Τον Απρίλιο του 1999, με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου και τελευταίου τόμου των απομνημονευμάτων του Χένρι Κίσινγκερ, -ο οποίος πέθανε εχθές Τετάρτη 29/11- ο εμβληματικός δημοσιογράφος του «ΒΗΜΑΤΟΣ», Στάθης Ευσταθιάδης, που έφυγε από τη ζωή το 2017, παρουσίαζει άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο σχολίασε ο αμερικανός διπλωμάτης την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν οι ΗΠΑ τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.

Ακολουθεί το κείμενο του Γιάννη Ευσταθιάδη, με την προσθήκη μεσότιτλων προς διευκόλυνση της ανάγνωσης:

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.4.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Χρειάστηκε σχεδόν 17 χρόνια για να γράψει ο Χένρι Κίσινγκερ τον τρίτο, τον τελευταίο, τόμο των απομνημονευμάτων του. Διπλάσιος σχεδόν σε όγκο από τους δύο προηγουμένους, του 1979 και του 1982, ο τρίτος, που μόλις κυκλοφόρησε, δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρων από τους προηγουμένους μολονότι αφορά το τέρμα της πολιτικής καριέρας του και ασχολείται με την κατάρρευση των ελπίδων και των φιλοδοξιών του για την άνθηση και τον θρίαμβο της αμερικανικής διπλωματίας ως μέσου συνεννόησης και ειρήνης σε έναν «κόσμο γεμάτο απροσδόκητα και αντιθέσεις».

Ο τίτλος απατά και μου δίνει την εντύπωση πως σκοπίμως τον έβαλε ο συγγραφέας (ή ο εκδότης). Για να σαρκάσει. Γιατί μόνο «Χρόνια ανανέωσης» δεν είναι. Εκείνα που πραγματεύεται είναι η καταστροφή στο Βιετνάμ, το φιάσκο της Καμπότζης, το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, η σκληρή αντιπολίτευση στον Φορντ από το ίδιο του το κόμμα, η τραγωδία της Κύπρου, η εμπέδωση της σοβιετικής επιρροής στον Τρίτο Κόσμο κ.ά.

Δεν έχω υπόψη μου άλλο αυτοβιογραφούμενο πολιτικό άνδρα που να άφησε τόσο λεπτομερειακή καταγραφή του διεθνούς πολιτικού χώρου και του ρόλου του τα χρόνια που είχε κάποια κρατική εξουσία. Αν στο τρίτομο έργο του προσθέσουμε και τη «Διπλωματία» (908 σελίδες), που βεβαίως περιέχει αρκετά στοιχεία από την πολιτική δράση του, τότε ο συνολικός όγκος της συμβολής του Χένρι Κίσινγκερ στην κατανόηση της αμερικανικής παρουσίας στον διεθνή χώρο τη δεκαετία του ’70 υπερβαίνει τις 3.900 σελίδες.

Αν τις διαβάσει κανείς δίχως προκατάληψη και με κάποιες γνώσεις της εποχής, δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι οι μύθοι περί «μάγου της διπλωματίας», όπως και ο «κυνισμός» για τον οποίο επανειλημμένως τον κατηγόρησαν, ακόμη και συνεργάτες του, είναι υπερβολές όταν δεν είναι κακοήθειες. Και εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνονται μέσα στα ντοκουμέντα και στα άλλα επίσημα έγγραφα που παρατίθενται στις σελίδες του τρίτου τόμου, όπως δεν ήταν εμφανή και στους δύο προηγουμένους.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι «όποιος έχει το μολύβι γράφει την Ιστορία όπως θέλει». Και ο Κίσινγκερ έχει όντως «το μολύβι» ­ μια σειρά έγγραφα και πηγές που παραμένουν ακόμη απόρρητες για τους περισσοτέρους, από ό,τι ξέρω. Αλλά δεν κάνει καθόλου κατάχρηση αυτού του «μολυβιού». Κάθε άλλο. Δεν διστάζει να κάνει την αυτοκριτική του, καμιά φορά αληθινά μαστιγωτική. Θα έλεγα ότι ο Κίσινγκερ διασκεδάζει επικρίνοντας τον εαυτό του για παραλείψεις, λ.χ. στην αντιμετώπιση της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, για απροσεξίες και αδεξιότητες, λ.χ. στον χειρισμό των συναντήσεων με τον Μπρέζνιεφ στο Ελσίνκι και στο Βλαδιβοστόκ κτλ.

Η δεύτερη τετραετία Νίξον

Ολα έδειχναν ότι θα κυλούσαν ομαλά τα χρόνια της δεύτερης τετραετίας του Ρίτσαρντ Νίξον στον Λευκό Οίκο. Ο στόχος του Κίσινγκερ, δηλαδή η εξύψωση της αμερικανικής διπλωματίας ως μοχλού ειρήνης και ευημερίας, σε αντίθεση με την πολεμική ισχύ, φαινόταν να πετυχαίνει. Η Ουάσιγκτον είχε «ανακαλύψει» την Κίνα ­ εδώ ο Κίσινγκερ αποκαλύπτει ότι ήταν ιδέα του Νίξον και όχι δική του, όπως πιστεύεται, να αποκαταστήσουν σχέσεις οι ΗΠΑ και η Κίνα ­, η διάσκεψη του Ελσίνκι θα επέτρεπε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να «αναπνέουν», ο Φιντέλ Κάστρο είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την «επανάσταση ανά τον (τρίτο)κόσμο» (Λατινική Αμερική, Αγκόλα) και «ο πονοκέφαλος του Βιετνάμ» άρχισε να υποχωρεί ­ μια συμφωνία ήταν ήδη ορατή ­ όταν «ξέσπασε η θύελλα και άνοιξαν οι ουρανοί»: Γουότεργκεϊτ. Η πλήρης κατάρρευση των πάντων: μετριότητες στο εσωτερικό, καταστροφή στο Βιετνάμ, ημιδιάλυση στον ανατολικό βραχίονα του ΝΑΤΟ λόγω ελληνοτουρκικής διένεξης. Το τέλος.

Είναι δύσκολο, τουλάχιστον σε μένα, να αναφέρεις λεπτομέρειες από τον τρίτο τόμο και ακόμη πιο δύσκολο να προχωρήσεις σε αναλύσεις και αντιπαραθέσεις των όσων γράφει ­ και ο Κίσινγκερ γράφει για όλα και για όλους, διανθίζοντας την ιστόρηση με χαριτωμένα στιγμιότυπα της ανά τον κόσμο καριέρας του. Περιορίζομαι γι’ αυτό στο να παραθέσω κάπως εκτενέστερα τα όσα αναφέρει για το Κυπριακό ­ και είναι η πρώτη φορά που ο Κίσινγκερ μιλάει διεξοδικά γι’ αυτό το ζήτημα. Ισως μερικές καρδιές στενοχωρηθούν, κάποιοι άλλοι ίσως διαφωνήσουν αλλά αυτά έχει η Ιστορία. Κάποτε πρέπει να παίρνουν μέρος όλοι στη συγγραφή της.

Κυπριακό

Προσδιορίζοντας ότι το Κυπριακό είναι ο προάγγελος των εθνικών συγκρούσεων που χαρακτηρίζουν την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα και επισημαίνοντας ότι οι Συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (1960) για την Κύπρο ήταν «εξ ορισμού καταδικασμένες να αγνοηθούν εξαρχής» διότι προσπαθούσαν «να ανταποκριθούν ταυτοχρόνως στις διαμετρικά αντίθετες αξιώσεις των δύο πλευρών», ο Χένρι Κίσινγκερ αποδίδει την τραγική τροπή που πήρε το Κυπριακό σε συγκυρίες τις οποίες εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι, αγνόησαν είτε ερμήνευσαν λανθασμένα οι Ελληνες και δεν έδωσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών και προεδρικός σύμβουλος σε θέματα ασφαλείας των προέδρων Νίξον και Φορντ, αφιερώνει σχεδόν 50 σελίδες του βιβλίου του στο Κυπριακό και είναι η πρώτη φορά που μιλάει τόσο λεπτομερειακά για ένα θέμα το οποίο, όπως έχει εκμυστηρευθεί σε πολλούς έκτοτε, τον απασχολεί πάντοτε.

Με βάση προσωπικές σημειώσεις και επίσημα έγγραφα και με την «απόσταση» των 30 περίπου χρόνων, ο καθηγητής-πολιτικός-ιστορικός και θαυμάσιος χειριστής του λόγου Κίσινγκερ κάνει εκτιμήσεις για πρόσωπα, χειρισμούς, γενικότερους πολιτικούς και στρατηγικούς στόχους, προσκομίζει τεκμήρια που καταρρίπτουν αρκετούς «μύθους περί το Κυπριακό», επισημαίνει ευθύνες του Κογκρέσου και του ελληνοαμερικανικού λόμπι και δεν διστάζει να κάνει την αυτοκριτική του για ορισμένες συγκεκριμένες παραλείψεις του ως αρμόδιου υπουργού τις τραγικές ημέρες της κρίσης του 1974.

Γεώργιος Μαύρος (αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του 1974) με τον Χένρι Κίσινγκερ, τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, 1974.

Τι έφταιξε

Ο Κίσινγκερ πιστεύει πως η τραγωδία της Κύπρου οφείλεται πρωτίστως στο ότι λόγω του Γουότεργκεϊτ ­ που το καλοκαίρι του ’74 ήταν στο κατακόρυφο ­ όλη η προσοχή του προέδρου Νίξον και του ιδίου ήταν στραμμένη στο εσωτερικό και στους χειρισμούς εκείνου του σκανδάλου. Ο Φορντ που διαδέχθηκε τον Νίξον ακριβώς τις ημέρες της τουρκικής εισβολής δεν ήταν σε θέση να μορφώσει μια σαφή πολιτική ­ άλλωστε ήταν πρόεδρος «δοτός», δεν είχε εκλεγεί με την ψήφο του λαού ­ ενώ ο ίδιος ο Κίσινγκερ εμποδίστηκε, λόγω της παραίτησης του Νίξον, να μεταβεί στο Λονδίνο και να μετάσχει στην Τριμερή της Γενεύης όπου, όπως γράφει στο βιβλίο του, θα μπορούσε παρεμβαίνοντας να εμποδίσει τη δεύτερη επίθεση των Τούρκων.

Αξιολογώντας έναν προς έναν τους πρωταγωνιστές του κυπριακού δράματος ο Κίσινγκερ δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Και, γενικεύοντας το πρόβλημα ως ιστορικός και έμπειρος παρατηρητής, αποφαίνεται ότι στο κλασικό πλαίσιο των εθνικών διενέξεων ­ από τον Λίβανο ως τη Βοσνία ­ οι λύσεις είναι πιθανότερο να προκύψουν από μια ολοκληρωτική νίκη της μιας πλευράς επί της άλλης ή από μια εξάντληση αμφοτέρων παρά από την προσπάθεια κάποιων μεσολαβητών.

Επικρίνοντας σε ένα σημείο την πλευρά Καραμανλή-Μαύρου, του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών της μεταπολίτευσης, επειδή αρνήθηκαν να κάνουν τις παραμικρότερες υποχωρήσεις ­ οι οποίες, κατά τον Κίσινγκερ, θα απέτρεπαν τη δεύτερη τουρκική επίθεση ­ σημειώνει: «Συμβιβασμός σημαίνει ότι παίρνω αποφάσεις ενώ όταν αφήνω ένα fait accompli απαλλάσσω το θύμα από την ευθύνη για το ό,τι έχει προκύψει».

Ο Κίσινγκερ βεβαιώνει ότι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως το πραξικόπημα στην Κύπρο θα αποτύγχανε και ότι «ήταν η αρχή μιας μεγάλης κρίσης σε ευρύτερη κλίμακα». Οταν εκδηλώθηκε, τονίζει, το πρώτιστο μέλημά του ήταν να αποφευχθεί ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διότι θα κατέρρεε η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Και με πικρία σημειώνει ότι το Κυπριακό παραμένει σε αδιέξοδο παρ’ όλο που απασχολεί οκτώ διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις.

Για τον Μακάριο

Ο Μακάριος είναι για τον Κίσινγκερ πανούργος, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ­ και αυτό είναι πολύ αρνητικό στοιχείο για κάποιον που κινείται στον διεθνή διπλωματικό χώρο ­, άλλαζε αιφνιδίως πολιτική και όπως οι Βουρβώνοι «ούτε έμαθε ούτε ξέχασε τίποτε». Ωστόσο, εν κατακλείδι, αποκαλεί τον Μακάριο «μεγάλο» και πιστεύει ότι ο αιφνίδιος θάνατός του εμπόδισε την προώθηση λύσης που ευνοούσαν οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ. Διότι, λέγει, «ο Μακάριος περισσότερο από κάθε άλλον είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται και να αποδέχεται την πραγματικότητα». Απαντώντας στο υποθετικό ερώτημα για το αν ο ίδιος θεωρούσε τον Μακάριο «απειλή» για τις ΗΠΑ, ο Κίσινγκερ τον βλέπει «μάλλον ως ενόχληση», βεβαιώνει ότι ουδέποτε έλαβε κάποιο μέτρο που θα περιόριζε την εξουσία και το κύρος του Μακαρίου, ότι ουδέποτε οι ΗΠΑ τον είδαν ως τον «Κάστρο της Μεσογείου» και τονίζει ότι οι ΗΠΑ «διετήρησαν πάντοτε μια πλήρη σεβασμού προσωπική σχέση μαζί του».

Χένρι Κίσινγκερ

Για τον Ετζεβίτ

Αντιθέτως, ο Ετζεβίτ, μολονότι μαθητής του, απογοήτευσε και «περιέπλεξε» τον δάσκαλο, ο οποίος πίστευε ότι ως ποιητής ο τούρκος πρωθυπουργός θα ήταν περισσότερο ευέλικτος. Θεωρεί τον Ετζεβίτ αφερέγγυο και μυθομανή: ενώ αρνείται να έρθει σε διάλογο με τον Μακάριο και τον αποκαλεί απειλή, ζητεί φορτικά από τις ΗΠΑ να τον φέρουν πίσω στην Κύπρο ευθύς μετά τη διαφυγή του στο Λονδίνο. Και κυριολεκτικά γελοιοποιεί τον τούρκο πρωθυπουργό όταν παραθέτει επί λέξει απόσπασμα τηλεφωνικής συνομιλίας του στην οποία ο Ετζεβίτ ισχυρίζεται ότι οι Ελληνες επάνδρωσαν πολεμικά σκάφη με… τουρκομαθείς για να παραπλανήσουν την Αγκυρα! Και καθώς ποτέ δεν του έλειψε το χιούμορ, ο Κίσινγκερ συμβουλεύει τον Ετζεβίτ: «Τότε βουλιάξτε αυτά τα πλοία». Κάτι που έκανε όντως η τουρκική αεροπορία βομβαρδίζοντας και βυθίζοντας ένα τουρκικό αντιτορπιλικό, υπενθυμίζει ο συγγραφέας.

Για τον Καραμανλή

Ο Κίσινγκερ είναι ιδιαιτέρως επικριτικός για τον Καραμανλή. Στις θέσεις του για το Κυπριακό ο έλληνας πρωθυπουργός δεν δέχεται κανένα συμβιβασμό γιατί φοβάται το πολιτικό κόστος. Επιμένει να συνεχίσει την «εθνικιστική πολιτική της χούντας». Σε διάκριση με τον Σαντάτ, της Αιγύπτου, που όταν είδε πως το Ισραήλ κατείχε τα πάντα δέχθηκε συμβιβασμούς, ο Καραμανλής ευρισκόμενος σε πολύ χειρότερη θέση έμεινε αμετακίνητος σε μαξιμαλιστικές απόψεις. Και ο Κίσινγκερ κάνει, με την ευκαιρία, μια γενική αποτίμηση: η Τουρκία «κατείχε το έπαθλο» αλλά εστερείτο διεθνούς αναγνωρίσεως της νομιμότητας της πράξης της. Η Ελλάδα διέθετε τη διεθνή υποστήριξη αλλά εστερείτο μέσων για να την αξιοποιήσει, να επιβάλει τις απόψεις της, ούτε και είχε την εσωτερική υποστήριξη για να προβεί σε «ρεαλιστικές παραχωρήσεις».

Η «εγκληματική και απερίσκεπτη» πολιτική της χούντας στο Κυπριακό φέρει τη μεγάλη ευθύνη, κατά τον Κίσινγκερ, για την τραγωδία. Η «απερίσκεπτη» παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον, το 1974, στην Αγκυρα δημιούργησε στους Τούρκους το αίσθημα του αδικημένου και η έλλειψη διπλωματικής εμπειρίας από τον τότε βρετανό υπουργό Εξωτερικών Γκάλαχερ, που «ανέλαβε» να μεσολαβήσει μεταξύ Αθηνών και Αγκυρας μετά την εισβολή, είναι η αιτία, η αφορμή της ελληνοτουρκικής έντασης και ο λόγος της αποτυχίας των προσπαθειών για «αποφυγή» μεγαλυτέρων δεινών στην Κύπρο.

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Ο Κίσινγκερ τονίζει ότι μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή εκείνο που επεδίωξε ήταν «να μη μονιμοποιηθεί η κατάσταση». Απέτυχε όμως για τρεις λόγους: επειδή η ελληνική πλευρά δεν έδειξε ευελιξία, επειδή ο Ετζεβίτ αναγκάστηκε για εσωτερικούς λόγους να παραιτηθεί και γιατί οι ΗΠΑ, απασχολημένες με την «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο, δεν μπόρεσαν να παίξουν τον ρόλο τους. Ο Κίσινγκερ επικρίνει στο σημείο αυτό το ελληνοαμερικανικό λόμπι που, αξιώνοντας και πετυχαίνοντας από το Κογκρέσο να επιβάλει εμπάργκο στην Τουρκία, οδήγησε σε σκλήρυνση της στάσης της Αγκυρας, η οποία έφθασε στο σημείο να απαγορεύσει στον Κίσινγκερ να μεταβεί στην Τουρκία, όπου, όπως λέγει, είχε την πρόθεση να πιέσει για το Κυπριακό.

Ιδιαίτερη προσπάθεια φαίνεται να καταβάλλει ο Κίσινγκερ για να αποκαταστήσει την αλήθεια για τον ρόλο των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Με επίσημα έγγραφα επιμένει ότι η Ουάσιγκτον έκανε παν το δυνατόν για «να αφαιρέσει τα προσχήματα για επέμβαση της Τουρκίας» στην Κύπρο, τονίζει ότι ο ίδιος ο Μακάριος μία μόλις εβδομάδα πριν από το πραξικόπημα του Ιουλίου διαβεβαίωνε τον Κίσινγκερ πως «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», αναφέρει ότι οι ΗΠΑ έκαναν σαφές στον Ετζεβίτ ότι, όπως δεν δέχονται την «ένωση», δεν δέχονται και τη διατάραξη της κατάστασης στην Κύπρο και επιμένει πως η στάση του Κογκρέσου ­ επικριτική στην Ελλάδα όταν ήταν η χούντα και με απεριόριστη υποστήριξη όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία ­ αποδείχθηκε αρνητική για την όλη εξέλιξη του Κυπριακού.

Ο Κίσινγκερ ομολογεί ότι η Ουάσιγκτον δεν ανέμενε τη δεύτερη επίθεση της Τουρκίας ­ μάλιστα στις 30 Ιουλίου διέλυσε την ειδική ομάδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Είναι σαφώς επικριτικός στον «μεσολαβητή» Γκάλαχερ, ο οποίος ζήτησε τη συγκατάθεση των ΗΠΑ «να βομβαρδίσει τουρκικές θέσεις» αν οι Τούρκοι παραβιάσουν την προτεινόμενη ανακωχή, την οποία ο Κίσινγκερ απέρριψε αμέσως.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο Κίσινγκερ στις περίπου 50 σελίδες του βιβλίου του που αφιερώνει στο Κυπριακό δεν γράφει ούτε λέξη για τον ρόλο του Στρατού στην Τουρκία. Είναι αλήθεια ότι σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου του, για το Κουρδικό λ.χ., κάνει λόγο για την «πολιτική επιρροή του στρατεύματος» αλλά και πάλι δεν εμβαθύνει στον ευρύτερο ρόλο των τούρκων αξιωματικών. Αντίθετα, δεν χάνει ευκαιρία να μην προσάψει ευθύνες και χαρακτηρισμούς στους «ανόητους συνταγματάρχες» της Αθήνας οι οποίοι «προώθησαν τον γκάγκστερ δολοφόνο Σαμψών» ως πρόεδρο.

Γενικότερα κρίνοντας, ο Κίσινγκερ δίνει τη δική του άποψη και τα δικά του στοιχεία ­ αρκετά πειστικά και τεκμηριωμένα ­ για την τραγωδία της Κύπρου και, χωρίς να αποκαλύπτει τίποτε περισσότερο από μερικές λεπτομέρειες γεγονότων, συμβάλλει ασφαλώς σε μια ψυχραιμότερη και ιστορικώς αποδεκτή θεώρηση του θέματος, βοηθάει στην εξάλειψη αρκετών μύθων περί αυτό και σε μια πιο ρεαλιστική βάση για την αποτίμηση χειρισμών, προσώπων και μεθοδεύσεων κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 στο Κυπριακό. Πέραν όλων αυτών, ο αφηγηματικός τρόπος, η δύναμη της γραφής του και η προσοχή που καταβάλλει να γίνει προσιτός στον αναγνώστη κάνουν «Τα χρόνια ανανέωσης», πέραν των άλλων, και ένα θαυμάσιο ανάγνωσμα.