Προσωπικές ιστορίες. Ιστορίες συνύπαρξης. Οι δικές μας ιστορίες. Οι δικές τους ιστορίες. Ιστορίες ζωής των πρώτων μεταναστών που βρέθηκαν στην Ελλάδα κι έχτισαν στον τόπο το παρόν και το μέλλον τους. Αφηγήσεις των ίδιων που μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε όλοι κομμάτι ενός κύκλου. Μιας καθημερινότητας που μας κρατά τον έναν δίπλα στον άλλο. Που μας υπενθυμίζει ότι πορευόμαστε σε τόπους κοινούς.

To Our Stories είναι ένα project για την ιστορία της μετανάστευσης προς την Ελλάδα κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Αποτελεί ένα ψηφιακό αρχείο από προφορικές μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό, μέσω του οποίου επιχειρείται η διατήρηση της μνήμης των πρώτων μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και πιο ειδικά, στην Αθήνα. Η Σεμπένε Ισέτε, με γονείς από την Αιθιοπία που μετανάστευσαν στην Ελλάδα το 1970, είναι κομμάτι των κινημάτων διεκδικήσεων των δικαιωμάτων των μεταναστών εδώ και πολλά χρόνια.

Μετά από ένα ταξίδι της στη Νέα Υόρκη αποφάσισε να δημιουργήσει το Our Stories το οποίο και υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της υποτροφίας Landecker Democracy του ιδρύματος Humanity In Action, αλλά και τη βοήθεια της Ρόζας Βασσιλάτου. Το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών τη βοήθησε να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους διαφορετικών κοινοτήτων, οι οποίοι άνοιξαν τα σπίτια τους και την καρδιά τους σε εκείνη κάνοντας μια καταβύθιση στο παρελθόν τους. Άλλοτε φέρνοντας στο σήμερα μνήμες γλυκές κι άλλοτε μνήμες πίκρας και δυσκολιών.

Πόσο πρόσφατη είναι στην πραγματικότητα η παρουσία μεταναστών στην Ελλάδα;

«Πέρα από το ότι είχα γονείς από την Αιθιοπία, το οποίο και σίγουρα συνέβαλε στη δική μου κατανόηση του ζητήματος, έχω έρθει και σε επαφή με πολλές κοινότητες μεταναστών μέσω υπεράσπισης για την πρόσβαση τους σε κοινωνικά δικαιώματα όπως η κοινωνική ασφάλιση των παιδιών τους και η δυνατότητα ενός νόμιμου καθεστώτος διαμονής στην Ελλάδα.

Έτσι, διαπίστωσα ότι υπήρχαν πολλές κοινότητες οι οποίες βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια, όχι 10 και 20, ακόμα και 50 χρόνια. Ο γονείς μου ήταν από τους πρώτους που ήρθαν στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου έφτιαξε την κοινότητα Αιθιόπων.

Είχα συνεχώς ερεθίσματα. Ανακινούσα συχνά οικογενειακές συζητήσεις και πάντα είχα στο μυαλό μου πως αυτή η ιστορία που ακούω είναι πολύ σημαντική, δεν πρέπει να χαθεί», λέει στο ΒΗΜΑ η Σεμπένε.

Σεμπένε Ισέτε

«Θυμάμαι ήταν 17 Νοέμβρη και η μητέρα μου, χωρίς να τη ρωτήσω, άρχισε να θυμάται και να μου μιλάει για το βράδυ του 1973. Μου περιέγραφε τις ημέρες πριν την εξέγερση, την ατμόσφαιρα, πώς ήταν οι δρόμοι. Είχε βγει να κάνει μια δουλειά και την είχε σταματήσει η αστυνομία γιατί είχε αργήσει και είχε ξεκινήσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Τελικά ο αστυνομικός αυτός είχε κάποια σχέση με την Αιθιοπία και την άφησε να φύγει.

Μου είπε μια ιστορία την οποία κανείς δεν θα περίμενε να ακούσει από τα δικά της χείλη. Για εμένα αυτή η ιστορία, όπως κι όλες οι υπόλοιπες, μου έδειξε ότι οι κοινότητες μεταναστών και οι κοινότητες Ελλήνων πολιτών μοιράζονται πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε. Είμαστε άνθρωποι με κοινές εμπειρίες. Κι αυτό διαμορφώνει και το πόσο κοντά σου νιώθεις έναν άνθρωπο και μια κοινότητα.

