Στην Αίθουσα Ζηλήμωνος του Κτηρίου 4 της Ευελπίδων εκδικάστηκε το πρωί της Πέμπτης (25/1) από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών η αγωγή του Γρηγόρη Δημητριάδη εις βάρος Μέσων ενημέρωσης (Εφημερίδα Συντακτών, Reporters United), συγκεκριμένων δημοσιογράφων και κατ’ επέκταση της ελευθερίας του Τύπου, βασισμένη στη σωρεία αποκαλύψεων για το μεγάλο σκάνδαλο των υποκλοπών.

Κατά σύμπτωση μάλιστα ακροαματική διαδικασία τελέσθη ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργικού γραφείου και υπεύθυνου για την ΕΥΠ, άρα και τρία χρόνια μετά την αποστολή των «μολυσμένων» ευχαριστήριων απαντητικών μηνυμάτων μέσω των οποίων επιχειρήθηκε να παγιδευτούν ή παγιδεύτηκαν από το λογισμικό Predator διψήφιος αριθμός κινητών τηλεφώνων.

Ο κ. Δημητριάδης, αν κι ενάγων, επέλεξε να μην παραστεί στο δικαστήριο και να εκπροσωπηθεί από δύο πληρεξούσιους δικηγόρους του. Εμφάνισε δε μια και μόνο μάρτυρα κατηγορίας, συνεργάτιδα του από το 2016 στο δικηγορικό γραφείο του.

Κατά την εξέτασή της από τον πρόεδρο της έδρας κ. Γεώργιο Σερετίδη, η κ. Νικολέττα Μυλωνά έκανε λόγο για «συκοφαντικά» και «προσβλητικά» δημοσιεύματα, «ψευδείς τίτλους» και «αυθαίρετα στοιχεία χωρίς τεκμηρίωση» που συνέθεσαν ένα «γαϊτανάκι αλλεπάλληλων συναλλαγών που υποτίθεται πως συνδέονται με τον κ. Δημητριάδη».

«Τον έχουν κρεμάσει στα μανταλάκια, προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψή του» υποστήριξε επίσης απευθυνόμενη προς την έδρα η εν λόγω γυναίκα, συμπληρώνοντας πως όλη αυτή η ανακύκλωση του θέματος έχει προκαλέσει «προβλήματα δυσπιστίας» ως προς τους πελάτες τους. «Ξεκινούν από το συμπέρασμα για να καταλήξουν στον συλλογισμό τους», κατέληξε η μάρτυρας υπεράσπισης, δίχως όμως να δώσει σαφείς απαντήσεις προτιμώντας το «δεν γνωρίζω» σε ερωτήσεις των δικηγόρων που αφορούσαν τον πυρήνα της υπόθεσης και τις σχέσεις του κ. Δημητριάδη με τις εταιρίες που έφεραν, εμπορεύτηκαν και έδωσαν χρήση του predator στην Ελλάδα.

Υπέρ των Μέσων και των δημοσιογράφων κατέθεσαν ως μάρτυρες ο συνταγματολόγος και καθηγητής στη Νομική του ΕΚΠΑ, Νίκος Αλιβιζάτος, και ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου. Αμφότεροι υπερασπίστηκαν την ελευθερία του Τύπου, τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η αποκαλυπτική έρευνα κι έβαλαν κατά της καταχρηστικής άσκησης αγωγών.

«Ο κ. Δημητριάδης είχε την ευθύνη της ΕΥΠ. Πώς να το κάνουμε;»

Όπως ελέχθη από τον κ. Αλιβιζάτο τα ρεπορτάζ ήταν «πολύ προσεχτικά γραμμένα», σημειώνοντας πως «αν ήθελα να δείξω στους μαθητές ένα μη δυσφημιστικό δημοσίευμα θα ήταν αυτό, διότι το πρόσεξαν πολύ». Σημείωσε ακόμη πως «τα γεγονότα δεν διαψεύστηκαν από την άλλη πλευρά» κι απόρησε που δεν αποσύρθηκε η αγωγή δεδομένης και της παραίτησης του Γρηγόρη Δημητριάδη από τη θέση του μια ημέρα μετά τη μεγάλη αποκάλυψη.

«Το πρωτοσέλιδο είναι πιθανά το μόνο επιλήψιμο», προσέθεσε ο διακεκριμένος καθηγητής Πανεπιστημίου υπογραμμίζοντας πως δεν είναι δυνατόν να εξαιρείται «από το ασυμβίβαστο μια μονομετοχική εταιρία με έδρα το γραφείο του κ. Δημητριάδη».

Στις ερωτήσεις των δικηγόρων ο μάρτυρας επέμεινε πως το θέμα εκτοξεύτηκε από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση του προέδρου του ΠαΣοΚ, Νίκου Ανδρουλάκη και μίλησε εκτενώς για τον διεθνή όρο SLAPP, ο οποίος αφορά τις «παραπλανητικές αγωγές από τάχα θιγόμενους συνήθως με εξουσία» προκειμένου να φιμωθεί η κριτική σ’ ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος.

