Μισός αιώνας έχει περάσει από τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το ιστορικό συμβάν, που αναδείχτηκε σε μείζον «τοπόσημο» στο συλλογικό ασυνείδητο της χώρας μεταπολιτευτικά. Τι συμβολίζει 50 χρόνια μετά η Επέτειος; Η νεολαία αδιαφορεί;  Τι έχει παραλείψει η σχετική βιβλιογραφία; Προς τι η σχεδόν εμμονική αποδόμηση της «γενιάς» του;

«Η εξέγερση δεν είναι βολικό πράγμα, δεν είναι εύκολα διευθετήσιμο στο εθνικό αφήγημα, έχει γωνίες, είναι συγκρουσιακή. Άλλους τους εμπνέει κι άλλοι, ακόμα και τη μνήμη της, την τρέμουν και την ξορκίζουν. Οι ζωντανές ενσώματες αποδείξεις της δυνατότητας της εξέγερσης είναι οι άνθρωποι της γενιάς. Γι’ αυτό τόσος ψόγος για τη «γενιά του Πολυτεχνείου», σημειώνει στη συνέντευξη που παραχωρεί στο ΒΗΜΑ ο υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ), Δημήτρης Γαρρής, με εξειδίκευση στη συγκρότηση της μνήμης του Πολυτεχνείου μεταπολιτευτικά.

Τελικά, τι έχει απομείνει σήμερα από το Πολυτεχνείο; Τι σημαίνει 50 χρόνια μετά;  Τι συμβολίζει; Τι μας έχει κληροδοτήσει; Τι σημαίνει ειδικότερα για τις νεότερες γενιές; Γνωρίζουν τι έχει συμβεί, κύριε Γαρρή, στις 17 Νοεμβρίου;

Σε μια κατ’ ανάγκην αφαιρετική και οπωσδήποτε υποκειμενική απόπειρα απάντησης, νομίζω πως η σπουδαιότερη κληρονομιά του Πολυτεχνείου συνίσταται στο ότι μας προσφέρει ένα ακτινοβόλο και αειθαλές εξεγερσιακό υπόδειγμα. Ένα αγωνιστικό αρχέτυπο που δείχνει στο διάβα των δεκαετιών πως όταν οι απλοί άνθρωποι –φοιτητές, εργάτες κι εργαζόμενοι, μαθητές–, συνολικά αυτό που αποκαλούμε λαός και υποτελείς τάξεις, ενώνονται και αγωνίζονται απέναντι σε αυταρχικές, αντιδημοκρατικές εξουσίες, κάποτε μπορεί και να νικούν.

Η ανιδιοτέλεια και η παράδοξη αποκοτιά όσων κλείστηκαν τον Νοέμβριο του 1973 στο Μετσόβιο, αλλά και όλων όσων κατέβηκαν από κάθε γωνιά της Αθήνας στην Πατησίων και στους γύρω δρόμους για να συμπαρασταθούν ενεργά και τελικά να συμμετάσχουν στη λαϊκή εξέγερση, λειτουργούν, όσο διατηρούνται ζωντανές στη μνήμη, ως ηθικός σηματωρός, αποκούμπι και ενεργή συνείδηση για τα δημοκρατικά μας αντανακλαστικά. Και κάτι τελευταίο, το Πολυτεχνείο συμβολίζει με τον πιο καθαρό τρόπο την αξία της συλλογικότητας, τη δύναμη της συλλογικής δράσης απέναντι σε συνταγές ιδιωτείας των –τόσο πολύ της μόδας σήμερα– ατομικών δρόμων ευδαιμονισμού.

Περνώντας στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αυτό για τις νεότερες γενιές και τον βαθμό γνώσης και εξοικείωσής τους με την εξέγερση, η ειλικρινής μου απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Εκείνο όμως που θα ήθελα σύντομα να σχολιάσω είναι ότι δυστυχώς υπάρχει μια αρτηριοσκληρωτική, περίπου παγιωμένη, άποψη ότι η νεολαία δεν ξέρει, δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά, ή ακόμα χειρότερα «τι ενδιαφέρει ένα παιδί 17 χρονών τι έγινε το 1963;», όπως είχε αναρωτηθεί πριν κάποια χρόνια στην τηλεόραση ο σημερινός πρωθυπουργός αναφερόμενος στη δολοφονία Λαμπράκη.

Έρευνες σχετικά με το Πολυτεχνείο και τη στρατιωτική δικτατορία που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες μέρες –είδα αυτή της Metron Analysis για το ΒΗΜΑ και μία ακόμα του Ινστιτούτου Eteron- μάλλον δεν στοιχειοθετούν την παραπάνω άποψη περί ανιστόρητης και αδιάφορης νεολαίας. Ενδεικτικά, στην έρευνα του Eteron, είναι οι ηλικίες άνω των 55 ετών που στηρίζουν περισσότερο τον ακροδεξιό μύθο περί μη ύπαρξης νεκρών στο Πολυτεχνείο και όχι η νεολαία. Τέλος, ενδιαφέρον έχει ότι η αγωνία σχετικά με το κατά πόσο οι νέες και οι νέοι γνωρίζουν τι έγινε στο Πολυτεχνείο το 1973 δεν είναι ούτε καινούρια, ούτε πρόσφατη. Το 2004 στο συλλογικό σε επιμέλεια Δημήτρη Παπαχρήστου «Το Πολυτεχνείο ζει; – 30+1 όνειρα-μύθοι-αλήθειες» περιλαμβανόταν στο τέλος του βιβλίου και μια έρευνα του Δήμου Κερατσινίου με τον εύγλωττο τίτλο: «Οι μαθητές γιορτάζουν το Πολυτεχνείο που… αγνοούν», η οποία περιέγραφε με αρκετά μελανά χρώματα το επίπεδο γνώσεων σύγχρονης ιστορίας των τότε μαθητών.

Όσο περνούν τα χρόνια «αποκαθίσταται» το Πολυτεχνείο ιστορικά, συμβολικά, ψεύδη καταρρίπτονται ή  η αναφορά κι ο μύθος του θολώνουν, στρεβλώνονται, απομυζούνται;

Είναι δεδομένο ότι με το πέρασμα των δεκαετιών, οι αρχειακές διαθεσιμότητες εμπλουτίζονται και αργά αλλά σταθερά εκπονούνται και εκδίδονται νέες συστηματικές ερευνητικές δουλειές. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει απαραίτητα σε όλα τα πεδία μια γραμμική, προοδευτική καλυτέρευση των πραγμάτων. Ακόμα και τα ψεύδη έχουν τις δικές τους χρονικότητες.

Αναφέρεστε στους νεκρούς του Πολυτεχνείου;

Ακριβώς. Παρά την αδιάψευστη και στιβαρά τεκμηριωμένη ύπαρξη τουλάχιστον 25 νεκρών κατά την καταστολή της εξέγερσης, η αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου μάλλον έχει διευρυνθεί, έχει βρει μεγαλύτερη ορατότητα και δυστυχώς απήχηση την τελευταία δεκαπενταετία.

Σχετικά με τον περίφημο «μύθο του Πολυτεχνείου», πρέπει να έχουμε κατά νου κάτι που ίσως σε πρώτη ανάγνωση ακούγεται παράδοξο. Οι πρώτοι που δεν τον ήθελαν και επιχειρούσαν να τον διαλύσουν ήταν οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην εξέγερση.

Οι λόγοι;

Είτε επειδή θεωρούσαν ότι η μυθοποίηση του Πολυτεχνείου απομάκρυνε τη δυνατότητα να κατανοηθεί και να ιστορηθεί στις πραγματικές του διαστάσεις με τα στέρεα και πολύ συγκεκριμένα πολιτικά του αιτήματα, είτε γιατί έκριναν πως μια από τα πάνω μυθοποίηση λείαινε τις πιο αιχμηρές και ανατρεπτικές πτυχές του Νοέμβρη προς όφελος μιας ακίνδυνης συγκινησιακής επένδυσής του. Δεν είναι λίγα τα βιβλία ανθρώπων της γενιάς που θέτουν ανάμεσα στους διακηρυγμένους στόχους της ανάλυσής τους ακριβώς να καταπολεμήσουν τον μύθο. Η μυθοποίηση νοούνταν ως –και μάλλον εν πολλοίς ήταν– ο προθάλαμος της μουσειοποίησης και της αποπολιτικοποίησης της εξέγερσης.

Τι είναι αυτό που κυρίως έχει αποσιωπηθεί ως σήμερα; Και τι αυτό που εργαλειακά, εκατέρωθεν, έχει υπερτονιστεί;

Σχετικά με τα πολιτικά και ιδεολογικά προτάγματα της εξέγερσης, εκείνο που συχνά αποσιωπάται ή περιθωριοποιείται, με αποτέλεσμα την πρακτική απομείωσή του, είναι η αντιιμπεριαλιστική-αντιαμερικανική διάσταση της. Θυμίζω πως ανάμεσα στα κεντρικά συνθήματα ήταν και τα «Έξω αι ΗΠΑ», «Έξω το ΝΑΤΟ» όπως και το «Εθνική Ανεξαρτησία», που νοούνταν ακριβώς ως αίτημα για απογαλακτισμό από την ασφυκτική πρόσδεση της χώρας στα κελεύσματα της αμερικάνικης πολιτικής.

Ένα άλλο σημείο το οποίο μέχρι σήμερα δεν είχε συγκεντρώσει τη δέουσα προσοχή απαντά στον ρόλο των χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι βρίσκονταν στους δρόμους έξω και γύρω από το Πολυτεχνείο. Στον ρόλο δηλαδή των έξω, στη λαϊκή εξέγερση πέρα από τη φοιτητική ή αλλιώς ως προέκτασή της. Για τη συγκεκριμένη, ως σήμερα μάλλον αγνοημένη, πτυχή, το πρόσφατο βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, «Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο – Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973», μας προσφέρει μια πρώτη τόσο συγκροτημένη και τεκμηριωμένη εξιστόρηση.

Και τούτο δεν είναι μονάχα χωρικό ζήτημα ή μόνον ζήτημα των πρωταγωνιστικών υποκειμένων της εξέγερσης· άλλωστε και εντός του Μετσόβιου, μαζί με τους φοιτητές, υπήρχαν και μαθητές και εργαζόμενοι. Είναι και χρονικό ζήτημα, ζήτημα χρονικής διάρκειας. Λόγω της τρομερής δύναμης και δραματικότητας της πράγματι οριακής, τραγικής στιγμής της εισβολής του άρματος μάχης στο Πολυτεχνείο, η εξέγερση θεωρείται τριήμερη· Τετάρτη 14, Πέμπτη 15 και Παρασκευή 16 Νοεμβρίου. Ωστόσο, και το Σάββατο και την Κυριακή, 17 κα 18 Νοεμβρίου, έχουμε μαζικές διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας. Άλλωστε, οι περισσότεροι από τους δολοφονημένους, 15 από τους συνολικά 25 νεκρούς του Πολυτεχνείου σκοτώνονται ακριβώς μέσα στο Σαββατοκύριακο. Η λαϊκή εξέγερση λοιπόν, είχε μια τουλάχιστον τετραήμερη διάρκεια, από την Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, όταν ξεκίνησε να συρρέει μαζικά κόσμος στην Πατησίων και στο ευρύτερο κέντρο έως την Κυριακή το βράδυ.

Έχει εργαλειοποιηθεί από συγκεκριμένους πολιτικούς-ιδεολογικούς  χώρους το Πολυτεχνείο; Σε ποιο βαθμό;

Κατά καιρούς, πιθανόν ναι. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά τη θριαμβευτική εκλογική του νίκη διατράνωσε πανηγυρικά ότι «το Πολυτεχνείο τώρα δικαιώνεται», υπήρξαν πολλαχόθεν, τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά, ευθείες μομφές περί κομματικοποίησης και χρησιμοθηρικής ιδιοποίησης της εξέγερσης. Ωστόσο, το μόνο που θα ήθελα να σημειώσω εδώ, είναι πως χειρότερη από την κατά καιρούς εργαλειοποίηση είναι η αγνόηση, η αδιαφορία και η σιωπή. Σήμερα, στην στρογγυλή επέτειο των πενήντα χρόνων, η κυβέρνηση επιλέγει να μην τιμήσει θεσμικά το Πολυτεχνείο. Καλύτερα να το τιμούσε και ας το εργαλειοποιούσε. Γιατί η σημερινή της στάση μου θυμίζει έναν ωραίο όρο που γράφει κάπου ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, την «ακηδεία» ως μετωνυμία της ασύγγνωστης μνημονικής αδιαφορίας.

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρότατες μομφές. Αυτό συνδέεται με το «φορτίο» που κουβαλά το Πολυτεχνείο;

Πολύ σύντομα μετά την πτώση της Χούντας, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ανιχνεύεται στον Τύπο η κωδικοποίηση «γενιά του Πολυτεχνείου» για να δηλώσει τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες της εξέγερσης του Νοέμβρη. Αρχικά, η «γενιά του Πολυτεχνείου», έτσι όπως χρησιμοποιείται, φέρει συνολικά θετικό αξιοδοτικό φορτίο. Λόγου χάρη, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρίσκουμε άρθρα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ που μιλούν για απότιση φόρου τιμής στην ηρωική «γενιά του Πολυτεχνείου».

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, με ιδιαίτερη πύκνωση στις αρχές αυτής του 1990, ξεκινούν να αρθρώνονται στον δημόσιο λόγο κριτικές προς τη γενιά, οι οποίες εστίαζαν στο ότι ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της είχαν μεταπολιτευτικά «κεφαλαιοποιήσει» την επαναστατικότητα της νεότητάς τους, είτε καταλαμβάνοντας θέσεις πολιτικής εξουσίας, είτε ενσωματωνόμενοι στο ευρύτερο οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο. Στην αρχή της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010, πλήθος δημοσιογράφων και πολιτικών, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, της συντηρητικής παράταξης, απέδωσαν τις ευθύνες για την οικονομική κατάρρευση και την επί χρόνια επίπλαστη ευημερία στη «γενιά του Πολυτεχνείου» και πιο γενικευτικά στην «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης». Έτσι, το πάλαι ποτέ ηρωικό συλλογικό υποκείμενο της εξέγερσης του 1973 βρέθηκε στο εδώλιο.

Για να φτάσουμε στον πυρήνα του ερωτήματος, αυτές οι κριτικές, αφοριστικές, υπεραπλουστευτικές και συλλήβδην απαξιωτικές, με μια λέξη άδικες, θεωρώ πως εκτοξεύονται εκ του πονηρού. Προβαίνουν σε μια σκόπιμη σύγχυση της γενιάς –ακόμα κι αν δεχθούμε ότι πραγματολογικά υφίσταται «γενιά του Πολυτεχνείου»– με το συμβάν της εξέγερσης. Η εξέγερση δεν είναι βολικό πράγμα, δεν είναι εύκολα διευθετήσιμο στο εθνικό αφήγημα, έχει γωνίες, είναι συγκρουσιακή. Άλλους τους εμπνέει κι άλλοι, ακόμα και τη μνήμη της, την τρέμουν και την ξορκίζουν. Οι ζωντανές ενσώματες αποδείξεις της δυνατότητας της εξέγερσης είναι οι άνθρωποι της γενιάς. Γι’ αυτό τόσος ψόγος.

Επειδή αποτελεί  το αντικείμενο έρευνά σας, ποια είναι η αποτίμηση του τρόπου που η εγχώρια βιβλιογραφία έχει αντιμετωπίσει μέχρι και σήμερα το Πολυτεχνείο; Ποια «τάση» υπερίσχυσε; Ποια παράμετρος ενδεχομένως έχει αγνοηθεί ή παραγκωνιστεί;

Καταρχάς, τον μισό αιώνα που παρήλθε από την εξέγερση έχει παραχθεί μια ογκώδης και ταυτόχρονα ανομοιογενής ειδολογικά βιβλιογραφία για το Πολυτεχνείο. Εντός της βρίσκουμε βιωματικές μαρτυρίες, χρονικά, δημοσιευμένα τεκμήρια, αυτοβιογραφίες, δοκίμια, συλλογικούς τόμους με καταθέσεις μνημών και εκ των υστέρων αναλύσεων, μυθιστορήματα, ιστορικές μελέτες και διδακτορικές διατριβές. Μια ανθεκτική στον χρόνο «τάση» προσδιορίζεται στο γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων που έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για το Πολυτεχνείο, ανεξαρτήτως είδους, είναι από ανθρώπους που συμμετείχαν στην εξέγερση.

Εκείνο που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα μείζονα αφηγήματα για το Πολυτεχνείο είναι να ιστορικοποιήσουμε αυτήν τη βιβλιογραφική παραγωγή.

Δηλαδή;

Να εξετάσουμε πότε γράφουν οι άνθρωποι, πότε έχουμε στιγμές πύκνωσης και πότε αντίστοιχα ύφεσης. Λόγου χάρη, στην πρώιμη μεταπολίτευση, η ηγεμονική εικόνα για το Πολυτεχνείο ήταν αυτή του ηρωικού έπους και της σφαγής. Μετά το πέρας του πρώτου εκδοτικού κύματος, το οποίο μπορούμε να το τοποθετήσουμε χρονικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι πυκνές εκδοτικά στιγμές εντοπίζονται πάντα πέριξ των στρογγυλών επετείων της εξέγερσης. Στη στιγμή της δέκατης επετείου, το 1983, απαντά εντονότερα ένας κομματικός διαγκωνισμός γύρω από το εάν, πότε και από ποιον δικαιώθηκε το Πολυτεχνείο και συνάμα μια διαπάλη για την ορθή μεθερμηνεία του νοήματός του. Δέκα χρόνια αργότερα, στα εικοσάχρονα, το 1993, ανιχνεύεται μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το συμβάν της εξέγερσης στη γενιά του Πολυτεχνείου· πολύ σχηματικά θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως μια πορεία από το έπος στη γενιά. Είναι η πρώτη φορά τότε, που αποτυπώνεται στη βιβλιογραφία η κριτική περί μερικής ενσωμάτωσης της γενιάς στο σύστημα, «για τα παιδιά που άφησαν τα αμπέχονα και φόρεσαν γραβάτες».

Στην τριακοστή επέτειο, στην αυγή του 21ου αιώνα, από τη μια έχουμε μια δειλή ακόμα τότε είσοδο των ιστορικών στο πεδίο μελέτης της εξέγερσης (αναφέρω ως ενδεικτικά παραδείγματα αφενός, τον συλλογικό τόμο «Όνειρο ήταν… – Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο με το βλέμμα των πρωτεργατών» σε συνεπιμέλεια Ολύμπιου Δαφέρμου και Βαγγέλη Αγγελή, όπου ένα μέλος της γενιάς φτιάχνει ένα συλλογικό βιβλίο με μαρτυρίες και καταθέσεις σε συνεργασία με έναν νεότερο ιστορικό και αφετέρου, την έρευνα του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου) και από την άλλη, η μονοκαλλιέργεια της τότε επικαιρότητας με την εξάρθρωση και τη δίκη της «Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη» ωθούσε τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου σε μια «μάχη» επανοικειοποίησης της συμβολικής-ταυτοτικής ημερομηνίας της εξέγερσης και διαχωρισμού του άοπλου, ειρηνικού και μαζικού αγώνα τους από τη μεθοδολογία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Τέλος, μια σχετικά πρόσφατη τάση της περί το Πολυτεχνείο ιστοριογραφίας συνίσταται στην εξέταση και ανάδειξη του ρόλου των αφανών και «ανώνυμων» πρωταγωνιστών της εξέγερσης. Το «Όλη νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου» σε επιμέλεια του Ιάσονα Χανδρινού αλλά και το άρτι εκδοθέν «Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο – Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973» του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, με διαφορετικούς τρόπους, εγγράφονται αμφότερα στην προαναφερθείσα τάση.

Κοντολογίς, οι τάσεις που επικρατούν στη βιβλιογραφία έχουν κι αυτές ιστορικότητα, είναι δηλαδή πορώδεις στις κατά καιρούς συγκυρίες της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου· είναι, τελικά, πάντοτε συναρτημένες με το εκάστοτε παρόν.

Σε ποιο βαθμό και στην περίπτωση του Πολυτεχνείου,  η προσωπική κοσμοθεωρία- ιδεολογία των συγγραφέων, έχουν επηρεάσει, «θολώσει» την εκάστοτε προσέγγιση; Μπορεί να υπάρξει αντικειμενική προσέγγιση σε ένα ιστορικό συμβάν;

Η συγκεκριμένη ερώτηση θα μπορούσε, προβοκατόρικα και απλοϊκά, να απαντηθεί μονολεκτικά. Όχι. Δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτα αντικειμενική προσέγγιση. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Να εξηγήσω τι εννοώ. Όλοι και όλες, όσοι και όσες έχουν γράψει, γράφουν και θα γράψουν για το Πολυτεχνείο είναι άνθρωποι, όντα κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιορισμένα, από την εποχή τους, από τα περιβάλλοντα στα οποία ζουν, εκπαιδεύονται, σκέφτονται και δρουν, από χίλια δύο. Συνεπώς, τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια γενική συναίνεση στην ιστορική κοινότητα ότι έρευνα σε συνθήκες εργαστηρίου, in vitro, στην ιστορία δεν μπορεί να υπάρξει. Όμως, αυτή η συνειδητοποίηση και αποδοχή του υποκειμενισμού του γράφοντος υποκειμένου δεν συνεπάγεται, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να συνεπάγεται, και σχετικοποίηση της αλήθειας. Τα γεγονότα υπάρχουν πάντα, αλλά σχεδόν ποτέ αποστειρωμένα και γυμνά από τις ερμηνείες τους. Αρκεί μια στοιχειώδης επιστημονική εντιμότητα, μη απόκρυψη στοιχείων των εκάστοτε πηγών και μια προσπάθεια για διασταύρωση και βαθύτερη κατανόηση.

Ένα παράδειγμα από τη σχετική με το Πολυτεχνείο βιβλιογραφία. Εδώ και δεκαετίες εντοπίζεται μια αντιπαράθεση σχετικά με το εάν το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο ήταν πρώτιστα αυτόνομο και ακηδεμόνευτο κομματικά ή αν τον καθοριστικό ρόλο είχαν οι αντιδικτατορικές φοιτητικές οργανώσεις των κομμάτων της Αριστεράς. Άλλοι απ’ όσους έχουν γράψει υποστηρίζουν το πρώτο, άλλοι το δεύτερο, κάποιοι τρίτοι ένα συνδυασμό των δύο. Η συνύπαρξη των παραπάνω εκδοχών δεν συσκοτίζει την υποτιθέμενη μία και μόνη αλήθεια της εξέγερσης, αλλά αντίθετα καταδεικνύει τόσο το κρίσιμο ζήτημα της οπτικής, όσο και τον ρόλο της υποκειμενικότητας στον τρόπο ανάγνωσης εξεγερσιακών και άρα συγκρουσιακών συμβάντων.

Εγχειρήματα προσέγγισης του Πολυτεχνείου από το εξωτερικό υπάρχουν; Η απόσταση, κυρίως  η απουσία βιωματικότητας μπορεί να οδηγήσει σε μια αδιαμεσολάβητη από συναισθηματικές μεταβλητές, πιο «αντικειμενική» και ουδέτερη προσέγγιση;

Στο αμιγώς ακαδημαϊκό ιστοριογραφικό κομμάτι, η αλήθεια είναι πως, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχουμε τέτοιου είδους εγχειρήματα από το εξωτερικό για την εξέγερση του Νοέμβρη. Ωστόσο, υπάρχουν βιβλία για τον αντιδικτατορικό αγώνα γενικά ή το Πολυτεχνείο ειδικότερα γραμμένα και πρωτοεκδομένα στο εξωτερικό, πριν τον Ιούλιο του 1974. Εδώ όμως, πέρα από τον χωρικό παράγοντα, υφίσταται προφανώς και ο χρονικός. Για παράδειγμα το πρώτο βιβλίο για το Πολυτεχνείο εκδόθηκε λίγες εβδομάδες μετά την καταστολή της εξέγερσης, στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1973, γραμμένο από τον Γιάννη Ζαφειρόπουλο, εικοσιεξάχρονο τότε, κεντρώο ασκούμενο δικηγόρο, με τίτλο “Νοεμβριανή λαϊκή εξέγερση και η «ανατροπή» του Παπαδόπουλου”. Αποτελούσε μια πρώτη απόπειρα καταγραφής των γεγονότων, πολύτιμης αναμφισβήτητα ιστορικής αξίας, αλλά συνάμα μια απόλυτα στρατευμένη στις ιδέες του ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ερμηνεία. Καθίσταται σαφές ότι σ’ εκείνη την ιστορική συγκυρία, η χωρική απόσταση δεν συνεπαγόταν και συναισθηματική αποστασιοποίηση.

*Ο Δημήτρις Γαρρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ), με υποτροφία από το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. στο πλαίσιο της 3ης προκήρυξης ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για υποψήφιους/ες διδάκτορες (αριθμός υποτροφίας: 5406).