Τείνει να γίνει θέσφατο για αναλυτές, δημοσκόπους, πολιτικούς και διαμορφωτές της κοινής γνώμης πως το πολιτικό παιγνίδι «γίνεται στο Κέντρο». Οποιος τολμά να το αμφισβητεί χαρακτηρίζεται ξεπερασμένος, παλαιολιθικός ή «παλαιοαριστερός». Θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν εννοούν όλοι αυτοί πως οι κεντρώοι είναι περισσότεροι απ’ όλους τους άλλους. Τα ποσοστά δεν βγαίνουν.

Στην έρευνα της GPO που παρουσιάστηκε στα «ΝΕΑ» (4 Ιουνίου 2022) δεξιό/κεντροδεξιό δηλώνει το 25,6%, αριστερό/κεντροαριστερό το 36% και κεντρώο το 19,4% των πολιτών. Πορίσματα που διαφέρουν κατ’ ελάχιστον και στις έρευνες όλων των άλλων εταιρειών δημοσκοπήσεων. Είναι εμφανές, εκτός και αν οι αριθμοί και τα γεγονότα ψεύδονται, πως οι κεντρώοι δεν αποτελούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αλλο είναι να πούμε ότι έχει μεγάλη σημασία το αν «οι κεντρώοι» θα στραφούν κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά. Με μια προϋπόθεση, για χάρη της μειοψηφίας των κεντρώων να μη χαθεί η πλειοψηφία των κεντροαριστερών ή των κεντροδεξιών, αντίστοιχα, ψηφοφόρων. Ακόμη όμως και στο ΠαΣοΚ, που το 25% των υποστηρικτών του δηλώνει «κεντρώο», υπάρχει ένα 23% που εξακολουθεί να δηλώνει κεντροαριστερό και αριστερό.

Αν χάσει αυτό το 23%, τότε κινδυνεύει το 25% των κεντρώων του να στραφεί προς το 40% των κεντρώων που επιλέγουν τη ΝΔ. Ετσι όμως το κόμμα θα δυσκολευτεί να ανατρέψει τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων. Να γιατί το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ δεν πρέπει να εμφανίζεται ως ενδιάμεσος κεντρώος πόλος μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά ως «αριστερό κόμμα με σοσιαλδημοκρατικές αρχές» (Κώστας Σημίτης). Εννοείται με ανανοηματοδότηση τού τι σημαίνει σήμερα «αριστερό κόμμα».

Βεβαίως, από κοινωνιολογικής οπτικής γωνίας, ο πολιτικός αυτοπροσδιορισμός είναι μια αμφιλεγόμενη επιστημονικά έννοια. Περιέχει περισσότερο υποκειμενισμό απ’ ό,τι αντικειμενική προσέγγιση. Κάθε αυτοπροσδιορισμός εξαρτάται από το πνεύμα της εποχής και το κλίμα της συγκυρίας. Το 1981 σχεδόν το 80% των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ αυτοπροσδιορίζονταν ως κεντροαριστεροί και αριστεροί. Στη μνημονιακή εποχή η Αριστερά εμφανιζόταν ως η ελπίδα που ερχόταν, για αυτό και ως αριστεροί αυτοπροσδιορίζονταν οι πολίτες που ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ, ενώ πριν ψήφιζαν ΠαΣοΚ. Μετά την αποτυχία σε γενικό επίπεδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και οι πολίτες που τον ψήφιζαν αλλά και οι πολίτες που ψήφιζαν Κίνημα Αλλαγής άρχισαν να διστάζουν να δηλώνουν την αριστερή ή κεντροαριστερή τους ταυτότητα. Το πνεύμα της εποχής δεν σηκώνει πλέον να δηλώνεις αριστερός/κεντροαριστερός. Σήμερα μόνο ένας στους τρεις δηλώνει τέτοιος. Ακόμη όμως και υπό αυτές τις συνθήκες καθαρά κεντρώοι δηλώνουν μόνο δύο στους δέκα.

