Εθνική ολοκλήρωση και διεθνές κεκτημένο, η Συνθήκη της Λωζάνης εξακολουθεί να επιδρά στην ιστορία και τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή χάρτη μέχρι και σήμερα. Πρώτα από όλα, γιατί ήταν εκείνη που όρισε τα σύνορα του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τα οποία – με την εξαίρεση των Δωδεκανήσων που προστέθηκαν αργότερα στη χώρα, κάτω από πολύ ειδικές συνθήκες – παραμένουν σταθερά μέχρι και σήμερα.

Αποτέλεσμα αρχικά της συντριπτικής ήττας στη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και της διπλωματικής επιδεξιότητας του Ελευθέριου Βενιζέλου που πέτυχε δυσανάλογα ευνοϊκούς όρους για την ηττημένη Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Συνθήκη της Λωζάνης λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως ασπίδα των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα από τα ορόσημα της εδραίωσης της νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων που προέκυψε από το τέλος των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου των εθνών-κρατών.

Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την υπογραφή της, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Σωτήρης Ριζάς και δεκατρείς ακόμη διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί, ιστορικοί και ειδικοί μελετητές γράφουν αποκλειστικά για «Το Βήμα» το βιβλίο «Συνθήκη της Λωζάννης», αναδεικνύοντας παραγνωρισμένες πτυχές από το ιστορικό πλαίσιο, το παρασκήνιο της διαπραγμάτευσης, την πορεία προς τη Συνθήκη, το περιεχόμενο και τις επιπτώσεις της σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους επηρεάζει μέχρι και σήμερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Λίγο πριν την αποκλειστική κυκλοφορία του στις 9 Ιουλίου, αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής» με την ευγενική χορηγία του Qualco Group, διαβάστε την προδημοσίευση ενός αποσπάσματος του κεφαλαίου «Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και αστάθεια στο Αιγαίο: Μια δικαιοπολιτική αξιολόγηση εκατό χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης», του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η ελληνική άποψη και τα επιχειρήματα για την κατάργηση του καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης σε Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία

Για την ελληνική πλευρά, είναι σαφές ότι μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, έχουν αλλάξει θεμελιωδώς οι συνθήκες που επέβαλαν τη μερική αποστρατιωτικοποίηση των ΛΧΣΙ και πως έχουν πλέον ενεργοποιηθεί πτυχές του δικαιώματος στην άμυνα, που αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της κυριαρχίας. Συνεπώς, εκτός από βάσιμο επιχείρημα για την προσωρινή φύση ενός καθεστώτος αποστρατιωτικοποίησης, η μακροημέρευση του οποίου εξαρτάται από την επέλευση ουσιαστικών προϋποθέσεων είτε επί τα χείρω είτε επί τα βελτίω (όπως η ελληνοτουρκική προσέγγιση στη δεκαετία του 1930), η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο άλλαξε άρδην το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και την οδήγησε στη λήψη μέτρων που εκ του αποτελέσματος αίρουν το καθεστώς της μερικής αποστρατιωτικοποίησης για τα ΛΧΣΙ αλλά και συνολικά για τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων και των Δωδεκανήσων.

Συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά δεν επικαλείται το δικαίωμα άμυνας, το οποίο εκτός από την εθιμική φύση του θεμελιώνεται και συμβατικά στο Άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, διότι για τη νόμιμη ενεργοποίησή του θα απαιτούνταν ένοπλη επίθεση κατά της Ελλάδας. Η ελληνική θέση αναδεικνύει το πραγματικό γεγονός, ότι η τουρκική επιθετικότητα στην Κύπρο συνοδεύεται αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα:

α) με επανειλημμένες απειλητικές δηλώσεις σε βάρος της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών από τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους που νόμιμα εκπροσωπούν και δεσμεύουν τη χώρα τους στο εξωτερικό

και β) με το casus belli που η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε απέναντι στην Ελλάδα το 1995, μετά τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και την επικύρωσή της από την Ελλάδα.

Αυτές οι απειλές, αν και σαφώς εμπίπτουν στην απαγόρευση του Άρθρου 2 παράγραφος 4 του Χάρτη του ΟΗΕ, δεν ενεργοποιούν το δικαίωμα στην άμυνα. Πολύ δε περισσότερο δεν θεμελιώνουν δικαίωμα σε προληπτική άμυνα (anticipatory self-defense), το οποίο προϋποθέτει ότι υπάρχει τουλάχιστον επικείμενη επίθεση –δηλαδή αρχή εκτέλεσης– και καθόλου χρόνος για αντίδραση και διαβούλευση, ή έστω ένα αμφισβητούμενο δικαίωμα προληπτικού χτυπήματος (pre-emptive strike) που εδράζεται γενικά στην πιθανολόγηση της εκδήλωσης επίθεσης, εκτός κι αν βέβαια η Αθήνα αποφασίσει να προσχωρήσει σε αμφίβολης νομιμότητας νομικές κατασκευές που όμως θα βόλευαν αφάνταστα τον τουρκικό αναθεωρητισμό σε μια λογική αμοιβαιότητας.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την επίκληση του δικαιώματος στην άμυνα, η επίσημη ελληνική θέση επικεντρώνει στη νομιμοποίηση της επαναστρατιωτικοποίησης στο πλαίσιο ανάληψης και εκτέλεσης εκείνων των προπαρασκευαστικών ενεργειών που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών, και οι οποίες εύλογα θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε επιθετικότητα. Άλλωστε, οι κρίσεις τον Μάρτιο του 1987, στα Ίμια το 1996 και το 2020 με την εργαλειοποίηση των μεικτών μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία και την έξοδο του ερευνητικού πλοίου Ορούτς Ρέις στην Ανατολική Μεσόγειο συνηγορούν, μαζί με την επίσημη επιθετική ρητορική της Άγκυρας που εκδηλώνεται ακόμη και με ωμές απειλές τύπου «θα έρθουμε ένα βράδυ», στη βασιμότητα και τη νομιμότητα του ελληνικού επιχειρήματος.

