Ως τους δεύτερους φθηνότερους στην ιστορία των θερινών Ολυμπιακών μετά τους αντίστοιχους στο Λος Άντζλες το 1932 χαρακτήρισε η κα. Γιάννα Αγγελοπούλου τους Αγώνες της Αθήνας το 2004, επικαλούμενη μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 2016 στην ομιλία της από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών για την επέτειο των 20 χρόνων από την τέλεσή τους.
Κατά την πρόεδρο τη Οργανωτικής Επιτροπής, οι Ολυμπιακοί της Αθήνας ήταν τέλειοι και πέτυχαν εξ ολοκλήρου διότι «έγιναν εθνική υπόθεση, κοινό στοίχημα για κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα». Άφησαν άλλωστε κι ένα «πλεόνασμα που επιστρέψαμε» στα ταμεία του κράτους.
Η κα. Γιάννα Αγγελοπούλου ρωτήθηκε για το ακριβές κόστος και αποκρίθηκε ότι «ο προϋπολογισμός της οργανωτικής επιτροπής ήταν 2 δισ., 98 εκατομμύρια και 400.000». Ακολούθως ανέλυσε πως «οι Αγώνες έκλεισαν με πλεόνασμα 130,6 εκατ. ευρώ, το οποίο αποδώσαμε στο ελληνικό δημόσιο», προσθέτοντας ότι «η πραγματική συμμετοχή του δημοσίου, μετά τα χρήματα που επιστρέψαμε, ήταν 151,9 εκατομμύρια». Ή αλλιώς «το 7% του κόστους των Αγώνων». Τα υπόλοιπα, κατά την πρόεδρο της ΟΕ «ήταν χρήματα που συγκεντρώσαμε από χορηγίες, εισιτήρια και τηλεοπτικά δικαιώματα».
«6,5 δισ. μέσα σε μια δεκαετία»
Επειδή η κα. Αγγελοπούλου αναφέρθηκε στα ποσά που αφορούσαν αποκλειστικά την οργανωτική επιτροπή, της ζητήθηκε να εμβαθύνει περισσότερο επί των έργων – ολυμπιακών ακινήτων και εγκαταστάσεων που πραγματοποιήθηκαν ως μέρος του φακέλου διεκδίκησης. Αν και, όπως επεσήμανε, «θα μπορούσα να πω ότι δεν ήταν δική μου ευθύνη» υπογράμμισε επαναφέροντας «μια ολοκληρωμένη μελέτη που έκανε το ΙΟΒΕ το 2015» πως «η συνολική δημόσια δαπάνη για ό,τι ήταν ή χαρακτηρίστηκε ολυμπιακό έργο (και ένα μεγάλο μέρος δεν ήταν ολυμπιακά έργα, απλώς έγιναν επ’ ευκαιρία των αγώνων) ήταν 6,5 δισ. μέσα σε μια δεκαετία 2000-2010».
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής, πρόκειται μόλις για «το 1% των συνολικών δαπανών του δημοσίου την ίδια περίοδο», την ίδια ώρα που «οι Αγώνες προσέθεσαν 2,5% στο ΑΕΠ και έφεραν 2,9 δισ. δημόσια έσοδα – ΦΠΑ, εργοδοτικές εισφορές κλπ. – συν τα επιπρόσθετα έσοδα στον τουρισμό».
Κάνοντας χρήση μάλιστα του πορίσματος της ίδιας μελέτης σημείωσε ότι «αν η επένδυση των Αγώνων, υλική και άυλη, είχε αξιοποιηθεί καλύτερα τα επόμενα χρόνια, θα είχαμε 0,2% υψηλότερο ΑΕΠ κάθε χρόνο». Γι’ αυτό και επέμεινε ότι «δεν νομίζω ότι χρεοκόπησαν οι αγώνες την ελληνική οικονομία. Οι αριθμοί είναι εδώ».
«Φαντάζεστε τη ζωή μας χωρίς αυτά τα έργα;»
Όπως συμπλήρωσε ακόμη η κα. Αγγελοπούλου, δεύτερη σκέψη δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της. «Η Ελλάδα ξαναμπήκε στον χάρτη. Αυτό που αποκτήσαμε τότε, το κύρος στον κόσμο, είναι ακόμα ζωντανό, υπάρχει. Έπειτα είναι οι υποδομές που επί δεκαετίες σχεδιάζονταν (κι ίσως ακόμη στο σχεδιασμό θα ήταν), αν οι Αγώνες δεν έδιναν το κίνητρο να επιταχυνθούν όλα. Αεροδρόμιο στα Σπάτα, Μετρό, Αττική οδός, Προαστιακός, έργα ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων, σύνδεση Κηφισού με δέλτα Φαλήρου, Ολυμπιακός δακτύλιος, κόμβος Κηφισίας, εκσυγχρονισμός νοσοκομείων κλπ», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Διερωτήθηκε μάλιστα αν «μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή μας χωρίς αυτά τα έργα», όπως κι αν «υπολογίζετε πόσο ωφελήθηκε η εθνική οικονομία» στο σύνολό της.
Κατέληξε δε λέγοντας ότι «κάναμε αυτό που δεν περίμενε κανείς ξένος, αλλά ούτε εμείς οι ίδιοι» και πως «το πιο σημαντικό είναι η εικόνα που απέκτησαν για την Ελλάδα όλοι όσοι εργάστηκαν, οι εθελοντές, οι θεατές και τα 4,5 δις τηλεθεατών του εξωτερικού, όταν τέλειωσαν οι Αγώνες. Μην υποτιμάτε αυτό το αίσθημα. Δεν εξατμίστηκε. Και νομίζω ότι τώρα, τα τελευταία χρόνια αρχίζουμε να το ξαναβρίσκουμε», θεωρώντας ότι «ποτέ δεν είναι αργά» προκειμένου ν’ αξιοποιηθεί «η ολυμπιακή κληρονομιά, η υλική και η άυλη, το κύρος που κέρδισε τότε η χώρα, οι υποδομές που δημιούργησε, οι άνθρωποι που εκπαίδευσε, η τεχνογνωσία που αποκτήθηκε», διότι «όλα αυτά είναι ακόμη εδώ».