Η Σκάρλετ Τζοχάνσον, ο Τομ Χανκς, ο Εντριαν Μπρόντι, ο Μπράιαν Κράνστον και o Ματ Ντίλον ήταν μερικές από τις διασημότητες που το βράδυ της Τρίτης περπάτησαν το κόκκινο χαλί της Grand Theatre Lumiere προκειμένου να παραστούν στην παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας ταινίας του Γουές Άντερσον «Asteroid city» που προβλήθηκε εντός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Καννών. Ο ίδιος ο Αντερσον, ο οποίος έχει πολλές φορές τιμήσει με την παρουσία και τις ταινίες του το φεστιβάλ της Κυανής Ακτής αποθεώθηκε από τα χειροκροτήματα ορθίων στην κυριολεκτικά κατάμεστη αίθουσα της λεωφόρου Κρουαζέτ.

Η Σκάρλετ Τζοχάνσον λίγο μετά την προβολή της νέας ταινίας του Γουές Αντερσον στις Κάννες/ Φωτ.: REUTERS/Gonzalo Fuentes

Γνωστός για την μοναδική αισθητική και κινηματογραφική ματιά του, ο δημιουργός επιτυχιών όπως «Ξενοδοχείο Grand Budapest», «Οικογένεια Τένεμπαουμ» και «The Darjeeling Limited», αυτή την φορά μας μεταφέρει σε μια έρημο της Αμερικής στην δεκαετία του 1950, όπου για μερικές μέρες κάποιοι άνθρωποι θα χρειαστεί να παραμείνουν, για λόγους που σχετίζονται (μάλλον) με την εθνική ασφάλεια. Ετσι δημιουργείται ζωή στην Asteroid City, μόνο που όλο αυτό μοιάζει να είναι μέρος ενός σόου, ίσως όχι και τόσο διαφορετικού από τις παραγωγές της τηλεόρασης εκείνης εποχής. Εξάλλου, την ίδια ώρα που βλέπουμε όλα αυτά να συμβαίνουν, παρεμβάλλονται σκηνές παρουσιαστών της τηλεόρασης που δηλώνουν ότι αυτό που βλέπουμε είναι, ουσιαστικά, ένα θέατρο.

Το εντυπωσιακό καστ της ταινίας «Asteroid City» στο 76ο φεστιβάλ των Καννών/ Φωτ.: REUTERS/Eric Gaillard

Όμως το που βρίσκεται η αλήθεια και το που η φαντασία δεν γίνεται ποτέ απολύτως κατανοητό μέσα στο εκλεπτυσμένο χάος που χτίζει ο Αντερσον. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα μιας πραγματικά υπέροχης στην εικόνα της ταινίας, η οποία εμφανέστατα «χάνει» στο σενάριο καθώς πολύ δύσκολα (αν όχι καθόλου) μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί της. Προφανώς υπάρχει μια διάθεση σάτιρας για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και της φοβίας των Αμερικανών για τους εξωγήινους, όμως τίποτα σε αυτή την ταινία από πλευράς ιστορίας δεν φαίνεται να έχει γερά θεμέλια. Και πολύ πιθανό αυτό να έγινε σκόπιμα από τον Αντερσον που είναι και ο σεναριογράφος της.

Ωστόσο, όπως σε όλες τις δημιουργίες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, έτσι και εδώ, τα ντεκόρ είναι εκείνα που «κλέβουν» την παράσταση. Παλιά αυτοκίνητα, καφέ – ρεστοράν φτιαγμένα ακριβώς όπως ήταν τότε, ταμπέλες, αφίσες, φωτογραφικές μηχανές, μπουκάλια, τηλεφωνικοί θάλαμοι, κοστούμια, καπέλα, κομμώσεις – τα πάντα συμβάλλουν δημιουργικά στην όψη αλλά όχι στο περιεχόμενο της ταινίας που εν τέλει σε αφήνει με μια αίσθηση γλυκιάς απογοήτευσης.

Είναι σαν να βλέπεις μια βιτρίνα με τα πιο όμορφα γλυκά του κόσμου, τα οποία όμως είναι πλαστικά (η ταινία θα διανεμηθεί αργότερα στις αίθουσες από την Tanweer).