Το ερώτημα γεννήθηκε, μετά την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογκάν στο Βίλνιους, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ και, ενισχύθηκε μετά την συνέντευξη του Πρωθυπουργού, σε Αθηναϊκό τηλεοπτικό κανάλι, την επομένη της επιστροφής του από την Λιθουανία.

Φαντάζομαι ότι, κανείς λογικός άνθρωπος στην χώρα μας, θα απαντούσε αρνητικά και στις δυο εκδοχές του ερωτήματος.

Καλά είναι τα ήρεμα νερά, αλλά αυτά τακτικά συμφέρουν την Ελλάδα, στρατηγικά όμως κερδισμένη είναι η Τουρκία, και αν δεν κερδίσει τα χειροκροτήματα του Κογκρέσου ο Ερντογκάν, σίγουρα θα κερδίσει τις αποφάσεις που θέλει από τον Λευκό Οίκο, το Κογκρέασο και τις Βρυξέλες.

Όμως, η εφικτότατα των στόχων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, που πρέπει να προσεγγίσουμε με πολλές επιφυλάξεις, αφού το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε είναι η μεγάλη ρευστότητα στις διεθνείς σχέσεις, οι πολλές αβεβαιότητες που δημιουργούν οι αλλαγές στις γεωπολιτικές ισορροπίες, με κύριο μοχλό τις οικονομικές ανακατατάξεις.

Οι διεθνείς παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην περιοχή μας είναι κυρίως οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Και οι δυο νιώθουν την πίεση της Κίνας και ενοχλούνται από τις φιλοδοξίες του Πούτιν να αναδείξει και πάλι την Ρωσία, βασικό παράγοντα επιρροής των εξελίξεων στα όρια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ηγεσία της Ουάσιγκτον, ξέρει, πως ο πόλεμος στην Ουκρανία, μπορεί να περιοριστεί ως «θερμός πόλεμος», θα κρατήσει πολλά χρόνια ως «παγωμένος πόλεμος». Συνεπώς, θέλει να κλείσει κάθε εσωτερικό ρήγμα στο ΝΑΤΟ και να διευρύνει τα όρια επιρροής της, ειδικά στα βόρεια δυτικά σύνορα της Ρωσίας και στον Αρκτικό κύκλο. Περιοχή, που συνεχώς αποκτά και μεγαλύτερο γεωοικονομικό και γεωστρατηγικό ενδιαφέρον για την Ρωσία, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, και φυσικά την Κίνα, που βλέπει το γρήγορο λιώσυμο των πάγων, να δημιουργεί μια ευκαιρία για ένα τρίτο «δρόμο του μεταξιού», πολύ πιο σύντομο και οικονομικό από τους άλλους δυο.

Η εισβολή στην Ουκρανία του Ρωσικού στρατού, κατέδειξε ότι το Ευρωπαικό σύστημα ασφάλειας, όπως διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είναι σταθερό, ανέδειξε όμως με έμφαση και τα όρια ασφάλειας της Μόσχας.

Ο Πούτιν, με την εισβολή στην Ουκρανία αμφισβήτησε την ηγεμονία της Ουάσιγκτον στην περιοχή, ενεργοποίησε όμως φόβους και τα αντιρωσικά αισθήματα των λαών της περιοχής και έσπρωξε τις χώρες σε απίστευτα μικρό χρόνο, σε σχέση με την ιστορική θέση αυτών των χωρών, όπως η Φιλανδία και η Σουηδία, να ενταχθεί η πρώτη και να είναι έτοιμη να ενταχθεί η δεύτερη στο ΝΑΤΟ. Έτσι η Ρωσία στον ζωτικό χώρο του Αρκτικού κύκλου, έχει απέναντί της πλέον εφτά χώρες, χωρίς χωρική ασυνέχεια, μέλη του ΝΑΤΟ.

Το ρήγμα στην Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος, γίνεται επικίνδυνο για την συνοχή του ΝΑΤΟ και την αξιοπιστία του, αν σκεφτούμε και την ρευστότητα στα δυτικά βαλκάνια και την επιρροή της Ρωσίας στις χώρες της περιοχής.

Η απόφαση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, να φέρουν στο τραπέζι του διαλόγου και των διαπραγματεύσεων Ελλάδα και Τουρκία, είναι πλέον πολύ ισχυρή..

Η αρχή έγινε στο Βίλνιους, η συνέχεια και το πιο αποφασιστικό βήμα θα γίνει στην Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Οι στιγμές είναι πράγματι ιστορικές και οι εξελίξεις επιταχυνόμενες.

Σε αυτόν τον ιστορικό χρόνο Ελλάδα και Τουρκία πως προσέρχονται;

Οι ηγεσίες τους ισχυρές και έχοντας σημαντικό ορίζοντα εξουσίας, πως θα αξιοποιήσουν αυτήν την ιστορική ευκαιρία. Πόσο ειλικρινείς είναι οι δηλώσεις τους αυτήν την φορά και πόσο ώριμες είναι για ιστορικούς συμβιβασμούς και ποιους;

Ο Ερντογάν είναι βέβαιο ότι, προσωπικά τον ενδιαφέρει η σχέση του με την ιστορία, και εκεί ο μεγάλος ανταγωνιστής του είναι ο Κεμάλ Ατατούρκ, που πριν 100 χρόνια δημιούργησε τη Τουρκική Δημοκρατία, το Τουρκικό κράτος.

Το έχει πει άλλωστε, πως ο νέος αιώνας της Τουρκίας, θα θεμελιωθεί από αυτόν.

Στην εικοσαετή εξουσία του, από το 2003 μέχρι σήμερα, παρουσίασε δυο πρόσωπα: Το πρώτο δημοκρατικό μεταρρυθμιστικό, που αγαπήθηκε και υποστηρίχτηκε πολύ από τους Δυτικούς, το δεύτερο αυταρχικό στο εσωτερικό επιθετικό και αναθεωρητικό στο εξωτερικό.

Στην πρώτη περίοδο διέλυσε το βαθύ Κεμαλικό κοσμικό αυταρχικό κράτος, και ανέδειξε την Τουρκία σε μια ισχυρή οικονομικά χώρα, μέλος του G20, στην δεύτερη έχτισε το δικό του κράτος με περιορισμό της κοσμικότητας και με έντονα τα ισλαμικά χαρακτηριστικά. Στην πρώτη περίοδο είχε φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές συμμάχους στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, στην δεύτερη έχει συμμάχους εθνικιστικά και ισλαμικά κόμματα και υποστήριξη από την νέα επιχειρηματική τάξη της Ανατολικής Τουρκίας και τα χαμηλά κοινωνικά και μορφωτικά στρώματα, με συγκολλητικές ουσίες τον εθνικισμό και το Ισλάμ.

Στην αφετηρία του τρίτου κύκλου της εξουσίας του, με ανοικτά εσωτερικά οικονομικά προβλήματα, ξέρει ότι πρέπει να αποδεχθεί ορισμένους συμβιβασμούς, για να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει τα όποια κεκτημένα γεωπολιτικά και διπλωματικά έχει κερδίσει.

Ξέρει ταυτόχρονα ότι, η Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ και οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, έχουν ανάγκη την Τουρκία, τόσο ως οικονομικό μέγεθος, όσο και για την γεωστρατηγική της σημασία.

Ο Ερντογάν, το θύμισε στο Βίλνιους αυτό, το θύμισε και την επόμενη ημέρα. Όπως στον πρώτο κύκλο του, πρόσφερε την Τουρκία ως γέφυρα της Δύσης προς τον Αραβικό και γενικότερα τον Μουσουλμανικό κόσμο, έτσι και τώρα, την επομένη του Βίλνιους, όπου διαπραγματεύτηκε με τους Δυτικούς-Χριστιανούς, πήγε στις ισχυρές οικονομικά Αραβικές-Μουσουλμανικές χώρες και υπέγραψε μεγάλο αριθμό σημαντικών συμφωνιών, σε πολλούς και σημαντικούς τομείς.

Η Ελληνική πλευρά, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, τόσο στο Βίλνιους, όσο και την επόμενη ημέρα στην Αθήνα, με ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τρόπο απάντησε θετικά στο αρχικό μου ερώτημα. Τόνισε ότι και λύση στα προβλήματα να μην έχουμε, ήρεμα νερά να έχουμε στο Αιγαίο, είναι αρκετό, Δηλαδή, αν πετύχουμε την ηρεμία της πρώτης περιόδου Ερντογάν, θα είναι πολύ καλό. Μόνο που το 2023, δεν είναι 2003. Πρόσθεσε μάλιστα και την φράση: «Οποιαδήποτε συμφωνία με την Τουρκία ενδεχομένως να συνεπάγεται υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις, που μπορεί να είναι η αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Προχώρησε και σε μια εκτίμηση: «Η Τουρκία φαίνεται έτοιμη για μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και απέναντι στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ, στην Δύση».

Και εδώ αρχίζουν τα μεγάλα ερωτηματικά:

α) Γιατί ο Έλληνας Πρωθυπουργός έκανε αυτές τις δηλώσεις, όταν δεν έκανε αντίστοιχες ο Ερντογάν, έστω για να δείξουν την κοινή αφετηρία;

β) Πήρε ασφαλείς διαβεβαιώσεις από τον Ερντογάν ή μήπως ήθελε να δείξει υπερβολικά καλή θέληση απέναντι στους συμμάχους, για να εκθέσει τον Ερντογάν, αν πάλι χαλάσει το κλίμα;

γ) Τις όποιες υποχωρήσεις σε μια διαπραγμάτευση και μάλιστα σε μια τόσο δύσκολη διαπραγμάτευση, τις κάνεις στο τέλος, λίγο πριν κλείσει η συμφωνία, όταν ξέρεις ότι αυτά που δίνεις είναι σαφώς υποδιέστερα, από αυτά που κερδίζεις και όχι στην αρχή.

Καλά είναι τα ήρεμα νερά, αλλά αυτά τακτικά συμφέρουν την Ελλάδα, στρατηγικά όμως κερδισμένη είναι η Τουρκία, και αν δεν κερδίσει τα χειροκροτήματα του Κογκρέσου ο Ερντογάν, σίγουρα θα κερδίσει τις αποφάσεις που θέλει από τον Λευκό Οίκο, το Κογκρέσο και τις Βρυξέλλες.

Θα έχει δηλαδή κεφαλαιοποιήσει μεγάλος μέρος των διεκδικήσεων και μετά πάλι από την αρχή, αλλά με πολύ αρνητικούς όρους για την χώρα μας. Συνεπώς, αν η συγκυρία είναι καλή και η Τουρκία, κάνει στροφή στην Δύση από ανάγκη ή από επιλογή ή και για τους δυο λόγους, είναι καλό να διεκδικήσουμε από την Τουρκία και τους συμμάχους μας, μια στρατηγική συμφωνία, με βάση το διεθνές δίκαιο, με του πολίτες και τα κόμματα εγκαίρως ενημερωμένα και συμμέτοχα.