Μικρή, αλλά σταθερή αύξηση στα κρούσματα καρκίνου σε νέες ηλικίες καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικά, την τελευταία δεκαετία παρατηρείται αύξηση περίπου 2% κάθε χρόνο στα περιστατικά καρκίνου του τραχήλου της μήτρας σε νέες ασθενείς 30-44 ετών.

Η ανησυχητική αυτή αύξηση, έρχεται να προστεθεί στα αυξημένα επίπεδα καρκίνου παγκοσμίως, ενόσω ο πληθυσμός γερνά.

Παρόλα αυτά όμως, η καινοτομία έχει κάνει τη διαφορά, με ανοσοθεραπείες, στοχευμένες θεραπείες, βιοδείκτες, έγκαιρη διάγνωση και προληπτικούς ελέγχους. Το αποτέλεσμα είναι η σημαντική πρόοδος στην επιβίωση.

Ιδίως στο μεταστατικό μελάνωμα που πριν 10-15 χρόνια οδηγούσε στο θάνατο σε 12 μήνες, πλέον, τα ποσοστά επιβίωσης είναι 10 φορές πάνω.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον καρκίνο του πνεύμονα. Στο παρελθόν η μέση επιβίωση ήταν 12 μήνες. Τώρα, το ένα τρίτο όσων διαγνώστηκαν μεταξύ 2016-2018, ζει πάνω από 5 χρόνια.

Αντίστοιχα, βλέπουμε και τον αντίκτυπο της πρόληψης για το καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, μέσω του εμβολιασμού κατά του HPV.

Με τα λόγια αυτά, ο Mike Holmes, Vicepresident, Medical & Scientific Affairs Oncology Therapeutic Area της MSD Global, αναφέρθηκε στη συμβολή της καινοτομίας στην αντιμετώπιση του καρκίνου, αναδεικνύοντας την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για καλύτερα αποτελέσματα στην περίθαλψη των ασθενών, στο πλαίσιο του 4ου ετήσιου συνεδρίου του Economist για τον καρκίνο.

«Ο καρκίνος παραμένει τεράστιο βάρος για τη δημόσια υγεία και πρέπει όλοι οι φορείς να συνεργαστούμε. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν σε επίπεδο πρόληψης, καθώς οι μισοί περίπου καρκίνοι μπορούν να προληφθούν», τόνισε ο κ. Holmes και υπογράμμισε ότι «είναι πολύ σημαντική και η ποιότητα φροντίδας των ασθενών».

Αναφερόμενος στην πρόληψη, τόνισε πως μπορούν και πρέπει να γίνουν πολλά με πρωτοβουλίες, ιδίως σε ότι αφορά το κάπνισμα, το αλκοόλ και την παχυσαρκία.

Επεσήμανε τις προσπάθειες στη χώρα μας για μείωση του αριθμού των καπνιστών, αλλά και τη σημασία των προληπτικών ελέγχων, παρατηρώντας πως «η Ελλάδα ασχολείται περισσότερο με τα προγράμματα πρόληψης, όπως για τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου και του πνεύμονα, καθώς η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί σε μεγαλύτερη επιβίωση». Αντίστοιχα, διαπίστωσε μια δυναμική στη χρήση βιοδεικτών και τόνισε πως ο στόχος τελικά είναι «να μετατρέψουμε τον καρκίνο από μια θανατηφόρο ασθένεια σε μια χρόνια ασθένεια».

Για να γίνουν όλα αυτά όμως, επεσήμανε ότι χρειάζεται συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων, των εταιρειών και των ογκολόγων.

Με δεδομένη την καταλυτική συμβολή της MSD στην Ογκολογία, αλλά και το εκτεταμένο ερευνητικό πρόγραμμα της εταιρείας στο συγκεκριμένο τομέα, ήδη με 2.200 κλινικές μελέτες σε εξέλιξη διεθνώς, ο κ. Holmes στάθηκε και στις επιπτώσεις της πανδημίας, η οποία όπως είπε, «ανέδειξε ανισότητες που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχουν» και τόνισε πως «αυτές οι ανισότητες πρέπει να αντιμετωπιστούν».

Κλινικές μελέτες

Συγκεκριμένα, εστίασε στη δυνατότητα των ασθενών που μετείχαν στις κλινικές μελέτες να μπορούν να συνεχίσουν τη λήψη της θεραπείας τους παρά τους περιορισμούς σε μετακινήσεις και πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, λέγοντας ότι «βασικός στόχος της MSD, ήταν όλοι οι ασθενείς που μετείχαν σε κλινικές μελέτες να συνεχίσουν να παραμένουν σε αυτές με τον ίδιο ρυθμό».

Παράλληλα επεσήμανε πως «σε ότι αφορά τον καρκίνο, πρέπει σε συνεργασία με τους πολιτικούς και τους ογκολόγους να προσεγγίσουμε κοινότητες που δεν γνωρίζαμε νωρίτερα».

Στην Ελλάδα, η εταιρία εκπονεί εκτενές πρόγραμμα κλινικών μελετών, κυρίως στο πεδίο της Ογκολογίας. Χαρακτηριστικά, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των κλινικών μελετών στον τομέα της Ογκολογίας έχει σχεδόν τριπλασιαστεί, από 13 το 2019 σε 41 το 2023.

Τα στοιχεία αυτά για τις κλινικές μελέτες του τομέα Ογκολογίας της MSD στη χώρα μας, ανέφερε στο ίδιο συνέδριο, Christian Hosius, Senior Clinical Director, MSD European Clinical Development στο πλαίσιο ομιλίας του για τις επερχόμενες αλλαγές στον τομέα των κλινικών μελετών εξαιτίας της επιστημονικής προόδου και της καινοτομίας που οδηγούν σε στοχευμένες θεραπείες.

Χαρακτηριστικά τόνισε πως «σε ότι αφορά τον καρκίνο, πριν ξεκινήσουμε τη θεραπεία, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τους ασθενείς οι οποίοι θα ωφεληθούν από αυτήν. Και θα πρέπει να ξεκινήσουμε μια αποδοτική θεραπεία, πριν ο όγκος δώσει μεταστάσεις».

«Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζονται περισσότερες μελέτες με στόχο την εξατομικευμένη θεραπεία», διευκρίνισε ο κ. Hosius, εξήγησε όμως ότι η εξατομίκευση, συχνά δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί, γιατί ο στόχος της έρευνας αφορά ένα ευρύτερο πεδίο της ερευνητικής αναζήτησης, οπότε δεν εστιάζει πάντα σε έναν πολύ ειδικό στόχο.

Αρωγός στον προσδιορισμό αυτού του στόχου, είναι «οι νέες τεχνολογίες, οι οποίες μας έχουν δώσει διαφορετικά εργαλεία, όπως οι βιοψίες καινοτόμου τεχνολογίας, η απεικόνιση, η τεχνητή νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση κλπ.

Όλα αυτά όμως, σημαίνουν ότι ο σχεδιασμός των κλινικών μελετών θα αλλάξει.

Οι νέες μελέτες θα αφορούν μικρότερες ομάδες ασθενών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δείκτες. Και σε αυτό θα πρέπει να συμβάλλουν και άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς».

Εξηγώντας, ο κ. Hosius ανέφερε πως σε περίπτωση κλινικής μελέτης για ένα συγκεκριμένο τύπο καρκίνου, η προσπάθεια αφορά τον προσδιορισμό ενός μορίου που θα είναι αποτελεσματικό για τον συγκεκριμένο καρκίνο. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι και ασφαλές. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά (ασφάλεια και αποτελεσματικότητα) είναι απαραίτητα προκειμένου το φάρμακο να μπορέσει να εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές.

Κάθε ένα στάδιο της μελέτης, απαντά σε διάφορα ερωτήματα. Όμως δεν είναι όλα τα ερωτήματα το ίδιο σημαντικά.

Και κάθε πρόσθετο ερώτημα καθιστά τη μελέτη πιο περίπλοκη και πιο επίπονη τη διαδικασία για τον ασθενή.

Το ζήτημα είναι ποιά δεδομένα απαιτούνται για να απαντήσουμε στα συναφή ερωτήματα, χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο την ποιότητα της μελέτης. Η απλή σχεδίαση, είναι μια νέα πρόκληση που μας προσφέρει πολλές ευκαιρίες.

Καταλήγοντας ο κ. Hosius υπογράμμισε: «όλοι μαζί οι οργανισμοί υγείας, οι ασθενείς, οι εταιρίες, μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά. Κανείς δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του».