιτικής βίας είναι διάχυτη, δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες, με λίγες εξαιρέσεις, το φαινόμενο είχε σημαντικά περιοριστεί.

Οι περισσότεροι ευρωπαίοι αναλυτές εντοπίζουν τις αιτίες αυτής της έξαρσης και στο ότι οι κοινωνικές συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία κλίματος οργής. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται την πολιτική εξουσία και τους πολιτικούς, τόσο ευκολότερα πέφτουν θύματα της παραπληροφόρησης και των θεωριών συνωμοσίας, οι οποίες διακινούνται κατά κόρον στα social media.

Η πολιτική βία στις ΗΠΑ

Αντίστοιχο φαινόμενο, για την ακρίβεια εντονότερο, παρατηρείται και στις ΗΠΑ. Έξι μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, η πόλωση χαρακτηρίζει τις πολιτικές εξελίξεις και καταδεικνύει το ρήγμα στην αμερικανική κοινωνία. Το ότι η αναμέτρηση για το προεδρικό αξίωμα θα είναι, όπως όλα δείχνουν, μεταξύ του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διεξάγει προεκλογική εκστρατεία μέσα από τις αίθουσες των δικαστηρίων, καθώς είναι αντιμέτωπος με τέσσερις ποινικές κατηγορίες για δεκάδες αδικήματα, και του νυν προέδρου, του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν, δεν βοηθά στην εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Και στις ΗΠΑ όπως και στην Ευρώπη, τα social media παίζουν καταλυτικό ρόλο στη διάδοση ψεμάτων και στην καλλιέργεια κλίματος εχθροπάθειας. Από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης εκτοξεύονται σοβαρές απειλές και ύβρεις, εναντίον πολιτικών, δικαστών, αστυνομικών. Μιλώντας στους New York Times, πολλοί αμερικανοί δημόσιοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι έχουν συνηθίσει πλέον να διαχειρίζονται τις απειλές που δέχονται και τον συνακόλουθο φόβο που αυτές προκαλούν. Είναι όμως σαφές ότι ο εκφοβισμός που υφίστανται, ενδέχεται να επηρεάσει τις αποφάσεις τους.

Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Γιούτα, Μιτ Ρομνεϊ, διεκδικητής που προεδρικού χρίσματος το 2008, ο οποίος έχει ανακοινώσει ότι αποσύρεται από την πολιτική στο τέλος του 2024, δήλωσε στον βιογράφο του ότι ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ψήφισαν εναντίον της παραπομπής του Τραμπ σε δίκη με τη κατηγορία της ανάμιξής του στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 – την επιδρομή των οπαδών του στο Καπιτώλιο και την απόπειρα κατάλυσης της αμερικανικής δημοκρατίας – επειδή φοβήθηκαν για την ασφάλειά τους σε περίπτωση που συναντούσαν υποστηρικτές του Τραμπ.

Ο Άντριου Χιτ, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Ουισκόνσιν, δήλωσε στην πολιτική εκπομπή «60 Minutes» ότι συμφώνησε με το σχέδιο του Τραμπ για να μην αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020 τις οποίες έχασαν οι Ρεπουμπλικανοί επειδή «φοβήθηκε μέχρι θανάτου» .

Η δίκη του Τραμπ

Στα διαλείμματα των διαφόρων σταδίων της εν εξελίξει δίκης του στο Μανχάταν, (όπου κατηγορείται ότι εξαγόρασε την σιωπή της πρώην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, στο πλαίσιο σχεδίου για να επηρεάσει υπέρ του την έκβαση των προεδρικών εκλογών του 2016), ο Τραμπ πρωτοστατεί στη δημιουργία κλίματος εκφοβισμού μέσω των social media αλλά και δηλώσεις του σε φίλα προσκείμενα τηλεοπτικά δίκτυα όπως το Fox. Ερωτηθείς, τον περασμένο μήνα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης, αν αποκλείει τη χρήση βίας σε περίπτωση που ηττηθεί στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τραμπ απάντησε ότι “θα εξαρτηθεί από το πόσο δίκαιες θα είναι οι εκλογές”.

Τον περασμένο Αύγουστο, τέσσερις μέρες αφ’ ότου ο Τραμπ παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος, η Τάνια Τσάτκαν, η δικαστής που χειρίζεται την υπόθεση, έλαβε απειλητικά ηχητικά μηνύματα στον τηλεφωνητή του γραφείου της. «Αν ο Τραμπ δεν εκλεγεί το 2023, θα σας σκοτώσουμε», έλεγαν τα μηνύματα. Μετά από έρευνες των αρχών, αποκαλύφθηκε ότι τα μηνύματα ήταν της Άμπιγκέιλ Τζο Σράι, μια γυναίκας 43 ετών από το Τέξας η οποία είχε απειλήσει με ανάλογο τρόπο και δύο γερουσιαστές του Τέξας, έναν Ρεπουμπλικανό και έναν Δημοκρατικό. Η Σράι είχε ιστορικό αλκοολισμού και χρήσης ναρκωτικών και σύμφωνα με τον πατέρα της, «λάμβανε την πληροφόρησή της από το Ίντερνετ» – «Μπορείς να μάθεις τα πάντα από το Ίντερνετ και αυτό μπορεί να σε “κουρδίσει”», είπε ο πατέρας της Σράι.

Το «doxing» και το «swatting»

Στις πρακτικές εκφοβισμού μέσω του Διαδικτύου περιλαμβάνεται και το «doxing», η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών για συγκεκριμένα πρόσωπα ώστε όποιος θέλει, να είναι σε θέση να τα απειλήσει. Η πρακτική αυτή ακολουθείται συχνά εναντίον των ενόρκων στις δίκες του Τραμπ και άλλων δημόσιων αξιωματούχων. Το τελευταίο διάστημα είναι συχνό και το φαινόμενο του «swatting», των «ψεύτικων» τηλεφωνικών κλήσεων στον αριθμό έκτακτης ανάγκης της αστυνομίας στις ΗΠΑ, το 911, τον οποίο κάποιοι καλούν, ζητώντας από την αστυνομία να προστατεύσει ανθρώπους που υποτίθεται ότι κινδυνεύουν.

Το τοπίο στις ΗΠΑ θολώνει ακόμη περισσότερο μετά την απόφαση, τον περασμένο χρόνο, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας για τον διαχωρισμό μεταξύ της φραστικής απειλής και του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, το οποίο προστατεύεται από το 1ο άρθρο του αμερικανικού συντάγματος. Ειδικοί υποστηρίζουν ότι οι διώξεις για λεκτικές απειλές – οι οποίες οδηγούν σε πολιτική βία – κατέστησαν πλέον δυσκολότερες, καθώς για να θεωρηθεί πράγματι μια φράση ως απειλή, «θα πρέπει αυτός που την εκφέρει να έχει αντικειμενική γνώση της απειλητικής φύσης των λεγομένων του».