Ο κ. Αλιβιζάτος ανέφερε επίσης ότι προκαλεί μεγάλη εντύπωση «το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός ζήτησε συγγνώμη θεωρώντας την υπόθεση σκιά στην κυβέρνησή του». Κατέληξε δε λέγοντας πως «δεν αφήνεις τον υπουργό να ιδρύσει μονοπρόσωπη εταιρία, τον προφυλάσσεις» και πως «θα δεχόμουν οποιαδήποτε ερώτηση αν ο κ. Δημητριάδης δεν είχε την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Την είχε όμως. Πώς να το κάνουμε;».

«Δεν μου έκανε αγωγή ο κ. Δημητριάδης, αλλά είχαμε τη μισή ασφάλεια πίσω μας. Κάποιος την έστειλε»

Από την πλευρά του, ο κ. Τέλλογλου αντέκρουσε το επιχείρημα της μη δικής του δίωξης, λέγοντας πως «εμάς μάς ενδιέφεραν οι ιδιώτες που εμπορεύονταν το λογισμικό, ψάχναμε την εταιρία που έφερε το predator στην Ελλάδα» και όχι ό,τι είχε να κάνει με τον πρώην γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού, εξηγώντας πως σ’ ένα αποκαλυπτικό «δεν υπάρχουν όλες οι αποδείξεις από την πρώτη στιγμή».

«Υπάρχει και το στοιχείο της αρνησιμότητας – κάνεις τη δουλειά σου με τέτοιον τρόπο που να μην σε βρουν, πας από μυστικούς δρόμους», είπε.

«Δεν άξιζε ούτε όσο το χαρτί τουαλέτας το χαρτί που παρουσίασε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή», συνέχισε ο γνωστός δημοσιογράφος προκειμένου να δικαιολογηθεί χαρακτηρίζοντας τον κ. Δημητριάδη «τον δεύτερο ισχυρό άνθρωπο του κράτους εκείνη την περίοδο».

Οπότε ήταν «αδύνατον να μην γνωρίζει» τι ακριβώς συνέβαινε με δεδομένο πως «ο κ. Κοντολέων μπήκε στην ΕΥΠ με τον Δημητριάδη κι έφυγε μ’ αυτόν και μόνο για ελάσσονα ζητήματα δεν ενημέρωνε το Μαξίμου». Ειδάλλως «δεν θα έκανε καλά τη δουλειά», όπως αποκρίθηκε στην ερώτηση αν υπάρχει περίπτωση να αγνοούσε τις παρακολουθήσεις.

Κατά τον μάρτυρα «η σχέση του κ. Δημητριάδη με τον κ. Μπίτζιο έχει αποδειχθεί. Όλοι το ξέραμε, μόνο ο κ. Δημητριάδης δεν το ήξερε», υποστηρίζοντας πως «ο κ. Μπαζιώτης ήταν οδηγός του κ. Μπίτζιου που δεν λάμβανε περισσότερα από 15.000 ευρώ, αλλά είναι αυτός που πουλάει την εταιρία στον κ. Δημητριάδη».

«Είναι δυνατόν ο οδηγός του κ. Μπίτζιου να συνδιαλέγεται με το πρωθυπουργικό γραφείο;» αναρωτήθηκε ο Τάσος Τέλλογου.

Σημείωσε ακόμη ο μάρτυς πως «η Intellexa δεν θα ερχόταν ποτέ στην Ελλάδα άνευ άδειας». Όπως και κατέθεσε ότι ο Γρηγόρης Δημητριάδης «παραιτήθηκε στις 5/8 και στις 4/8 ο κ. Μπίτζιος πούλησε προχρονολογημένα την Intellexa».

«Είναι ευθύνη της δημοσιογραφικής έρευνας να τ’ αναδείξει ακόμη κι αν όλα αυτά είναι συμπωματικά», ολοκλήρωσε ο έμπειρος ρεπόρτερ ενημερώνοντας παράλληλα την έδρα και το ακροατήριο πως «δεν μου έκανε αγωγή ο κ. Δημητριάδης, αλλά είχαμε τη μισή ασφάλεια πίσω μας, παντού. Αυτούς κάποιος τούς έστειλε να μας ψάχνουν το αυτοκίνητο».

Δημοσιογράφοι και αλληλέγγυοι έξω από το δικαστήριο

Μετά το πέρας της εξέτασης των μαρτύρων οι δικηγόροι των Μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων εξέφρασαν την αισιοδοξία τους για την έκβαση της υπόθεσης και την αθώωσή τους από την απόπειρα φίμωσης.

Η απόφαση της έδρας εκτιμάται ότι δεν θα εκδοθεί πριν από τους έξι μήνες – ενδέχεται δε το διάστημα που θα μεσολαβήσει να φτάσει τους εννέα.