Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει ακριβώς πριν από 60 χρόνια, στις 10 Ιουλίου 1962, ημέρα Τρίτη, περιλαμβανόταν ένα άρθρο του Ηλία Βενέζη, το τελευταίο μιας σειράς ταξιδιωτικών σημειωμάτων του σπουδαίου λογοτέχνη και ακαδημαϊκού.

Το κείμενο του Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Εχθροί και φίλοι», αναφερόταν στην Κρήτη και ειδικότερα στο πώς διαμορφωνόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η σχέση μεταξύ των ντόπιων και των Γερμανών που επισκέπτονταν τότε τη μεγαλόνησο, που επέστρεφαν σε αυτή μετά τα όσα –δραματικά και απάνθρωπα στη συντριπτική πλειονότητά τους– είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, δεδομένου ότι δεν είχε συμπληρωθεί ούτε καν μία εικοσαετία από την αποχώρηση των γερμανών κατακτητών από τη μεγαλόνησο, οι Κρητικοί σαφέστατα είχαν ακόμα ανοιχτές πληγές από τη γερμανική κατοχή.

Αξίζει λοιπόν να διαβάσετε το κείμενο του Βενέζη, για να δείτε πώς υποδέχονταν οι τότε Κρητικοί τους Γερμανούς στο νησί τους, πώς συμπεριφέρονταν ως Έλληνες στους «ξένους», σε ένα λαό από τον οποίον είχαν υποστεί τα πάνδεινα.

Ήμαστε στ’ Ανώγεια, καθισμένοι γύρω στην τάβλα, όλο το χωριό ήταν καλεσμένοι, φάγαν και τραγούδησαν τραγούδια ριζίτικα και ματινάδες. Ύστερα τα παλικάρια και οι κοπέλες πιάσαν το χορό. Έπαιζε ο λυράρης, τραγουδούσαν οι άντρες μόνο. Χόρεψαν τον πεντοζάλη μ’ ένα ρυθμό αυστηρό, με άπειρη χάρη, με σοβαρά, αγέλαστα πρόσωπα οι γυναίκες, κοιτάζοντας τη γη. Το σώμα τους δεν είχε τίποτα λικνιστικό, που να προκαλή ή που να ερεθίζη. Ήταν μόνο ρυθμός και μουσική.

Πάλι άρχισαν τις ματινάδες. Η Ιοκάστη είπε:

«Μη με χτυπάς με το σπαθί
κι αν πληγωθώ θα γιάνω,
χτύπα με με τα μάτια σου
σα θέλεις να πεθάνω».

Ο λυράρης είπε:

«Όντα προβάρω και σε ιδώ
στο παραθύρι απάνω
θαρώ πως είσαι Παναγιά
και το σταυρό μου κάνω».

Κι’ ο Βασίλης ο Σπαχής, νέος σύνδεσμος τότε στην Αντίσταση, με τις ανταρτικές ομάδες του καπετάν Πετρακογιώργη, μας είπε για το τι έγινε σαν πιάσαν τον στρατηγό Κράιππε και τον ανέβασαν στον Ψηλορείτη ίσαμε που να τον φυγαδέψουν στη Μέση Ανατολή:

…Τα γερμανικά αεροπλάνα αλώνιζαν τον ουρανό, πάνω απ’ τα Ανώγεια και τη Νίδα, ρίχνανε προκηρύξεις γυρεύοντας απ’ τους αντάρτες ν’ αφήσουν αμέσως ελεύθερο τον στρατηγό Κράιππε. Τα γερμανικά αποσπάσματα αλωνίζαν τον τόπο ψάχνοντας. Είχαν χωνιά και φώναζαν στις λαγκαδιές:

«Κράιππε! Κράιππε!»

Ήρθε στ’ Ανώγεια κι ο Γερμανός ο λοχίας του Γενή-Γκαβέ, ο διοικητής του φυλακίου. Στραπατσάρισε τον κόσμο, τον βασάνισε, έδειρε γυναίκες και παιδιά. Οι δικοί μας τότε τού στήσαν καρτέρι, τον πιάσαν ζωντανό, τον ανεβάσαν στη Νίδα και τον εκτελέσανε. Τότε ήρθαν οι Γερμανοί, ανηφορίσαν, ζώσαν το χωριό. Σαν τους είδαμε ν’ ανηφορίζουν, όλοι οι άντρες βγήκαν στο βουνό, μείναν μοναχά οι γυναίκες. Οι Γερμανοί μαζέψαν ίσαμε χίλια πεντακόσια γυναικόπαιδα, τους είπαν:

«Σε μια ώρα να πάρετε ό,τι μπορείτε!»

Πέσαν στο δρόμο, όλο αυτό το κοπάδι οι γυναίκες, οι Γερμανοί από πίσω, γύρω τους, τις βάζαν να τρέχουνε, μαρτυρήσαν, γυναίκες γεννήσανε στο δρόμο. Οι άντρες βλέπαν απ’ τα ψηλώματα αυτό που γινόταν στο χωριό, δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν, για να μη χαθούν οι γυναίκες. Ύστερα ήρθε στ’ Ανώγεια συνεργείο Γερμανικό, κουβάλησαν τις προίκες των γυναικών, ύστερα άρχισαν τις ανατινάξεις. Ένα μήνα χαλούσαν. Όμως εμείς στη Νίδα βαστούσαμε γερά το στρατηγό τους. Ήταν κι ο Λη Φέρμορ, που είχε οργανώσει την απαγωγή του Κράιππε, του άρεζε ν’ ακούγη το τραγούδι μας, το Φιλεντέμ:

«Μια Τουρκοπούλα στο τζαμί Αλά-Αλά φωνάζει,
τσ’ όταν θα πη το Φιλεντέμ μες στην καρδία με σφάζει.
Μια Τουρκοπούλα στο τζαμί πάει να προσκυνήση,
κάνει ντρα μπρε στο θεό για ν’ αλλαξοπιστήση».

Πάλι έπαιξε ο λυράρης, πάλι τραγουδήσαν και χορέψαν τα παλικάρια κι οι κοπέλες. Πάλι ο λόγος γύρισε στα όσα τράβηξαν τότε τ’ Ανώγεια.

Ρώτησα:

«Οι Γερμανοί που έρχονται τώρα στην Κρήτη ως περιηγητές, ανεβαίνουν στ’ Ανώγεια; Πώς τους βλέπετε;»

Ο σύντεκνος ο Βασίλης ο Σπαχής είπε:

«Ου, και βέβαια έρχονται στ’ Ανώγεια, μ’ όλον που ξέρουν τι έγινε. Κι εμείς κάνουμε πως δε θυμόμαστε, δε μιλάμε για το τι τραβήξαμε, τους περιποιούμαστε. Τώρα είναι ξένοι».

Είπε το λόγο αυτό για «ξένους» και απ’ τον τόνο της φωνής του καταλάβαινες τι βάρος είχε.

«Τώρα είναι ξένοι».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.7.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θα τελειώσω τη σειρά των εντυπώσεων απ’ την Κρήτη μ’ αυτή την παρατήρηση: πουθενά αλλού δεν τιμωρήθηκε τόσο σκληρά η προδοσία και η συνεργασία με τον εχθρό όσο στην Κρήτη. Και πουθενά αλλού δεν εκδηλώθηκε με τόση γενναιότητα η συγγνώμη στο χτεσινό εχθρό όσο στην Κρήτη. Μου αφηγήθηκαν στο Ηράκλειο τις λεπτομέρειες μιας περιώνυμης δίκης και της κάθαρσης που ακολούθησε. Αμέσως μετά την απελευθέρωση ελληνικό δικαστήριο δίκαζε την υπόθεση της συνεργασίας με τον εχθρό δυο κοριτσιών. Αυτές οι δυο είχαν γίνει αιτία να εκτελεσθούν απ’ τους Γερμανούς δεκάδες Κρητικοί. Οι συγγενείς των θυμάτων είχαν έρθει έξω απ’ το Δικαστήριο με μαύρες σημαίες, περιμένοντας την απόφαση. Η απόφαση δεν έδειχνε ότι θα ήταν θάνατος. Τότε ένας Κρητικός προχώρησε στο σκαμνί των κατηγορουμένων, έπιασε τη μια κόρη απ’ τα μαλλιά, την έσφαξε, σήκωσε το καταματωμένο πτώμα, το πέταξε απ’ το παράθυρο στην αυλή, στο συγκεντρωμένο πλήθος. Μπροστά στους έντρομους δικαστές. Ο Κρητικός ξαναγύρισε, έσφαξε και την άλλη, την πέταξε απ’ το παράθυρο. Και κανένας δεν τόλμησε να τον αγγίση, να τον εμποδίση ή, αργότερα, να τον καταδιώξη. Εξέφραζε την τιμωρό Νέμεση.

Ο ίδιος λαός, ο κυνηγημένος, ο κατατρεγμένος, δέχεται τώρα, φιλόξενα, τα κοπάδια των Γερμανών. Ακόμα και στα ισοπεδωμένα Ανώγεια. «Τώρα είναι ξένοι».

Ξεθάρρεψαν και πηγαίνουν άφοβα τώρα στην Κρήτη ακόμα και Γερμανοί που έδρασαν εκεί στον καιρό της Κατοχής. Σαν να τους τραβά ο τόπος της δοκιμασίας. Μου έλεγε ο φίλος μου ο Κωνσταντής ο Νικολακάκης, παλιό παλικάρι του καπετάν Γύπαρη, ενώ μας ετοίμαζε το «οφτό» σφαχτάρι στη Φαιστό:

Ήρθε μια μέρα στο Πετροκεφάλι ένας Γερμανός με τη γυναίκα του. Μας λέει η γυναίκα του:

«Ξέρετε τούτον το Γερμανό, τον άντρα μου; Δέστε τον καλά!»

Τον είδα, τον γνώρισα. Είχε κάνει αξιωματικός στα μέρη μας της Φαιστού.

«Εσύ ’σαι;» του είπα.

«Εγώ είμαι».

Στρώσαμε τότε τραπέζι και φάγαμε ψωμί και ήπιαμε κρασί.

Ρώτησα τον Κρητικό:

«Είχες σκοτώσει κανένα Γερμανό εσύ, εκείνον τον καιρό;»

«Θέλει απαντίδι;» είπε. «Άμα τύχαινε ξεμοναχιασμένος τον σκότωνα. Ήτανε αφιλότιμοι, άμα τους περίσσευε φαγί το πετούσαν, ποτές δε μας δίνανε να φάμε. Ήταν ένα θεριό, τον λέγαν Γκαλ. Μου λέει μια μέρα: Μπαλεύουμε; Μπαλεύουμε.

Αρπώ τον πόδα του, τον ρίχνω κάτω. Λέω: Ίντα θα γίνη τώρα; Σηκώνεται απάνω, χαιρετά και λέει: Τσβάι. Εκείνη την ώρα βλέπω να έρχεται ο λοχαγός του, μου λέει: Του. Τον ακολούθησα, πήγαμε στο γραφείο του, μου έφερε φαγί, είπε: Πρόζιτ. Ύστερα ήρθε το παιδί μου, ο Γερμανός τού είπε: Φίλος. Πού να βρης άκρη;»

Ο Κρητικός στάθηκε, στήλωσε το πανύψηλο κορμί του, κοίταξε κατά τον Ψηλορείτη, πάλι είπε το λόγο:

«Πού να βρης άκρη;»

Έτσι είναι. Πού να βρης άκρη; Μέσα σε τόσο ελάχιστα χρόνια οι άνθρωποι γινήκαν τέρατα, μισήθηκαν, σκοτώθηκαν, ήπιανε ο ένας το αίμα τ’ αλλουνού, ύστερα φιλιωθήκαν, αγκαλιαστήκαν, παίρνουν τις γυναίκες τους και στρώνονται στο γλέντι, ξαναβρίσκουν τον ήλιο, τη θάλασσα, τα αρχαία, τη μαγεία τους, ονειροπολούνε, και ετοιμάζονται πάλι να σκοτώσουν και να πιούνε αίμα.

Πού να βρη άκρη ο άνθρωπος, ο φίλος μου της Φαιστού;