Άρχισα να ψάχνω πού θα μπορούσα να βρω παραπάνω καταγεγραμμένες πληροφορίες. Δεν βρήκα αρκετά πράγματα. Ήθελα να καταλάβω αν είναι κάτι που ο κόσμος το γνωρίζει. Μου ήταν αρκετά σαφές ότι στη ρητορική που χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο για το μεταναστευτικό φαίνεται να υπάρχει από κάτω μια υπόνοια ότι μιλάμε για κάτι ξένο, για κάτι άλλο από εμάς αλλά και για κάτι πρόσφατο.

Ενώ είναι αρκετά σαφές ότι είναι άνθρωποι που έχουν υπάρξει στην Ελλάδα σε όλη τη Μεταπολίτευση κι έχουν γίνει οργανικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς φυσικά να λέω ότι ο ρόλος των ανθρώπων που ήρθαν αργότερα στη χώρα, τη δεκαετία του ‘90 για παράδειγμα, είναι υποδεέστερος», αναφέρει.

Η μετατόπιση της φωνής των μεταναστών στο επίκεντρο

Τα ερεθίσματα υπήρχαν για τη Σεμπένε. Ποια ήταν όμως η καθοριστική στιγμή που την έκανε να αποφασίσει πως οι ιστορίες των πρώτων μεταναστών στην Ελλάδα πρέπει να καταγραφούν και να μην χαθούν στο πέρασμα των χρόνων;

Μια επίσκεψη στο Μουσείο Μετανάστευσης στη Νέα Υόρκη ήταν καταλυτικής σημασίας. Η συγκίνηση στα μάτια των ανθρώπων γύρω της μετά από την ξενάγηση σε εκείνο το μουσείο ήταν λες και κάποιος στάθηκε μπροστά της, την ακούμπησε στον ώμο και της είπε «πρέπει να το κάνεις». Και το έκανε. «Το 2017 είχα την τύχη να βρεθώ στη Νέα Υόρκη και να επισκεφθώ το Μουσείο Μετανάστευσης στο Έλις Άιλαντ.

Ήταν το νησί που υποδεχόταν τους μετανάστες, γίνονταν εξετάσεις και μετά γινόταν λήψη απόφασης για το πού θα πάνε στην Αμερική. Το μουσείο αυτό είναι μια γιορτή για αυτό το γεγονός, με την ιστορία όλων των κοινοτήτων που ταξίδεψαν προς τη χώρα. Αυτή η εμπειρία που έζησα εκεί με έκανε να καταλάβω και πόσο δυνατό είναι όλο αυτό για τους ανθρώπους που έρχονται σε επαφή με αυτή την ιστορία.

«Εκεί γνωρίσαμε μια υπάλληλο που είχε αναλάβει και τον ρόλο του ξεναγού. Θυμάμαι ότι η ίδια είχε κάνει τη σύνδεση με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Αμερική. Ήταν μια εποχή με αρκετή ξενοφοβία στον δημόσιο λόγο. Εκείνη η γυναίκα μάς υπενθύμισε ότι πάρα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει μια ανάλογη ιστορία μετανάστευσης στην οικογένειά του. Έβλεπα τον κόσμο γύρω μου συγκινημένο, παρακολουθούσα τα βλέμματά τους και υπήρχε μια αίσθηση συνειδητοποίησης.

Έλεγαν: ‘‘ναι και στη δική μου οικογένεια συμβαίνει και μερικές φορές δεν το σκέφτομαι’’. Ή ‘‘βρήκα το όνομα του προπάππου μου’’. Δημιουργήθηκε μια σύνδεση που μου φάνηκε πολύ ωραία αλλά και πολύ χρήσιμη. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσαμε να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο για το θέμα, πώς θα το διαδώσουμε και πώς μπορεί να γίνει η συλλογή της πληροφορίας», αφηγείται η Σεμπένε για την αρχή του ταξιδιού».

Με όχημα τη μεθοδολογία των προφορικών ιστοριών προσέγγισε τον Μανσούρ, την Άννα, τον Μπατ, τον Ιωσήφ, τη Λίνα, τη Λορέτα, τη Μαίρη, την Ελένη. Μιλάνε οι ίδιοι για τις ιστορίες τους. Ιστορίες ενδυνάμωσης με δυσκολίες αλλά και πολλές μικρές και μεγαλύτερες νίκες.

Προσωπικές ιστορίες, πολύ προσωπικές ιστορίες

Ο Μανσούρ ταξίδεψε από το Αλ Φάσιρ του Σουδάν στην Αθήνα το 1969 για να σπουδάσει οδοντιατρική, όταν ήταν 20 ετών. Επέλεξε την Ελλάδα λόγω της ταινίας “Αλέξης Ζορμπάς” που έφερε ο Πασχάλης στο τοπικό σινεμά. Κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Η φωνή του Σουδάν» και ήταν ο τελευταίος Πρόεδρος της Σουδανικής Κοινότητας.

Η Άννα ήρθε στην Αθήνα το 1984 από το Πανγκάσιναν στις Φιλιππίνες, όταν ήταν 25 χρονών. Το σκυλάκι της, ο Ρεξ, τη βοήθησε να γνωρίσει τους γείτονές της στα Ιλίσια.

Ο Μπατ ταξίδεψε το 1975 με λεωφορείο από το Πακιστάν στο Αφγανιστάν, από εκεί στην Τεχεράνη, μετά στην Κωνσταντινούπολη και έφτασε στην Ισπανία. Από εκεί έφυγε για Ολλανδία και κατέληξε στην Ελλάδα όπου μένει μέχρι και σήμερα, στον Ασπρόπυργο. Δούλεψε όλη του τη ζωή σε τυπογραφείο, και ασχολείται με τη δημοσιογραφία από το ’97.

Η Λίνα ήρθε στην Αθήνα από το Κονγκό το 1982, όταν ήταν 20 ετών. Έμαθε ελληνικά βλέποντας τηλεόραση. Η αγαπημένη της ταινία είναι «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα».

Η Λορέτα ήρθε από τη Σιέρα Λεόνε στην Ελλάδα το 1982 με ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής και 500 δολάρια στο πορτοφόλι. Έχει αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες με εργοδότες, και έψαξε γυναικείες οργανώσεις για να αντιμετωπίσει τον φόβο της να μιλήσει. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών που κατάφερε να δημιουργηθεί παρ’ όλες τις αντιξοότητες, με πρώτο ζήτημα στην ατζέντα το δικαίωμα στην ελληνική υπηκοότητα για τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, από μετανάστες γονείς.

Ο Ιωσήφ ήρθε από την Αίγυπτο για να μείνει στην Αθήνα το 1993, αλλά ερχόταν στην Ελλάδα για διακοπές από το 1979. Θέλησε να μάθει γρήγορα τα Ελληνικά για να μπορέσει να διεκδικήσει πράγματα για την κοινότητά του, και έπαιξε ενεργό ρόλο στην ίδρυση του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών. Έχει κάνει πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων να παίξει τον “Άραβα επενδυτή” στην ταινία “Ακάλυπτος”.

Η Μαίρη ήρθε στην Αθήνα από το Batangas των Φιλιππίνων το 1987, όταν ήταν 27 ετών. Ανέβαινε 105 σκαλιά για να φτάσει στο σπίτι της μετά την τριπλή εργασία της, αγαπάει το κλίμα της Ελλάδας και να τραγουδάει καραόκε με τις φίλες της.

H Ελένη ήρθε στην Ελλάδα από την Αιθιοπία το 1979, όταν ήταν 20 ετών. Έπαιρνε το λεωφορείο για να γνωρίσει την πόλη απ’άκρη σ’άκρη, και τη διαδρομή με το τελεφερίκ στο Λυκαβηττό δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Δούλεψε ως νοσοκόμα, είναι ενεργό μέλος της αιθιοπικής κοινότητας, και τα ελληνικά φαγητά τα φτιάχνει πολύ νόστιμα.

«Όταν γυρίζω στην Ελλάδα, μόλις δω τη θάλασσα, λέω μπήκα στο σπίτι μου»

Άνθρωποι που έχτισαν τις ζωές τους στην Αθήνα, δίπλα στους υπόλοιπους Αθηναίους, συνεισφέροντας στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Άνθρωποι που έθεσαν τα θεμέλια των μεταναστευτικών κοινοτήτων, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Υποκειμενικές αλήθειες. Υποκειμενικές εμπειρίες του καθενός και της καθεμιάς στην Ελλάδα.

Η αίσθηση του ανήκειν. Η προσωρινότητα που μετατράπηκε σε συνθήκη μονιμότητας. Οι γειτονίες που κράτησαν ζωντανές. Οι γειτονιές που μοιραστήκαμε, μοιραζόμαστε και θα μοιραζόμαστε. Οι διεκδικήσεις. Οι αντικειμενικές δυσκολίες. Η άδεια παραμονής, η υπηκοότητα, τα ένσημα, η εργασιακή εκμετάλλευση.

Και από την άλλη οι δεσμοί, οι σχέσεις. Οι άνθρωποι που τους βοήθησαν, τους υπερασπίστηκαν, που στάθηκαν στο πλάι τους. Το Our Stories της Σεμπένε είναι ένα σημαντικό εργαλείο διατήρησης της μνήμης αλλά κι ένα εργαλείο ενάντια στις φωνές που επιμένουν να μιλούν για «ξένα στοιχεία».

«Δεν θα πω ότι είναι ρατσιστές, η συμπεριφορά τους, αλλά απλώς δεν ξέραν για μας τότε».

Η Ελένη αφηγείται: «Όταν έφτασα στην Ελλάδα, οι Έλληνες, ειδικά εμάς τους Αιθίοπες, μας αγάπησαν πολύ. Και στον δρόμο με ρωτάγανε από πού είσαι; Α από την Αιθιοπία. Α, χριστιανική χώρα. Α, ο Χαϊλέ Σελασιέ, τον ξέρανε, το ’53 είχε επισκεφθεί την Ελλάδα. Κι επειδή είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι μας αγαπήσανε πολύ ο λαός, όλοι.

Δεν είχαμε ποτέ όπως τώρα που λένε ρατσισμό και αυτά, δεν υπήρχε εδώ στην Ελλάδα. Ήμουνα πολύ ευχαριστημένη και με τη χώρα και με τον λαό. (…) Άκου, αίτηση έκανα, ήταν θυμάμαι το ’98, πήγαινα στο Χαλάνδρι στο δημαρχείο ήταν μια πολυκατοικία, ήταν έτσι στον σκελετό, είχε αυτό για πρώτη φορά και τελείωσε η πολυκατοικία δεν είχα πάρει εγώ την υπηκοότητα. Αυτό θυμόμουνα πάντα. Φτιάχτηκε έγινε πολυκατοικία, εγώ ακόμα εκεί. (…)

Τώρα εγώ είμαι Ελληνίδα, τελείωσε. Να σκεφτείς, όταν πάω στην Αιθιοπία, ­που ­­παλιότερα πήγαινα το καλοκαίρι κάθε χρόνο, αν δεν έβλεπα τον αδελφό μου και τα παιδιά, δεν χαμογέλαγα. Δεν μου φαινόταν ότι είναι η χώρα μου.

Όταν όμως γύριζα εδώ, στην Ελλάδα, μόλις έβλεπα τη θάλασσα, δεν μπορείς να φανταστείς τι αισθανόμουν, πόση χαρά, είναι τρομερό πράγμα. Μια ασφάλεια, λέω “μπήκα σπίτι μου, στη χώρα μου”. Δεν είναι περίεργο αυτό τώρα; Να μισείς τη χώρα που γεννήθηκες, που μεγάλωσες;».

Η Λίνα θυμάται τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα: «Τότε τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Επειδή δεν ήταν πολλοί ξένοι εδώ στην Ελλάδα και η κατάσταση ήταν καμιά φορά… ε βλέπεις οι άνθρωποι σε κοιτάνε σαν… δεν έχουνε δει ακόμα μαύρη και σε κοιτάνε με άλλο τρόπο που νιώθεις άσχημα. Λες γιατί με κοιτάνε έτσι; (…)

Τώρα είναι διαφορετικά, γιατί έχουν μάθει οι Έλληνες να ζουν με ξένους. Δηλαδή, όταν περπατάς στον δρόμο, δεν σε κοιτάνε όπως παλιά, τότε που βγαίναν στο μπαλκόνι και ένιωθες ότι ­δεν σε βλέπουν σαν άνθρωπο.

Έχει αλλάξει αυτό, οι Έλληνες πάντα είναι οι άνθρωποι που βοηθάνε, αγαπάνε. (…) Έτσι κι αλλιώς έχω μεγαλώσει εδώ, πιο πολύ είμαι μεγαλωμένη εδώ πέρα. Στην πατρίδα μου πάω και νιώθω σαν να είμαι ξένη γιατί δεν ζω πάλι εκεί, πάω για λίγο, δηλαδή βλέπω ότι το κομμάτι μου είναι εδώ. Κι έτσι αποφάσισα να ζητήσω την ιθαγένεια».

Ο Μανσούρ περιγράφει τη διαχρονική σχέση των Σουδανών με τους Έλληνες: «Οι περισσότεροι Σουδανοί δούλεψαν ως ναύτες ή εργάτες, διάφορα. Και υπήρχαν σου είπα στο Σουδάν, υπήρχαν οικογένειες Έλληνες, πάρα πολύ πλούσιοι.

Όταν ήρθε ο Νιμέιρι με τον σοσιαλισμό του και έκανε εθνικοποίηση, αυτοί φύγανε. Φεύγοντας υπήρχαν Σουδανέζοι που δούλεψαν μαζί τους, μάγειρας και ξέρω ‘γω. Τους φέρανε μαζί. (…) Για αυτό οποιοσδήποτε Σουδανός τον ρωτάς από την ηλικία μου και πάνω ή λίγο κάτω, για τους Έλληνες, σου λέει αυτοί είναι οι καλύτεροι του κόσμου.

Άνθρωποι που σέβονται τον εαυτό τους, εξυπηρετούν, καλοί, τίμιοι κι όλα αυτά. Εσύ θα μπορέσεις να μου πεις ότι δεν είναι έτσι αυτή τη στιγμή ο Έλληνας, αλλά ο Έλληνας που είναι στο μυαλό των Σουδανών, των απλών Σουδανών. Μέχρι τώρα όταν κάτσεις με άλλους σου λέει μακάρι να γυρίζανε Έλληνες κι αυτά».

Οι δυσκολίες πολλές. Χαρακτηριστική η εξιστόρηση του Ιωσήφ: «Η Ελλάδα είναι λίγο παράξενη. Δηλαδή είμαστε από την ημέρα που φτάσαμε μέχρι σήμερα, είμαστε προσωρινοί. Δηλαδή σε άλλες χώρες αναπτύσσεσαι, προχωράς. Εδώ δεν μπορείς να προχωράς πολύ και να ξεκινήσεις από το μηδέν. (…)

Ο ελληνικός λαός είναι πάρα πολύ καλός λαός. Εγώ έτσι έχω διαπιστώσει μετά από τόσα χρόνια. Δηλαδή άλλο η ηγεσία της χώρας, άλλο οι κυβερνήσεις, άλλο η τέτοια κι άλλο οι απλοί άνθρωποι που μας αγκαλιάσανε και μας αγαπάγανε αλλά με ένα όριο μόνο που να είμαστε πάντα κάτω, αλλά αν λίγο ανεβούμε πάνω, γίνουμε στο ίδιο επίπεδο τότε δεν θα πάνε τα πράγματα καλά».

«Για τους μετανάστες πάντα ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο, δεν θα είναι τόσο εύκολη η ζωή ποτέ. Εκατό χρόνια να μένω εδώ θα είμαι Πακιστανός, δεν θα είμαι ποτέ Έλληνας».

Και ο Μπατ περιγράφει: «Οι πρώτοι Πακιστανοί που ήρθαν στην Ελλάδα το 1974. Μετά τη Χούντα. Δουλεύανε οι περισσότεροι εδώ Σκαραμαγκά για καράβια και τέτοια που η περιοχή εδώ κοντά είναι και περισσότερο κόσμο έφευγε για ναυτικούς στα καράβια.

Ήταν λίγο δύσκολα τα χρόνια, κυνηγάγε η αστυνομία για παράνομους και τέτοια. (…) Για τους μετανάστες πάντα ήταν δύσκολο και πάντα θα είναι δύσκολο, δεν θα είναι τόσο εύκολη η ζωή ποτέ. Εκατό χρόνια να μένω εδώ θα είμαι Πακιστανός, δεν θα είμαι ποτέ Έλληνας. Όποιος μετανάστης έρχεται εδώ, μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια, αλλά πάντα αναγνωρίζεται σαν ξένος».

Η Λορέτα έζησε για τα καλά την εργασιακή εκμετάλλευση. Κι όμως βρίσκει το φως μέσα στο σκοτάδι και μένει σε αυτό. «Εγώ νόμιζα επειδή ήμουνα έντεκα χρόνια εκεί θα με βοηθήσουν να έχω άδεια παραμονής. Τίποτα, απλώς με απέλυσαν. Και ήμουνα πάλι στον δρόμο, έχασα την άδεια παραμονής.

Πολλές φορές, εμ, τα σπίτια που δουλεύαμε, δεν είναι όλοι καλοί άνθρωποι. Υπάρχει και καλοί άνθρωποι αλλά πολλοί σε εκμεταλλεύονται, όταν ζητάς τα λεφτά που έχουν για να σε πληρώσουνε σου λένε θα φωνάξουμε την αστυνομία. Και έχουν κάνει σε δυο-τρεις φίλες που, από φόβο, δεν θέλω να με πιάσουν η αστυνομία.

Και άφησα πολλές φορές τα λεφτά μου και πάω αλλού να βρω δουλειά, γιατί το κάνανε αυτό. (…) Είπα ότι, όταν έχασα την άδεια παραμονής, μου έφυγε ο φόβος, για αυτό βγήκα στον δρόμο. (…) Δεν θα πω ότι είναι ρατσιστές, η συμπεριφορά τους, αλλά απλώς δεν ξέραν για μας τότε.

Περνούσες τον δρόμο και να φωνάζουν η μια στην άλλη: ‘‘έλα να δεις μια μαύρη’’, κάτι τέτοιο. Και ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, όποτε θέλεις θα βρεις δουλειά, και ήταν εύκολο να νοικιάζεις σπίτι. Και πας να νοικιάζεις σπίτι, σε καλούνε, ένας από το μπαλκόνι »Μην πας εκεί έχω καλό σπίτι, δικό μου διαμέρισμα είναι πιο ωραίο από αυτό» (γέλια), »έλα, έλα εδώ». Κατάλαβες, αυτά είναι σαν όνειρο τώρα».

Η Άννα μιλάει για το σήμερα, για τις διεκδικήσεις του εδώ και τώρα. «Όχι, θέλουμε απλώς να αλλάξει ο νόμος εδώ προς το καλύτερο για ‘μας, για τους μετανάστες. Αυτό δεν είναι ανάγκη να γίνεται πάντα.

Για παράδειγμα, γιατί πρέπει να αλλάξει η indefinite permit; Γιατί έπρεπε να την πάρουν και να την κάνουν δέκα χρόνια; Μετά την κατάργησαν ξανά και έγινε για πέντε χρόνια. Τώρα, αν τα ένσημα δεν φτάνουν, δεν μπορείς να την ανανεώσεις για πέντε χρόνια, θα σου τη δώσουν μόνο ένα, δύο, τρία χρόνια. Τι θα συμβεί σε κάποιον σαν εμένα όταν φτάσω εβδομήντα και δεν θα έχω άδεια;».

Άντλα Σασάτη: «Πρέπει να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές. Δεν γίνεται να λέμε ότι είμαστε ευρωπαϊκή χώρα και να είμαστε σε όλα πίσω»

Στα αραβικά το όνομά της σημαίνει δικαιοσύνη. Λες και της δόθηκε μια ηθική υποχρέωση. Και αναλαμβάνει την «ευθύνη» του ονόματος με πλήρη επίγνωση των εμποδίων που καθημερινά οφείλει να υπερπηδά. Θέλει να βλέπει την αισιόδοξη πλευρά χωρίς να αρνείται ότι υπάρχουν κι εκείνες οι φορές που τα εμπόδια παραμένουν εμπόδια γιατί στην Ελλάδα υπάρχει ουσιαστική έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής.

Η Άντλα Σασάτη στον Περίπατο κατά των Διακρίσεων (2023)

Κι εκεί που «κάνουμε τέσσερα βήματα μπροστά, κάνουμε και δέκα πίσω». Η Άντλα Σασάτη είναι Διευθύντρια του γραφείου του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών. Μιλά στο ΒΗΜΑ για τις σημερινές διεκδικήσεις των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, οι οποίες -δυστυχώς- παραμένουν ίδιες εδώ πολλά χρόνια, εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

« Το Φόρουμ Μεταναστών ιδρύθηκε το 2002. Τώρα μπαίνουμε στο 2024 κι ακόμα συζητάμε τα ίδια πράγματα. Δεν γίνεται παιδιά που έχουν γεννηθεί κι έχουν μεγαλώσει εδώ να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Δεν μπορούμε να κινούμαστε τόσο αργά. Και δυστυχώς σε αυτή τη χώρα, αυτό ισχύει για όλους, όχι μόνο για τους μετανάστες», αναφέρει.

Ένταξη σε αναμονή. Ως πότε;

Η ένταξη είναι σε αναμονή, με πάνω από 255.000 συμπολίτες μας να περιμένουν ακόμα να εκδοθεί η ανανέωση ή η νέα άδεια διαμονής τους. Το 62% εξ αυτών περιμένουν εδώ και έναν χρόνο, το 32% βιώνει καθυστερήσεις δύο ετών και οι υπόλοιποι δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας βρίσκονται σε αναμονή τρία, τέσσερα και πάνω από πέντε έτη.

Επιπλέον, το 2022 που ξεκίνησε η ηλεκτρονική κατάθεση αιτήσεων, παρατηρήθηκε αύξηση της τάξης του 1087% των εκκρεμών αιτήσεων Αδειών διαμονής των πολιτών τρίτων χωρών σε σχέση με το 2021 (παρόλο που ο αριθμός νέος αιτημάτων εκείνη τη χρονιά αυξήθηκε μόλις 40%). Ενώ το 2023 παρατηρήθηκε αύξηση 97% των εκκρεμών αιτήσεων σε σχέση με το 2022.

«Στην Ελλάδα έχουμε όλοι τις ίδιες υποχρεώσεις και άνισα δικαιώματα. Υπάρχουν διακρίσεις. Η Πολιτεία δημιουργεί αποκλεισμούς».

«Δεν μπορείς να έχεις έναν άνθρωπο σε ομηρία. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που ζει στην Ελλάδα 20 και 30 χρόνια να πρέπει να προσκομίζει ξανά και ξανά και ξανά τα ίδια δικαιολογητικά κάθε τρία χρόνια. Δεν είναι δυνατόν να πηγαίνει το σχολείο πενταήμερη κι ένα παιδί να μένει πίσω γιατί οι γονείς του είναι από μια άλλη χώρα. Γιατί να συμβαίνει;

Γιατί να θέλει κάποιος να κάνει ένα μεταπτυχιακό σε κάποια άλλη χώρα και να μην μπορεί να ταξιδέψει εκτός χώρας γιατί τυχαίνει να έχει κάνει αίτηση ανανέωσης και να βρίσκεται στην αναμονή για ένα χρόνο, για ενάμιση χρόνο. Γιατί να μην μπορείς να πας στην κηδεία της γιαγιάς σου; Γιατί να μην μπορείς να πας στον γάμο του φίλου σου; Είμαστε κομμάτι αυτής της κοινωνίας και επιτέλους πρέπει να μας αντιμετωπίζουν ως τέτοιο.

Κι όχι να είμαστε στο περιθώριο, αυτό είναι το διακύβευμα αυτή τη στιγμή. Το κατά πόσο θα αντιληφθεί ο μέσος Έλληνας ότι ο μετανάστης είναι δίπλα του, είναι μαζί του κι όχι απέναντί του. Όταν κάθε κυβέρνηση αλλάζει τον κώδικα μετανάστευσης, αλλάζει τους νόμους, σημαίνει ότι κανείς ποτέ δεν είναι σταθερός σε αυτή τη χώρα. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι δεκαετείς άδειες διαμονής.

Η Άντλα Σασάτη στον Περίπατο κατά των Διακρίσεων (2023)

Παλαιότερα υπήρχαν οι δεκαετείς άδειες διαμονής για τους ανθρώπους που δεν ήθελαν να πολιτογραφηθούν ως Έλληνες, αλλά ήθελαν μια άδεια μεγαλύτερης διάρκειας. Αυτές καταργήθηκαν κι έγιναν πενταετίας. Και τα κριτήρια είναι τελείως διαφορετικά και αντίστοιχα με της πολιτογράφησης (συγκεκριμένο εισόδημα, συγκεκριμένα αποδεικτικά γνώσης της ελληνικής γλώσσας). Αυτό είναι δύσχρηστο.

Έχουμε παιδιά που καταφέρνουν να πάρουν ταυτότητα μετά από πολλά χρόνια. Και μιλάμε για παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, έχουν πάει σχολείο στην Ελλάδα. Μπορεί να υπάρχει διάθεση αλλά δεν υπάρχει συνεργασία. Απαιτείται μια κοινή γραμμή προς το μεταναστευτικό.

Είναι τεράστιο θέμα το γεγονός ότι όλοι θεωρούν πως το μεταναστευτικό είναι ζήτημα από το 2015 και μετά. Μετανάστες υπάρχουν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ‘60 και από πολύ πιο πριν. Παίζουμε με τις λέξεις αυτή τη στιγμή».

Θεσμικός ρατσισμός

«Το θέμα είναι τι γίνεται με όσους είναι ήδη εδώ. Όταν αντιμετωπίζεις το ίδιο έναν άνθρωπο που είναι δεύτερη ή τρίτη γενιά με κάποιον που έρχεται αύριο – κι ορισμένες φορές αυτός που έρχεται αύριο ίσως να έχει και καλύτερες προοπτικές- τότε έχουμε τεράστιο πρόβλημα.

Έχουμε μια Σουδανή η οποία είναι σχεδόν 40 χρόνια στην Ελλάδα και είναι ακόμα με άδεια διαμονής. Δεν έχει τα οικονομικά κριτήρια που χρειάζονται, ούτε μπορεί να πάει να δώσει εξετάσεις για τη γλώσσα. Από την άλλη όταν είναι κάποιος αθλητής (πχ) του δίνουμε κατευθείαν την ιθαγένεια. Τον πολιτογραφούμε Έλληνα ακόμα κι αν δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Είναι αυτό που λένε όλοι: ‘’οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές, αλλά..’’.

Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με τον κόσμο και νομίζω κανένας μετανάστης δεν είχε πρόβλημα με τον κόσμο, αν βγάλεις έξω το ακραίο του πράγματος. Όταν ο μετανάστης είναι αναγκασμένος να είναι σε αυτή την κατάσταση είναι φυσιολογικό να είναι εκτός κοινωνίας. Το ίδιο το Κράτος τον βγάζει εκτός. Η αλβανική κοινότητα που έχει πια τρίτη και τέταρτη γενιά μετανάστες στην Ελλάδα είναι και πάλι εκτός γιατί όλο αυτό το θέμα έχει να κάνει με το δίκαιο του αίματος στην Ελλάδα.

Και για αυτό μιλάμε για θεσμικό ρατσισμό. Το πιο απλό παράδειγμα είναι με οποιονδήποτε εκτός χώρας που ο πατέρας του τυχαίνει να είναι Έλληνας και κάποιον που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και τυχαίνει οι γονείς του να είναι ξένοι. Αυτός ή αυτή που έρχεται απ’ έξω θα πάρει την ελληνική υπηκοότητα κατευθείαν, χωρίς να μπει σε διαδικασία να δώσει εξετάσεις, χωρίς να ελέγξουν τα εισοδήματά του.

Αρκεί που ο πατέρας του είναι Έλληνας. Μπορεί να μην ξέρει ελληνικά, να μην έχει έρθει ποτέ στη χώρα και τον πολιτογραφούμε Έλληνα. Έχουμε κι αυτές τις πολιτογραφήσεις που δίνουμε στον γνωστό ηθοποιό που αγαπάει την Ελλάδα. Γιατί αυτός που ξοδεύει χρήματα στην Ελλάδα είναι πιο σημαντικός για την Ελλάδα από αυτόν που έχει γεννηθεί εδώ και την αγαπάει σαν πατρίδα του;

Αυτό είναι το ερώτημα. Δεν σε ενδιαφέρει αυτός που ζει στην Ελλάδα, ανοίγει μαγαζί, παίρνει σπίτι, κάνει παιδιά, που μακροπρόθεσμα σου καλύπτει πολλά περισσότερα κενά και ως προς το πώς θα διαχειριστείς τα έσοδα του Κράτους γιατί πληρώνει φόρους. Σε ενδιαφέρει να πολιτογραφήσεις τους άλλους που είναι εκτός απλά και μόνο γιατί έχουν αίμα ελληνικό. Είναι παράνοια», δηλώνει η Άντλα Σασάτη.

«Υπάρχουν διακρίσεις. Η Πολιτεία δημιουργεί αποκλεισμούς»

Υπάρχουν πολλά διαφορετικά ζητήματα. Κάποια από αυτά; Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός κατηγοριών αδειών διαμονής. Το κριτήριο υψηλού εισοδήματος για χορήγηση άδειας διαμονής αποτελεί διάκριση σοβαρή, όπως και το κριτήριο εισοδήματος για την πολιτογράφηση δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στους ανθρώπους που έχουν αιτηθεί ή θέλουν να αιτηθούν για να πολιτογραφηθούν ως Έλληνες πολίτες.

Η απουσία μέριμνας για την εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. Η έλλειψη στήριξης των παιδιών μεταναστών και προσφύγων, ώστε να ενταχθούν ομαλά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η μη συμπερίληψη και μη εκπροσώπηση των μεταναστών και μεταναστριών στις διαδικασίες της Πολιτείας που τους αφορούν άμεσα.

«Στην Ελλάδα έχουμε όλοι τις ίδιες υποχρεώσεις και άνισα δικαιώματα. Υπάρχουν διακρίσεις. Η Πολιτεία δημιουργεί αποκλεισμούς. Εμείς είμαστε εδώ και συνεχίζουμε. Δεν τα παρατάμε. Για μια κοινωνία που σέβεται και προάγει τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως καταγωγής ή εθνικότητας, προωθώντας την κοινωνική συνοχή».