Η ανάληψη και εκτέλεση των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την άμυνα στα αποστρατιωτικοποιημένα ελληνικά νησιά μπορεί να νομιμοποιηθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι γενικός και αφορά στο δικαίωμα της αυτοβοήθειας (self-help), το οποίο αποτελεί ευρύτερη έκφραση του δικαιώματος στην άμυνα. Κάτω από αυτή την οπτική, οι μονομερείς ενέργειες που προπαρασκευάζουν την αμυντική ικανότητα ενός κράτους αποτελούν αντίποινα και δικαιολογούνται στο πλαίσιο της αυτοβοήθειας. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αυτοβοήθεια λειτουργεί εκτός του πλαισίου της συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ, και φυσιολογικά δεν είναι μια θεμιτή εξαίρεση στη γενική απαγόρευση της χρήσης βίας που θεμελιώνεται στο Άρθρο 2 παράγραφος 4 του Χάρτη του ΟΗΕ. Ο δεύτερος τρόπος νομιμοποίησης της στρατιωτικής προπαρασκευής στα νησιά του Αιγαίου που βαίνει αντίθετα στη συμβατική υποχρέωση της αποστρατιωτικοποίησης, είναι η επίκληση της εφαρμογής αντιμέτρων απέναντι στην απειλή χρήσης βίας, η οποία εκφράζεται κυρίως, αλλά όχι μόνο, με το τουρκικό casus belli.

Η νομιμότητα των αντιμέτρων προϋποθέτει ότι η παράλειψη της εφαρμογής τους θα οδηγούσε στην επέλευση ανεπανόρθωτων τετελεσμένων γεγονότων που θα υλοποιούσαν την απειλή. Εννοείται, ότι η απειλή στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας είναι η 4η Στρατιά του Αιγαίου και τα τουρκικά επιτεύγματα στη στρατιωτική τεχνολογία με την επίκληση των οποίων το τουρκικό καθεστώς απειλεί χωρίς περιστροφές και προσχήματα την Αθήνα ως προς την ακεραιότητα της εδαφικής επικράτειάς της. Περαιτέρω, η νομιμότητα των αντιμέτρων εξαρτάται από: α) την προηγούμενη προσπάθεια άρσης της παράνομης συμπεριφοράς που παραβιάζει τη νομιμότητα, β) την αναλογικότητά τους και γ) την προσπάθεια της ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς.

Πέρα από κάθε αμφιβολία, η ελληνική πλευρά εκπληρώνει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις. Η τρίτη προϋπόθεση απαιτεί την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης. Με βάση το γεγονός ότι α) η συγκεκριμένη υπόθεση δεν εκκρεμεί σε κάποιο δικαιοδοτικό όργανο, β) η προσφορά για διαπραγματεύσεις δεν εμποδίζει τη λήψη αντιμέτρων, γ) η ΣΕΛωζ δεν περιλαμβάνει υποχρεωτική ρήτρα για την ειρηνική επίλυση των διαφορών και δ) η Ελλάδα και η Τουρκία δεν είναι υποχρεωμένες να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης καθώς η μεν πρώτη έχει εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία του τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας ενώ η δεύτερη δεν έχει προσχωρήσει στην προαιρετική ρήτρα αρμοδιότητάς του, προκύπτει ότι ικανοποιείται το σύνολο των παραπάνω προϋποθέσεων και επομένως η Αθήνα βάσιμα μπορεί να επικαλείται την εφαρμογή αντιμέτρων για να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή χρήσης βίας.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ομαλοποιούνταν και η Τουρκία προσχωρούσε καλόπιστα στη διεθνή νομιμότητα, αίροντας το casus belli, συμβάλλοντας σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού Ζητήματος και ανασκευάζοντας τις απειλές που στοχοποιούν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, και ειδικά των νησιών, το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης στα ΛΧΣΙ, αλλά και συνολικά στο Αιγαίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως depassé. Το Άρθρο 13 ΣΕΛωζ διαθέτει περιορισμένη χρονική εμβέλεια, όπως κάθε νομικό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης, και είναι απλά ζήτημα συγκυριών η εξαφάνισή του από τον κατάλογο των υποχρεώσεων ενός κράτους.

Οι διεθνείς σχέσεις εξελίσσονται με τέτοιον τρόπο, ώστε ένα καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης είτε θα συμβάλει στην εδραίωση της διεθνούς ειρήνης και της ασφάλειας, οπότε καθίσταται περιττό, είτε θα αποτύχει στον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε, και επομένως θα έχει επιλεχθεί μια στρατηγική έντασης ή απλά η στρατιωτική έκβαση. Παρόμοια, το Άρθρο 13 ΣΕΛωζ έχει διαγράψει μια μακρόχρονη πορεία που περιλαμβάνει περιόδους εξομάλυνσης και έντασης στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συνεπώς, εκατό χρόνια μετά τη σύλληψή του, δεν έχει να προσφέρει περισσότερα από αυτά για τα οποία αξιολογείται και οδηγείται σε πολιτική και νομική απαξίωση.

Στις 9 Ιουλίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής».