Πανεπιστήμια δημόσια, κρατικά, μη κρατικά, ιδιωτικά, συμπράξεις ελληνικών πανεπιστημίων με αλλοδαπά, αναθεώρηση του Συντάγματος, Άρθρο 16, Άρθρο 28 … Λέξεις και έννοιες σχετικές με την ανώτατη εκπαίδευση, η οποία, σύμφωνα με το Άρθρο 16.5 του Συντάγματος, «παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους …». Κατ’ αρχάς τι είναι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ); Χαρακτηρίζονται εκείνα τα ιδρύματα, τα οποία διαθέτουν ίδια νομική προσωπικότητα, άλλη από αυτήν του Κράτους (π.χ. Υπουργεία), ασκούν όσες αρμοδιότητες τους εκχωρεί το κράτος μαζί με τους ανάλογους οικονομικούς πόρους με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένου δημοσίου συμφέροντος, π.χ. οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) ή τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ). Σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), τα οποία ιδρύονται από ιδιώτες και συνεπώς ακολουθούν τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.

Με λίγα λόγια: το Σύνταγμα επιτρέπει τη λειτουργία μόνο δημοσίων πανεπιστημίων υπό τον έλεγχο του Κράτους και μάλιστα με νομικό καθεστώς ΝΠΔΔ. Για να καταστεί απολύτως σαφές, το Άρθρο 16.8, δεύτερο εδάφιο, αναφέρει ρητά ότι «H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», άρα απαγορεύει την ίδρυση και τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, όπως έχει αποφανθεί και το Συμβούλιο Επικρατείας. Βέβαια τυπικά δεν ισχύει καθεστώς κρατικού μονοπωλίου, μιας και δεν απαγορεύεται η συμμετοχή μη κερδοσκοπικών φορέων ή αλλοδαπών πανεπιστημίων, όμως υποχρεωτικά οφείλουν να είναι ΝΠΔΔ και να λειτουργούν υπό τον έλεγχο του Κράτους. Τελικά στην, μέχρι σήμερα, πραγματικότητα όλα τα εν Ελλάδι πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι δημόσια, εποπτευόμενα από το Κράτος, με καθεστώς ΝΠΔΔ, δηλαδή κρατικά. Και παρ’ ότι στον δημόσιο διάλογο έχει εισχωρήσει πρόσφατα και η «συνταγματική ντρίπλα» μέσω του Άρθρου 28 (διακρατικές συμφωνίες), το οποίο δίνει τη δυνατότητα ίδρυσης πανεπιστημίου με συμμετοχή αλλοδαπού ιδρύματος, στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης έχει επικρατήσει το καθεστώς κρατικού μονοπωλίου με την ιδιομορφία της εξαίρεσης ελληνικών ιδιωτικών κολεγίων που λειτουργούν ως παραρτήματα ευρωπαϊκών ΑΕΙ.

Μα η, για τους παλαιότερους, Πάντειος Σχολή από ιδιώτη δεν ιδρύθηκε και συγκεκριμένα από τον Πάντο; Τω καιρώ εκείνω, στα ταραχώδη χρόνια του Μεσοπολέμου, εν έτει 1924, ο Κύπριος Γεώργιος Φραγκούδης ιδρύει την Εταιρία «Εκπαιδευτική Αναγέννηση» με στόχο την μόρφωση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι στη συνέχεια θα συνέβαλλαν με τις γνώσεις τους στην αναδημιουργία της Ελλάδας. Με χρήματα από δωρεές κυρίως ομογενών Ελλήνων του εξωτερικού ανεγείρεται το κτίριο επί της Λεωφόρου Συγγρού. Το 1930 ήταν όμως το καθοριστικό έτος. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς πεθαίνει ο Αλέξανδρος Πάντος, η επιθυμία του οποίου ήταν με το κληροδότημα της περιουσίας του να ιδρυθεί Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Το εγχείρημα αυτό αναλαμβάνει να υλοποιήσει ως εκτελεστής της διαθήκης του Πάντου ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος κι έτσι στις 18 Νοεμβρίου 1930 ξεκίνησε να λειτουργεί επίσημα ως Ελευθέρα Σχολή Πολιτικών Οικονομικών Επιστημών και το 1931 η Σχολή επονομάζεται σε «Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών» προς τιμήν του Αλέξανδρου Πάντου λειτουργώντας ως ΝΠΙΔ.

Και πως ήταν τότε δυνατόν ένας ιδιώτης να ιδρύσει Πανεπιστήμιο, το οποίο μάλιστα λειτουργούσε ως ΝΠΙΔ; Πολύ απλά, διότι εκείνα τα χρόνια το Σύνταγμα δεν επέβαλε κάποιους περιορισμούς. Η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1952 με τον διαχωρισμό στο Άρθρο 16 σε στοιχειώδη, μέση και ανώτατη. Το συγκεκριμένο Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952, οι διατάξεις όμως του οποίου είχαν καθορισθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Για τις δύο πρώτες βαθμίδες μάλιστα έθεσε και σκοπούς: «η διδασκαλία αποσκοπεί εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων, επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», διάταξη με έντονο χρώμα των συνθηκών εκείνης της εποχής. Ταυτόχρονα καθορίζεται για πρώτη φορά ότι «τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αυτοδιοικούνται υπό την εποπτείαν του Κράτους, οι δε καθηγηταί τούτων είναι δημόσιοι υπάλληλοι». Αυτοδιοικούμενα μεν, υπό την εποπτεία του Κράτους δε, όχι όμως ΝΠΔΔ.

Παράλληλα βέβαια, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 100 του Συντάγματος του 1952, ο «δημόσιος υπάλληλος οφείλει πίστιν και αφοσίωσιν εις την Πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, είναι εκτελεστής της θελήσεως του Κράτους και υπηρετεί τον λαόν. Ιδεολογίαι σκοπούσαι την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου». Προσοχή: ιδεολογίαι, όχι πράξεις. Ενώ όμως «επιτρέπεται, κατόπιν αδείας της αρχής, εις ιδιώτας μη εστερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάνουμε το 1967 στην «εθνοσωτήριον επανάστασιν» (τη χούντα δηλαδή), η οποία «απεφάσισεν και διέταξεν» με το Σύνταγμα του 1968 για πρώτη φορά ότι «τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι αυτοδιοικούμενα ΝΠΔΔ, λειτουργούν υπό την εποπτείαν του Κράτους και ενισχύονται οικονομικώς υπ’ αυτού». Αυτοδιοικούμενα μεν, υπό την εποπτεία του Κράτους δε και επιπλέον ΝΠΔΔ. Κι’ όπως αναφέρει ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος στο άρθρο του («Κραυγαλέοι αναχρονισμοί στο άρθρο 16», ΤΑ ΝΕΑ, 2/12/2006) ο λόγος που η χούντα το όρισε (ΝΠΔΔ) για πρώτη φορά στο Σύνταγμα, με ρητή διάταξη, ήταν η «αποτροπή της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ ή ξένων». «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» γαρ.

Κι έτσι συνεχίζουμε εδώ και μισό αιώνα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης (από το Σύνταγμα του 1975 και εντεύθεν), έχοντας ορίσει ρητά και κατηγορηματικά στο ισχύον Σύνταγμα αυτό που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, δηλαδή ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Αυτοδιοικούμενα μεν και ΝΠΔΔ, υπό την εποπτεία του Κράτους δε και επιπλέον με αποκλειστικότητα παροχής της ανώτατης εκπαίδευσης. Άρα ένα επενδυτικό ταμείο (fund) ελληνικών ή μη συμφερόντων δεν δικαιούται να ιδρύσει ένα πανεπιστήμιο, όπως αντίστοιχα δεν επιτρέπεται να λειτουργήσει ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα αντίστοιχου του Ωνασείου (ΝΠΙΔ) ή του Ιδρύματος Νιάρχου (Ανώνυμη Εταιρεία) και φυσικά ο σύγχρονος Αλέξανδρος Πάντος θα έπρεπε να βρει άλλο αντικείμενο πέραν της εκπαίδευσης για να δωρίσει στο ελληνικό κράτος την περιουσία του.

Αρκετά όμως με την ιστορική αναδρομή. Σήμερα η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό ας δούμε τι ισχύει με την ανώτατη (τριτοβάθμια) εκπαίδευση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μια συνοπτική πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τα ισχύοντα δεδομένα στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 38 ευρωπαϊκές χώρες είναι το European Tertiary Education Register (ETER). Το ETER, ένα έργο (project) που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι αποτέλεσμα της αμοιβαίας συνεργασίας συγκεκριμένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, τα οποία ανταλλάσσουν πληροφορίες με ένα δίκτυο εθνικών εμπειρογνωμόνων, με τις εθνικές στατιστικές αρχές των συμμετεχουσών χωρών και με την EUROSTAT. Βασίζεται στο Δίκτυο ΕΥΡΥΔΙΚΗ (EURYDICE), δηλαδή το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πληροφόρησης για την εκπαίδευση που παρέχει πληροφορίες ανά χώρα για την οργάνωση και λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Ευρώπη.

Στην έκθεση ανά χώρα για τους τύπους ΑΕΙ (ETER Country Report on HEI types ) περιγράφεται, μεταξύ των άλλων, η διάρθρωση του εθνικού συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε κάθε χώρα, οι τύποι των ιδρυμάτων όπως ορίζονται από τα εθνικά συστήματα, με αναφορά και στο νομικό καθεστώς του ιδρύματος, βλ. συνοπτική απεικόνιση της Ολλανδίας στον Πίνακα 1:

Χωρίς να υπεισερχόμαστε σε λεπτομέρειες, υπάρχει μια, αλλά ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και όλων των άλλων 30 χωρών. Ποια είναι αυτή; Σε όλες τις άλλες χώρες «ευδοκιμούν» παράλληλα με τα δημόσια (public) και ιδιωτικά (private) ή / και τα επονομαζόμενα ιδιωτικά εξαρτώμενα από το κράτος (private government-dependent), ενώ η μόνη χώρα που αποτελεί εξαίρεση, διαθέτοντας αποκλειστικά δημόσια (public) ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι η Ελλάδα. Το συμπέρασμα: συνταγματική κατοχύρωση αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους για την ανώτατη εκπαίδευση δεν υπάρχει σε 30 χώρες της έρευνας, ενώ εξακολουθεί και υφίσταται μόνο στην Ελλάδα, πρωτοεμφανιζόμενη «υπό την εποπτείαν του Κράτους» το 1952 και λαμβάνοντας τη μορφή του ΝΠΔΔ το 1968.

Πριν προχωρήσουμε και θέσουμε το ερώτημα τι σκοπεύουμε να κάνουμε στο μέλλον για το μέλλον μας, δηλαδή τι είδους ανώτατη εκπαίδευση επιζητούμε, ας μείνουμε στο παρόν και ας περιηγηθούμε για λίγο στη λίστα με τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου όπως αυτά παρουσιάζονται στο QS World University Rankings 2024. Σε ποια θέση βρίσκουμε το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο; Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο καταλαμβάνει τη θέση 347 (από συνολικά 1.500 ιδρύματα σε 104 χώρες), ισοβαθμώντας με το 3ο κατά σειρά πανεπιστήμιο της Κολομβίας, το Pontificia Universidad Javeriana, κοινωφελές, μη κερδοσκοπικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Παιδείας. Ιδρύθηκε το 1623 από το τάγμα των Ιησουιτών και συνεχίζει να διευθύνεται από καθολικούς Ιησουίτες κληρικούς.

Μιας κι η Κολομβία πέφτει μακριά, ας πεταχτούμε στην Πορτογαλία. Πρώτο πανεπιστήμιο της χώρας στη λίστα είναι το University of Porto, ένα δημόσιο ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), στη θέση 253. Κι’ αν συνεχίσουμε, θα βρούμε διάφορες νομικές μορφές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αμιγώς κρατικά πανεπιστήμια, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ιδρύματα, ιδιωτικά, μέχρι και ανώνυμες εταιρείες.

Άρα, μπορεί να τίθεται το ερώτημα «τι είδους πανεπιστήμιο επιθυμούμε», το ουσιαστικό ζητούμενο όμως είναι το «τι κάνουμε εμείς για το μέλλον των παιδιών μας, αλλά και της χώρας»; Αυτήν την απόφαση, σε πολιτικό επίπεδο, θα τη λάβουν οι 300 εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας στη Βουλή, μετά από προτάσεις της κυβέρνησης. Στο άρθρο αυτό δεν θα αναφερθούν επιχειρήματα υπέρ ή κατά των μη κρατικών πανεπιστημίων, αλλά η παράθεση της ιστορικής αναδρομής μέσω της «μηχανής του χρόνου» μας βοηθάει να σχηματίσουμε μια εικόνα του «οδοιπορικού» του ισχύοντος Άρθρου 16, δηλαδή τη λειτουργία αποκλειστικά κρατικών ανωτάτων ιδρυμάτων με τη μορφή των ΝΠΔΔ. Ταυτόχρονα η σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες του ETER δίνει και το στίγμα της χώρας μας σε σχέση με τις υπόλοιπες.

Η κυβέρνηση και οι βουλευτές, τους οποίους έχουμε εκλέξει, θα πάρουν την απόφαση, η οποία τα επόμενα χρόνια θα επιδράσει καθοριστικά στον συγκεκριμένο χώρο της εκπαίδευσης, δηλαδή σ’ αυτό το «εργαλείο», το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην αξιοποίηση, αλλά και στη δημιουργία συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας. Ποια είναι αυτά; Μη έχοντας μαζική βιομηχανική παραγωγή, η οικονομία μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη «βαριά βιομηχανία», τον τουρισμό, θα έπρεπε ήδη να επιζητούμε την ανάπτυξη και άλλων κλάδων, οι οποίοι θα παράγουν ποιοτικά και διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, αλλά και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.

Πως μπορεί να γίνει αυτό με τη βοήθεια της ανώτατης εκπαίδευσης; Παράδειγμα 1: βασικός πυλώνας του ευρωπαϊκού και κατ’ επέκταση του δυτικού πολιτισμού είναι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Ας αξιοποιήσουμε το συγκριτικό μας πλεονέκτημα δημιουργώντας στην «πηγή του πολιτισμού» τις καλύτερες σχολές του κόσμου στους ανθρωπιστικούς κλάδους, προσελκύοντας φοιτητές και καθηγητές «κορυφές» απ’ όλον τον κόσμο. Παράδειγμα 2: η τοποθεσία, η ιστορία, αλλά και το κλίμα της πόλης (όσο δεν μεταβάλλεται λόγω της κλιματικής αλλαγής), δίνουν τη δυνατότητα στη Θεσσαλονίκη να αναδειχθεί σε «μαγνήτη» για φοιτητές από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και φυσικά και για Έλληνες. Αρκεί το ή τα αντίστοιχα πανεπιστήμια να προσφέρουν υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης με αντίκρισμα στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Παράδειγμα 3: η 4η βιομηχανική επανάσταση διαφοροποιεί, μεταξύ των άλλων, το ειδικό βάρος των παραγωγικών συντελεστών (φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι), δηλαδή της εργασίας, του κεφαλαίου, της γης και της επιχειρηματικής ικανότητας. Η σημασία του κεφαλαίου και της γης υποχωρούν, της εργασίας όμως, ιδιαίτερα όσον αφορά προϊόντα και υπηρεσίες ψηφιακού περιεχομένου, εκτινάσσεται. Μήπως όμως εδώ βρίσκεται το μυστικό του κρυμμένου θησαυρού της χώρας μας; Ποιο είναι αυτό; Μα οι απόφοιτοι των σχολών ανώτατης εκπαίδευσης, ιδιαίτερα, στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά στη δημιουργία του επόμενου συγκριτικού μας πλεονεκτήματος: τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο ψηφιακής καινοτομίας υψηλής εξειδίκευσης (digital innovation hub). Οι επενδύσεις παγκοσμίων τεχνολογικών κολοσσών στην Ελλάδα και στους Έλληνες μηχανικούς πληροφορικής τα τελευταία χρόνια μάς δείχνουν τον δρόμο.

Αυτά τα τρία ενδεικτικά παραδείγματα φωτίζουν ένα απειροελάχιστο τμήμα της λεωφόρου των ευκαιριών, τις οποίες μπορεί να δημιουργήσει η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, τόσο για τους μετέχοντες αυτής, όσο όμως και για όλους τους πολίτες συνολικά. Οι βουλευτές μας είναι αυτοί, οι οποίοι θα πάρουν την απόφαση τι είδους πανεπιστήμια θέλουμε να έχουμε, αλλά εμείς οι πολίτες τι επιζητούμε; Μη μου τους κύκλους τάραττε, δηλαδή παραμένουμε ως έχει χωρίς καμία αλλαγή ή τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υψηλών προδιαγραφών και υψηλών διδάκτρων με ταυτόχρονη διασφάλιση ίσων ευκαιριών και πρόσβασης σε ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, άρα και μείωση των ανισοτήτων; Από το άσπρο ως το μαύρο υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του γκρι, τις οποίες καλό θα είναι να τις αναδείξουμε και να τις θέσουμε σε δημόσιο διάλογο, έτσι ώστε να ακουστούν διαφορετικές απόψεις, ει δυνατόν, τεκμηριωμένες. Δεν θ’ ανακαλύψουμε την Αμερική, μιας και υπάρχουν παραδείγματα διαφόρων και διαφορετικού τύπου τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Σε άλλες εποχές παρελθόντων χρόνων η εισαγωγή σε μια πανεπιστημιακή σχολή με συνεπακόλουθο την απόκτηση ενός πτυχίου ισοδυναμούσε με εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας, κατ’ ελάχιστον οικονομικής αποκατάστασης, αλλά και κοινωνικής αναγνώρισης του «επιστήμονος». Άλλες εποχές που όμως έχουν περάσει. Διαχρονικά και μακροπρόθεσμα η ανώτατη εκπαίδευση αποτελούσε το «ασανσέρ» που οδηγούσε στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, παίζοντας σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας ισχυρής και ευημερούσας μεσαίας τάξης στη χώρα μας. Από το πάλαι ποτέ πτυχίο και την «ολοκλήρωση των σπουδών», εδώ και καιρό έχουμε περάσει στην εποχή της διαρκούς επένδυσης στη γνώση, όπερ μεθερμηνευόμενον στη δια βίου μάθηση. Αυτή η επένδυση αποτελεί το ελάχιστο αντίτιμο, το οποίο οφείλει να καταβάλλει κάθε νέος και νέα, αν επιθυμεί να διεκδικήσει ευκαιρίες, προσωπικής και όχι μόνο, ανέλιξης στη ζωή του. Η ανώτατη εκπαίδευση, όσο μπορεί να χαρακτηρίζεται ακόμη ανώτατη, με τα προ-, μεταπτυχιακά, διδακτορικά πτυχία, αλλά και τη δια βίου μάθηση, αποτελεί το, για τη χώρα μας, κρίσιμο σταυροδρόμι, το οποίο μπορεί να καθορίσει την πορεία, τόσο την ατομική, όσο όμως και τη συλλογική για τα πολλά, επόμενα χρόνια. Ας φροντίσουμε λοιπόν να της δώσουμε εκείνη τη μορφή με το αντίστοιχο περιεχόμενο, έτσι ώστε το «βελάκι» να δείχνει προς τα πάνω.

Οδηγώντας λοιπόν προς το μέλλον, ας ρίξουμε μια ματιά στον καθρέφτη του παρελθόντος, όπου στο βάθος διακρίνεται η «σκιά» του Ισοκράτη: Ευ σοι το μέλλον έξει, αν το παρόν ευ τιθής. Το μέλλον σου θα είναι καλό αν τακτοποιήσεις καλά το παρόν.

Γιάννης Γούσης, Σύμβουλος Επιχειρήσεων