Ενώ και επιστημονικά η έννοια του Κέντρου είναι δύσκολα προσεγγίσιμη, καθ’ ότι αυτή μετατοπίζεται στον πολιτικό άξονα σύμφωνα με τις τάσεις της κοινωνίας προς προοδευτικές ή συντηρητικές κατευθύνσεις. Τι όμως υποκρύπτεται πίσω από την άποψη πως το Κέντρο αναδεικνύει τον νικητή και πίσω από την αναγωγή της πολιτικής σε δίπολα όπως κανονικοποίηση ή εκτροπή, σταθερότητα ή περιπέτειες, αλήθειες ή ψέματα, μετριοπάθεια ή φανατισμός; Κρύβεται η ενίσχυση ενός μοντέλου αποϊδεολογικοποίησης, μιας δήθεν μετριοπαθούς πολιτικής στάσης και ως εκ τούτου η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ως τη μόνη μη έχουσα εναλλακτική πραγματικότητα. Η κανονικοποίηση της απολιτικότητας, όπως αυτή εκφράζεται από τη θέση της κατάργησης της διάκρισης Αριστεράς – Δεξιάς, οδηγεί στη νομιμοποίηση της δράσης τού μόνου σήμερα υπαρκτού καπιταλισμού: Του καπιταλισμού-καζίνο. Αυτός δεν έχει σχέση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό, πολύ περισσότερο με τον σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι ο καπιταλισμός των παράκτιων εταιρειών, της παντοδυναμίας των Μεγάλων Τεχνολογικών Εταιρειών και των Τραπεζικών Κολοσσών, της νομιμοποιημένης φοροδιαφυγής, της απαξίωσης της παραγωγικής εργασίας και των παραγωγικών εργαζομένων, της απολυτοποίησης της έννοιας της αξιοκρατίας και της απαξίωσης της έννοιας του σεβασμού της αξιοπρέπειας όλων, ανεξαρτήτως αν δεν είναι κάτοχοι τίτλων μεγάλων πανεπιστημίων ή δεν είναι καν πτυχιούχοι. Αυτός ο καπιταλισμός ακυρώνει τον ανταγωνισμό για χάρη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, νομιμοποίηση στο οποίο δίνει η όλη συζήτηση περί Κέντρου. Αν δεν υπάρχει εναλλακτική στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, δεν υπάρχει και χώρος για πραγματικές πολιτικές διακρίσεις. «Το Κέντρο κερδίζει μάχες» σημαίνει ότι ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός δεν έχει εναλλακτική. Από την κατάργηση της διάκρισης Αριστερά – Δεξιά όχι μόνο δεν κερδίζει η Δημοκρατία, αλλά ακριβώς εξαιτίας της ανοίγει ο δρόμος, κυρίως, για την Ακροδεξιά που παρουσιάζεται ως η μόνη εναλλακτική λύση.

Εδώ ελλοχεύουν δύο μεγάλοι κίνδυνοι. Πρώτον, να αφεθεί η Αριστερά να εκπροσωπείται από ένα αντικαπιταλιστικό, ευρωσκεπτικιστικό, αριστερίστικο ρεύμα εχθροπάθειας (κάτι σαν τον Μελανσόν και γιατί όχι ακόμη και τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ) και δεύτερον, να θεωρηθεί πως η Σοσιαλδημοκρατία είναι κόμμα του Κέντρου, δηλαδή ελιτίστικο κόμμα της υποβάθμισης των ταξικών ανισοτήτων. Οι ποδοσφαιρόφιλοι γνωρίζουν πόσο βαρετά είναι τα παιγνίδια όταν παίζονται στο κέντρο. Γκολ από το κέντρο σπάνια μπαίνουν. Η πολιτική δεν διαφέρει πολύ από αυτό. Η Σοσιαλδημοκρατία εφαρμόζει αριστερές πολιτικές στα κέντρα των κοινωνιών. Δεν είναι αριστερίστικη ή κεντριστική ομάδα. Γι’ αυτό οφείλει να μην ξεχνά πως το παιγνίδι της υπέρ του πρωτείου της Δημοκρατίας δεν περνά από την απολιτική μετριοπάθεια κοινοτοπιών όπως «το παιγνίδι παίζεται στο Κέντρο», αλλά από τη μάχη κατά των ανισοτήτων και τον σεβασμό της αξιοπρέπειας όλων των πολιτών.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Ο κ. Στέφανος Ξεκαλάκης είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής.