Αγαπημένη μαθήτρια του Κουν, κορυφαία ηθοποιός, γοητευτική προσωπικότητα. Η Ρένη Πιττακή έχει μια ζηλευτή πορεία στο θέατρο, μια πορεία που έρχεται ως αποτέλεσμα σκληρής, συστηματικής δουλειάς και προσεκτικών επιλογών. Το καλοκαίρι επιστρέφει, μετά από δύο δεκαετίες, στην Επίδαυρο με την Ατοσσα στους «Πέρσες» του Αισχύλου, μια τραγωδία στην οποία πρωτόπαιξε σπουδάστρια ακόμα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης – τώρα ανεβαίνει σε διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.

Επιστροφή στους «Πέρσες. Πρώτη φορά, το 1966, ακόλουθος της Ατοσσας σε σκηνοθεσία Κουν. Τι κρατάτε από τότε; Είχατε ονειρευτεί τον ρόλο της βασίλισσας;

«Είδα πρώτη φορά τους «Πέρσες» στο Ηρώδειο το 1965. Ηταν μια αποκάλυψη για μένα. Το ’66 μπήκα ακόλουθος της αγαπημένης Νέλλης Αγγελίδου που ήταν η Ατοσσα, μαζί με την Εύα Κοταμανίδου, την Κατερίνα Καραγιάννη, με τα υπέροχα κοστούμια του Τσαρούχη – το κεραμιδί με τις χρυσές μπορντούρες, το χρυσό πέπλο, το κόκκινο μποτάκι. Παρακολουθούσαμε όλη αυτή τη μυσταγωγία, την παράσταση. Και όταν γινόταν η τελική κραυγή, στην επίκληση, που πέφταμε κάτω για να βγει το φάντασμα του Δαρείου, ουρλιάζαμε κι εμείς όσο μπορούσαμε…

Κρατάω τη μυσταγωγία της ατμόσφαιρας που δημιούργησε η εμπνευσμένη προσέγγιση του Κάρολου Κουν και η μουσική του Γιάννη Χρήστου, όπου όλα στοιχειοθετούσαν μια κραυγή που πηγαινοερχόταν σαν κύμα και γινόταν κατακλυσμός. Ζούσα τη μαγεία της παρουσίας μου μέσα σε όλο αυτό που με συνέπαιρνε και δεν άφηνε περιθώρια ονείρου για πρώτο ρόλο σε μια άπειρη ακόμα νεαρή που προσπαθούσε να συντονίσει τον βηματισμό της. Δεν σκέφτηκα τίποτε άλλο. Πήγαινα για να μάθω. Η επανάσταση σε εκείνη την παράσταση ήταν στον Χορό, ο οποίος οφείλει πολλά και στον Χρήστου. Ηταν μια ιδιαίτερη συνεργασία-σύμπνοια με τον Κουν, μαζί με την κίνηση (σ.σ.: Μαρία Κυνηγού), τους Κορυφαίους Νίκο Χαραλάμπους, Τάκη Βουτέρη, Σπύρο Καλογήρου».

1988 και 2000. Ατοσσα στην αναβίωση του Θεάτρου Τέχνης. Και τώρα σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Τι κερδίζετε επιστρέφοντας σε έναν ρόλο; Διαφέρει η προσέγγιση;

«Κερδίζω τη διάψευση ότι επιστρέφω σε γνώριμα νερά ενώ ανακαλύπτω, μέσα από μια νέα σκηνοθετική ματιά, άλλες πλευρές, που ίσως και να μην τις είχα υποπτευθεί καν. Πλευρές που φωτίζουν οι άλλες συνθήκες που διαμορφώνουν την κοινωνία, σ άλλον αιώνα πια, πλευρές του σήμερα. Αυτό είναι το κλασικό. Φυσικά υπάρχει η πείρα που έχει αποκτηθεί στο μεταξύ. Στην παλιά εκδοχή η Ατοσσα ήταν ευσεβής, προσπαθούσε να αντέξει την πανωλεθρία, τα χτυπήματα, με αξιοπρέπεια, συμμετείχε, συνέπασχε με τον Χορό, με τον Αγγελιαφόρο και παρόλο που έβλεπε την ύβρι του Ξέρξη, πάσχιζε να τον στηρίξει.

Στην τωρινή της εκδοχή τονίζεται η πολιτική της πλευρά, όπου χρησιμοποιώντας πότε την επιβολή και πότε τη διπλωματία, προσπαθεί να καλύψει, όσο μπορεί, την αδιαφορία και τη σκληρότητα για τον χαμό τόσων ανθρώπων. Και εστιάζει το ενδιαφέρον της μόνο στην εξασφάλιση του πλούτου και της εξουσίας. Ετσι παρόλο που αναγνωρίζει το φταίξιμο και την ανικανότητα του Ξέρξη, ρίχνει την αιτία της συμφοράς στη μοίρα και στους θεούς. Τον στηρίζει μαζί με τον Δαρείο ως κληρονόμο της δυναστείας και της μοναρχίας απέναντι στον κόσμο που η πίστη του έχει διασαλευτεί και αντιστέκεται. Ο Χορός είναι λαός, νεότεροι και γυναίκες, που θέλει να πιστέψει και να πιαστεί από κάπου αλλά δεν τα καταφέρνει. Τόσο εκείνη όσο και ο Δαρείος ξεκαθαρίζουν ότι ο Ξέρξης θα είναι η εξουσία. Υπάρχει μια φράση της Ατοσσας, ότι «αν νικήσει το παιδί μου θα ‘ναι άνδρας θαυμαστός. Αν δεν νικήσει, δεν έχει στην πατρίδα του να δώσει λόγο». Αυτό είναι τώρα. Και κάτι ακόμα: Η Ατοσσα, μια γυναίκα με πυγμή, φέρεται ότι ήταν αυτή που επέβαλε τα παντελόνια – η όψη της θα είναι σύγχρονη».

Εργο αντιπολεμικό. Πιστεύετε στους παραλληλισμούς με το σήμερα, στον «εκσυγχρονισμό» της τραγωδίας;

«Το αντιπολεμικό μήνυμα εμπεριέχεται – είναι ολοφάνερο. Δεν θέλω να αναφερθώ σε εύκολους παραλληλισμούς με τα πρόσφατα γεγονότα – το τρίγωνο εξουσία, αλαζονεία, υπερεξοπλισμοί. Το κέντρο είναι ότι έχουμε έναν κόσμο που έχει διασαλευτεί και δεν ισορροπεί, ξεφεύγει, από την πίστη και την υπακοή σε ακραίες κινήσεις αναρχίας. Ως προς τον εκσυγχρονισμό, είναι άλλο πράγμα να «διαβάζει» ο σύγχρονος άνθρωπος την τραγωδία και άλλο η επέμβαση στο κείμενό της. Οταν υπάρχουν επέμβαση και αλλαγές, αυτές πρέπει να στηρίζονται και να δηλώνονται. Κι αυτό συμβαίνει. Πρόκειται για διασκευή».

Υπάρχει ένας τρόπος να παρουσιασθεί το αρχαίο δράμα;

«Στην τραγωδία μόνο τον Κουν είχα δάσκαλο και μετά τους επιγόνους του, Λαζάνη, Κουγιουμτζή. Η υποκριτική γραμμή ήταν ίδια. Τώρα παίρνω ένα ρίσκο για κάτι διαφορετικό. Εχουν περάσει 22 χρόνια από την τελευταία φορά που κατέβηκα στην Επίδαυρο – δεν έτυχε. Ούτε μου έλειψε. Γιατί για μένα σημασία έχει γιατί πας, όχι να πας. Ως το 2000 πήγαινα σχεδόν συνέχεια επί 17 χρόνια. Είμαι μια καλο-κακομαθημένη του θεάτρου. Λειτούργησα μέσα στο Τέχνης, με την πρώτη διακήρυξη ότι «δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο (…) κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας», να γίνουμε λίγο καλύτεροι. Φυσικά παίζει ρόλο κι ο χαρακτήρας σου, τι σε ενδιαφέρει να κάνεις».

Σας λείπει ο Κουν;

«Και βέβαια μου λείπει. Η αύρα του, τα τσιγάρα του, ο καφές του. Οπως μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι που αγάπησα και που με τον τρόπο τους με διαμόρφωσαν. Περαστικοί είμαστε».

Πού οφείλεται αυτή η φρέσκια ματιά που έχετε πάνω στο θέατρο, ο τρόπος που συνεργάζεστε με τους νέους – σας αναζητούν…

«Αναρωτιέμαι… Τι μεγάλο δώρο είναι να σε αποδέχεται η νεότερη γενιά, να συνομιλείς ισότιμα μαζί της και να μη σε αντιμετωπίζει μουσειακά. Ισως το ότι δεν επιτρέπω στα χρόνια να αλώσουν την ψυχή μου παρά την αναπόφευκτη φθορά που φέρνει ο παράφορος γλύπτης χρόνος – για να θυμηθούμε τον Ελύτη. Ελπίζω τουλάχιστον».

Τι σας συγκινεί ακόμα στο θέατρο – έχετε ποτέ βαρεθεί;

«Αναρωτιόμαστε ποτέ με ποιον τρόπο μας συγκινεί το σπίτι μας; – αν πούμε ότι η σκηνή είναι το δεύτερο σπίτι. Ναι, μπορεί να μας κουράσει. Κάνουμε τα ταξίδια μας και επιστρέφουμε σε αυτό το σπίτι με ερωτηματικά, με νέα ενδιαφέροντα, μήπως κάτι αλλάξουμε, κάπως προχωρήσουμε. Αυτό το πηγαινέλα κρατάει χρόνια. Να ‘μαστε καλά…».

Εχει τίμημα η αυτονομία, η ελευθερία που σας χαρακτηρίζει;

«Υπάρχει συνταγή; Δεν νομίζω. Αυτονομία και ελευθερία είναι διαρκώς ζητούμενα – κι έχουν κόστος. Ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Κουν, που άρχισα να κάνω τις βόλτες μου, αναρωτήθηκα τι κάνω, τι γίνεται. Αλλά και πιο πρόσφατα, στα χρόνια των επιγόνων του, όταν ένιωθα ότι κάτι τελείωνε. Ηθελα να πετάξω, αλλά η οικογένεια με κράταγε. Κάποιες φορές το έκανα όμως».

Μετάφραση Παναγιώτης Μουλλάς, διασκευή-σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς, σκηνικό Κλειώ Μπομπότη, κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, κίνηση Τάσος Καραχάλιος, μουσική Γιώργος Πούλιος, φωτισμοί Δημήτρης Κασιμάτης. Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου κ.ά.Επίδαυρος, 15-16/7 (21.00) – συμπαραγωγή του Φεστιβάλ με την Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα.