Ο Ισπανός σκηνοθέτης Pablo Berger, γνωστός για τη δική του εκδοχή της Χιονάτης στην ταινία του 2012 «Blancanieves», δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα έκανε μια ταινία κινουμένων σχεδίων μέχρι τη στιγμή που στα χέρια του έπεσε το graphic novel «Robot Dreams» της Sara Varon. Διαβάζοντάς το, βρέθηκε απροσδόκητα να συγκινείται μέχρι δακρύων από αυτήν τη βουβή γλυκόπικρη ιστορία για τη φιλία μεταξύ ενός μοναχικού σκύλου και ενός ρομπότ.

«Δεν μου είχε ξανασυμβεί ποτέ, διαβάζοντας ένα graphic novel, να συγκινηθώ τόσο βαθιά. Ξαφνιάστηκα. Την ερωτεύτηκα αυτή την ιστορία. Κυρίως ερωτεύτηκα το τέλος της. Και, καθώς τη διάβαζα, την έβλεπα να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου. Αν εμείς οι σκηνοθέτες έχουμε μια υπερδύναμη, είναι ότι μπορούμε να οραματιστούμε την ταινία πριν καν γυριστεί. Κάπως έτσι κι εγώ την οραματίστηκα. Και κατάλαβα ότι έπρεπε να την κάνω αυτήν την ταινία, κι ας μην είχα ιδέα από animation», λέει ο ίδιος μιλώντας στο Βήμα.

Στα χέρια του κρατά σφιχτά το βιβλίο. Είναι γεμάτος ενθουσιασμό, καθώς μετά από πέντε χρόνια αδιάλειπτης δουλειάς για την παραγωγή της ταινίας «Ο Φίλος μου το Ρομπότ», την βλέπει τώρα να ταξιδεύει, να γεμίζει κινηματογραφικές αίθουσες σε όλον τον κόσμο, να αποσπά κορυφαία βραβεία (Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Animation Μεγάλου Μήκους στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου 2023 και Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ Animation του Ανεσί 2023) και διθυραμβικά σχόλια, όχι μόνο από κοινό και κριτικούς, αλλά και από ανθρώπους όπως ο Guillermo del Toro.

«Ξέρετε, σε εμάς τους σκηνοθέτες αρέσει όταν μιλούν με καλά λόγια για τη δουλειά μας, το χρειαζόμαστε. Ο Guillermo del Toro έχει υποστηρίξει πάρα πολύ την ταινία, έχει γράψει πολύ ωραία πράγματα στο Twitter και όχι μόνο. Είναι τιμή μας να έχουμε την υποστήριξή του», εξομολογείται.

Ως σκηνοθέτης, ο Pablo Berger δεν συμβιβάστηκε ποτέ με κάποιο συγκεκριμένο κινηματογραφικό ύφος ή μια συγκεκριμένη αφηγηματική προσέγγιση. Αντίθετα, επέλεξε να αφεθεί να τον καθοδηγήσουν οι ιστορίες – εκείνες που αγγίζουν τα μύχια της ψυχής του. Αυτή η επιλογή, φυσικά, ενέχει πολύ ρίσκο, το οποίο δεν είναι πολλοί άνθρωποι που εργάζονται στην κινηματογραφική βιομηχανία διατεθειμένοι να πάρουν. Όμως, για καλή του τύχη, όπως παραδέχεται, έχει παραγωγούς που στηρίζουν την πορεία του. «Είναι τολμηροί σαν εμένα. Έτσι, όταν αποφάσισα πως ήθελα να κάνω μια ταινία κινουμένων σχεδίων, ήξερα ότι μπορούσα να πάω στους παραγωγούς μου και να τους πω “ξέρετε, έχω μια τρελή ιδέα”. Ήξερα πως αν τους άρεσε το σενάριο και μπορούσαν να το χρηματοδοτήσουν, η ταινία θα γινόταν πραγματικότητα».

Το 2018 κι έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη των παραγωγών του, ο Pablo Berger συνάντησε την Sara Varon στη Νέα Υόρκη και της είπε πως ήθελε πολύ να κάνει μια animation μεταφορά του graphic novel της. «Προφανώς ξαφνιάστηκε», θυμάται ο κ. Berger, «αλλά χάρηκε ιδιαίτερα όταν της είπα ότι είχα στο νου μου να κάνω μια 2D ταινία κινουμένων σχεδίων. Κάποια χρόνια νωρίτερα, την είχε προσεγγίσει ένα μεγάλο στούντιο, το οποίο ήθελε να κάνει μια 3D ταινία κινουμένων σχεδίων βασισμένη στο βιβλίο, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ». Η Sara Varon όχι απλώς είπε το πολυπόθητο «ναι», αλλά επιπλέον του έδωσε carte blanche. «Μου είπε «Εγώ έκανα το graphic novel, τώρα εσύ κάνε την ταινία». Ήμουν πολύ τυχερός».

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Η παραγωγή της ταινίας «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» διήρκησε πέντε ολόκληρα χρόνια, απασχολώντας σχεδόν 200 animators. Οι προκλήσεις ήταν πάρα πολλές, όμως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον μέχρι τότε σκηνοθέτη live action ταινιών ήταν η πανδημία. «Δεν ήθελα να δουλέψω εξ αποστάσεως. Ήθελα να δουλέψω στο στούντιο με τους animators. Όμως, λόγω της πανδημίας, ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε τόσους animators διατεθειμένους να έρθουν στην Ισπανία να δουλέψουν στα pop-up στούντιο που είχαμε στήσει».

«Η σκηνοθεσία κινουμένων σχεδίων απαιτεί τρομερή υπομονή».

«Σκηνοθετικά δυσκολεύτηκα πολύ λιγότερο απ’ όσο φανταζόμουν. Δεν θέλω να πω ότι ήταν εύκολο. Απλώς, έχω την αίσθηση πως οι προηγούμενες ταινίες μου με προετοίμασαν γι’ αυτό», προσθέτει. «Η σκηνοθεσία κινουμένων σχεδίων απαιτεί τρομερή υπομονή. Κι εγώ ήμουν πάντοτε πολύ υπομονετικός ως σκηνοθέτης. Έχω κάνει  πολύ λίγες ταινίες γιατί κάθε φορά που κάνω μια ταινία, μου παίρνει από πέντε έως επτά χρόνια από τη ζωή μου. Επιπλέον, ακόμα και στις προηγούμενες live action ταινίες μου, έφτιαχνα πάντα storyboards, κάτι που συνηθίζεται κυρίως στις ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οπότε, κατά κάποιο τρόπο, ήμουν ήδη σκηνοθέτης animation χωρίς να το γνωρίζω».

Ο Pablo Berger ήθελε το animation να θυμίζει την απλή αισθητική του graphic novel με καθαρές σχεδιαστικές γραμμές. Την ίδια στιγμή όμως ήθελε και να βάλει και τη δική του σφραγίδα στο αποτέλεσμα. Άλλωστε, αυτό τον είχε προτρέψει και η ίδια η Sara Varon να κάνει κατά τη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη. Μπίνγκο. Νέα Υόρκη. Αυτό ήταν. Μια σειρά εγκεφαλικών συνάψεων τον οδήγησε στην δραματουργική επιλογή που έμελλε να γίνει ο βασικός άξονας στον οποίο δομήθηκε ολόκληρη η ταινία.

Έτσι, ενώ στο βιβλίο η ιστορία διαδραματίζεται σε μια ανώνυμη και άχρονη αμερικανική πόλη, ο κ. Berger αποφάσισε να την τοποθετήσει στο Μεγάλο Μήλο των 80s. Ακόμα περισσότερο, έκανε την Νέα Υόρκη, την πόλη στην οποία ο ίδιος έζησε μια ολόκληρη δεκαετία, πρωταγωνίστρια της ιστορίας. «Θέλησα να ταξιδέψω το κοινό πίσω στην Νέα Υόρκη των 80s. Ήθελα κάθε εικόνα να σφύζει από λεπτομέρειες. Δημιουργήσαμε νέες σκηνές, νέους χαρακτήρες. Στο βιβλίο τα σχέδια είναι πολύ λιτά, μόνο λίγες πινελιές, καμία λεπτομέρεια, κανένα τοπίο, σχεδόν κανένας χαρακτήρας, εκτός από τον σκύλο και το ρομπότ. Ήθελα πραγματικά οι Νεοϋορκέζοι να αναγνωρίσουν την πόλη όταν θα έβλεπαν την ταινία. Αγαπώ τη Νέα Υόρκη και αυτή η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή με παραλήπτη την ίδια την πόλη».

«Αγαπώ τη Νέα Υόρκη και αυτή η ταινία είναι μια ερωτική επιστολή με παραλήπτη την ίδια την πόλη».

Πολύ σημαντικό για τον σκηνοθέτη, προκειμένου να πετύχει τον στόχο του να αποτυπώσει μια ρεαλιστική και αληθινή Νέα Υόρκη εκείνης της περιόδου, ήταν να καταφέρει να αναπαράγει και το κατάλληλο ηχοτοπίο. Μπορεί αυτό να ακούγεται παράδοξο για μια ταινία που δεν έχει καθόλου μα καθόλου διαλόγους, όμως, η αλήθεια είναι ότι ο ηχητικός της σχεδιασμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος. Και πίσω από αυτόν βρίσκεται η σύζυγος και πιο πιστή συνεργάτης του σκηνοθέτη, η Yuko Harami.

«Ήθελα η ταινία να έχει τον ήχο της Νέας Υόρκης, η οποία είναι φασαριόζα, γεμάτη συναγερμούς, αυτοκίνητα, σειρήνες, μουσικοί του δρόμου. Η μουσική είναι κι αυτή πρωταγωνίστρια της ταινίας, είτε μιλάμε για ποπ, λάτιν, πανκ ροκ, χιπ χοπ, ντισκο, τζαζ. Φυσικά, τζαζ… Αν υπάρχει ένα είδος μουσικής που να αντιπροσωπεύει καλύτερα τη Νέα Υόρκη, αυτό είναι η τζαζ. Νομίζω ότι “Ο Φίλος μου το Ρομπότ» θα μπορούσε να είναι ένα μιούζικαλ».

 

Όσο για το διαλογικό κομμάτι μιας ιστορίας, όπως λέει, σίγουρα δεν είναι το πρωταρχικό του μέλημα. Παρόλο που αγαπά πολύ τις ταινίες του Woody Allen, η δική του προσέγγιση στο σινεμά είναι διαφορετική. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η χρυσή εποχή του κινηματογράφου ήταν η δεκαετία του ’20, την εποχή που πειραματίζονταν με την κάμερα σπουδαίοι σκηνοθέτες όπως ο Murnau, ο Dreyer ή ο Abel Gance και αυτή είναι η κατεύθυνση που ακολουθώ. Μου αρέσει πραγματικά να χρησιμοποιώ εικόνες στη γραφή και μου αρέσει να κάνω ταινίες που διεγείρουν τις αισθήσεις».

«Δεν θέλω το κοινό να προσπαθεί να ερμηνεύσει τις ταινίες μου. Προτιμώ οι θεατές να αισθάνονται».

«Όχι ότι δεν μου αρέσουν και οι θεωρητικές συζητήσεις γύρω από τον κινηματογράφο. Απλώς μπορείς να κάνεις την ανάλυση της ταινίας που μόλις είδες και να μιλήσεις για αναφορές αφού βγεις από την σκοτεινή αίθουσα. Η απουσία, λοιπόν, διαλόγων νομίζω βοηθά σε αυτήν την ιδέα του αισθητηριακού κινηματογράφου για την οποία μιλάω».

Το σίγουρο είναι ότι, προσωπικά, οι διάλογοι δεν μου έλειψαν καθόλου. Δεν στάθηκα λεπτό σε αυτό. Η ταινία είναι τόσο ζωντανή, τόσο βαθιά ειλικρινής και συγκινητική μες στην απλότητά της που σε συνεπαίρνει. Και πραγματικά είναι μια ταινία για όλους, που παλεύει συνειδητά να ξεπεράσει με τον δικό της ανυπόκριτο και γοητευτικό τρόπο όλες εκείνες τις συμβάσεις που σήμερα καθοδηγούν ένα μεγάλο μέρος του κινηματογραφικού τοπίου.

Η ταινία μιλάει για τη φιλία, τις διάφορες μορφές και τους αμέτρητους συνδυασμούς της. Κι ενώ η ιστορία είναι πολύ απλή, ο Pablo Berger δράττεται της ευκαιρίας και την αφήνει ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες. «Διάβασα κάποιες ερμηνείες, κάποιες κριτικές που είδαν την ταινία ως μια γλυκόπικρη ιστορία αγάπης και απώλειας. Κάποιοι είδαν σε αυτή την ιστορία ένα γκέι ή queer ρομάντζο. Και το λατρεύω. Είναι υπέροχο. Το γεγονός ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ηθοποιούς αλλά με χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων επιτρέπει στον θεατή να κάνει την ταινία δική του ανάλογα με τη δική του εμπειρία».

 

Ως μία από τις πιο απροσδόκητα συγκινητικές ταινίες της χρονιάς, «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» κρύβει πολλές εκπλήξεις κάτω από την επιφάνεια – μια σπάνια αίσθηση του χιούμορ, εκπληκτικό animation και βαθιά ανθρωπιά. Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, τον ρωτώ εάν θα ξανάκανε ταινία κινουμένων σχεδίων. «Ναι! Σίγουρα ναι!» απαντά με το πιο πλατύ του χαμόγελο.

«Το χάρηκα πάρα, πάρα πολύ και μου επέτρεψε να κάνω διαφορετικά πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω σε μια ταινία live action. Είναι μια τόσο μακρά διαδικασία που πραγματικά δημιουργείς μια οικογένεια. Και είχα σπουδαίους συνεργάτες, οπότε… Ήμουν πάντοτε μεγάλος φαν του animation. Όταν με ρωτούσαν κατά καιρούς ποιες είναι η αγαπημένες μου ταινίες, ανέφερα πάντα και κάποιες ταινίες των Miyazaki και Takahata. Τώρα που πήρα το βάπτισμα του πυρός, ναι, σίγουρα θα το ξανάκανα».

Η ταινία «Ο Φίλος μου το Ρομπότ» προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Weirdwave.