ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Γιωργος Μουρμουρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός

«Ο κόσμος πρέπει να ξέρει ότι η πλειοψηφία των μεταναστών δεν θα καταφέρει να βγει στη σύνταξη, ό,τι και αν κάνει. Εμείς, οι μετανάστες πρώτης γενιάς, έχουμε αρχίσει ήδη να υπολογίζουμε αν πληρούμε τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Είμαστε σε πανικό».

Η Λιλιάνα Σαλιάι μιλά για το φλέγον ζήτημα της συνταξιοδότησης των αλβανών και άλλων μεταναστών πρώτης γενιάς που ήρθαν στην Ελλάδα νέοι, πριν από 30 χρόνια. Δούλεψαν στην οικοδομή, στα χωράφια, στα ολυμπιακά ακίνητα και στα άλλα μεγάλα έργα. Καθάριζαν σπίτια και γραφεία, φρόντιζαν ηλικιωμένους και παιδιά. Εργάστηκαν τα πρώτα χρόνια σε καθεστώς ημιπαρανομίας και κατόπιν υφιστάμενοι συστηματικά διακρίσεις. Η συμβολή τους στο ελληνικό «οικονομικό θαύμα» της εικοσαετίας 1990-2010 ήταν καθοριστική. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής, το «χρυσό» 2004 η συμβολή των μεταναστών στο ΑΕΠ ανήλθε σε 2,3%-2,8%. Σήμερα, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται κοντά στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ομως πολλοί φοβούνται ότι δεν θα καταφέρουν ποτέ να απομακρυνθούν από τον εργασιακό στίβο, καθώς δεν πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις για να βγουν στη σύνταξη.

Οπως εξηγούσε σε ανακοίνωσή της τον Σεπτέμβριο του 2022 η ΜΚΟ Generation 2.0, «οι μετανάστες, όπως και οι έλληνες πολίτες, για να λάβουν το πλήρες ποσό της ελάχιστης σύνταξης (384 ευρώ) πρέπει να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Ομως, για να το λάβουν, θα πρέπει να πληρούν μια επιπλέον προϋπόθεση: να αποδεικνύουν 40 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα». Οσοι δεν πληρούν αυτή την προϋπόθεση, λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη με αναλογία 1/40 για κάθε έτος που υπολείπεται. «Η απόδειξη των 40 ετών νόμιμης διαμονής είναι αδύνατη για την πλειονότητα των πολιτών τρίτων χωρών, καθώς ο μόνος τρόπος πιστοποίησης είναι οι άδειες διαμονής και η πρώτη συντονισμένη διαδικασία νομιμοποίησης στην Ελλάδα ξεκίνησε μόλις το 1998».

«Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δουλεύαμε χωρίς νόμιμα έγγραφα. Και αυτό ήταν καθαρά μια πολιτική επιλογή, αφού σε άλλες χώρες υποδοχής αλβανών μεταναστών, όπως στην Ιταλία, οι διαδικασίες νομιμοποίησης ξεκίνησαν ήδη από το 1991» λέει στο «Βήμα» η Λιλιάνα Σαλιάι. Επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, ήρθε στην Ελλάδα το μακρινό 1994. «Ο αγώνας ο δικός μου ήταν να πάει στο πανεπιστήμιο η κόρη μου» σημειώνει, διηγούμενη πόσο δύσκολο ήταν πολλές φορές να συμπληρώσει τα απαιτούμενα ένσημα για την ανανέωση της άδειας παραμονής.

«Μπροστά σε μια καταστροφή»

«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταστροφή» λέει, από την πλευρά του, ο νομικός-εργατολόγος Απόστολος Καψάλης, επί σειρά ετών επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και διδάσκων στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Πάντειου Πανεπιστημίου. Οπως εξηγεί, ο νόμος 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) «ποινικοποιεί» τους μετανάστες για τα χρόνια που δεν είχαν άδεια παραμονής, παρά το γεγονός ότι ήταν οι ελληνικές αρχές που δεν τους έδωσαν τη δυνατότητα νομιμοποίησης από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ετσι, όπως εξηγεί, δημιουργούνται δύο μεγάλες κατηγορίες μεταναστών: η πρώτη είναι αυτή που δεν θα πάρει ποτέ σύνταξη, ενώ η δεύτερη αποτελείται από αυτούς που «στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγηθούν αθροιστικά σε εθνική και αναλογική σύνταξη ύψους περίπου 400 ευρώ». Ο εργατολόγος υπολογίζει ότι προ διετίας περίπου 60.000 μετανάστες πρώτης γενιάς ήταν άνω των 60 ετών, πλησιάζοντας σε ηλικία συνταξιοδότησης. Αλλες 100.000 άνθρωποι αναμένεται να ενταχθούν στην ίδια ηλικιακή κατηγορία μέσα στα επόμενα χρόνια. Για βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής κάνει λόγο και η Λιλιάνα Σαλιάι. «Ο κόσμος είναι σε πανικό, γιατί από εδώ και πέρα θα ξεκινήσουν τα πάρα πολύ δύσκολα. Πολλοί μετανάστες πρώτης γενιάς δεν έχουν τη δύναμη να δουλεύουν άλλο. Αν δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, θα στραφούν στα παιδιά τους, τους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Είναι ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα».

Η απαίτηση για απόδειξη 40 ετών νόμιμης διαμονής στη χώρα ως προϋπόθεση για συνταξιοδότηση είχε προκαλέσει αντιδράσεις από σωματεία ομογενών, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 2022 με ΚΥΑ το όριο αυτό να μειωθεί για την εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα στα 30 χρόνια. Ομως, σύμφωνα με την Generation 2.0, «η συγκεκριμένη πρόβλεψη δεν λύνει τη διάκριση αλλά τη διαιωνίζει». Και αυτό αφενός γιατί «δεν αφορά το σύνολο των πολιτών τρίτων χωρών», αφετέρου γιατί «η μείωση στα 30 χρόνια δεν αρκεί για τους περισσότερους από τους ομογενείς, καθώς το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) θεσμοθετήθηκε το 1998, δηλαδή 24 χρόνια πριν».

Ο Συνήγορος του Πολίτη

Θέση για το ζήτημα έχει λάβει και ο Συνήγορος του Πολίτη. Στις 5 Φεβρουαρίου 2020 σημείωνε ότι «το κριτήριο των ετών διαμονής είναι ξένο προς το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα» επειδή βασικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του ήταν και παραμένει «ο υπολογισμός των παροχών βάσει του χρόνου ασφάλισης». Απαντώντας σε αναφορά της Generation 2.0, η ανεξάρτητη αρχή σημείωνε ότι ο έλεγχος της 40ετούς διαμονής στην Ελλάδα για τη χορήγηση της πλήρους εθνικής σύνταξης υποβάλλει τους αιτούντες στην απαίτηση μιας αδύνατης απόδειξης και γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα κενά στη νομοθεσία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Η μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής οδηγεί σε πολύ χαμηλές συντάξεις και ταυτόχρονα σε πολύ μεγάλες ανισότητες μεταξύ ασφαλισμένων με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης και τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές.