Καθώς όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά, από άφρονα πυρηνική αναμέτρηση μέχρι παγκόσμια επισιτιστική κρίση (το πρώτο μάλλον απίθανο, το δεύτερο μάλλον βέβαιο), η προσαρμογή της σκέψης των κοινωνιών είναι κορυφαίο ζήτημα. Μια μικρή μάλιστα χώρα, όπως η Ελλάδα, πρέπει να λειτουργεί ως Προμηθέας, διότι κινούμεθα πλέον σε εποχή όπου οι Επιμηθείς είναι αυστηρώς ακατάλληλοι.

Δύο είναι οι κύριοι άξονες μιας προληπτικής πολιτικής: η εθνική άμυνα και η διατροφική ασφάλεια. Το πρώτο σημαίνει πολύ περισσότερα από την υλικοτεχνική ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων: σημαίνει ψυχική και υλική προετοιμασία του πληθυσμού για παρατεταμένες συνθήκες αστάθειας, πολλαπλών και διασταυρούμενων γεωπολιτικών κρίσεων, όξυνσης του αναθεωρητισμού και του εθνικισμού, υβριδικές συγκρούσεις και εξασθένηση των παραδοσιακών συμμαχικών δικτύων προστασίας. Το μοντέλο Ισραήλ είναι ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση, προσαρμοζόμενο στις ελληνικές γεωστρατηγικές συνθήκες. Η διατροφική ασφάλεια είναι εξίσου σημαντική, διότι μη επάρκεια πόρων επιβίωσης σημαίνει ανθρωπιστική τραγωδία, αποδόμηση του κρατικού μηχανισμού και χάος.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία κινήθηκε με ασύγγνωστη επιπολαιότητα στην κατεύθυνση της υπερδιόγκωσης του τριτογενούς τομέα, την παρασιτοποίηση και τον εξωτερικό δανεισμό. Η παλιννόστηση του πληθυσμού στον πρωτογενή και στον δευτερογενή τομέα είναι εξαιρετικά δυσχερής, διότι γενεές ολόκληρες δεν έχουν κάν βιωματική εικόνα της αγροτικής ή εργατικής πραγματικότητας και ανατράφηκαν με την προοπτική πτυχίο-διορισμός στο Δημόσιο (εσχάτως και μετανάστευση στην Ευρώπη).

Η ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής της οικονομίας σε μια πιο σύγχρονη μορφή (βιολογική γεωργία, προϊόντα ονομασίας προέλευσης, εξειδικευμένα είδη βιοτεχνίας, διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα κ.λπ.) είναι όμως μονόδρομος. Εάν φυσικά θέλουμε να παραμείνουμε σε αυτή τη χώρα που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, που την απελευθέρωσαν και την υπερασπίστηκαν με το αίμα τους. Προς τούτο απαιτούνται ριζικά μέτρα, με στόχο την παραγωγή αγαθών που θα καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και ταυτόχρονα θα είναι ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά.

Η αναβίωση της γεωργίας, π.χ., την οποία απέτυχαν παταγωδώς να υλοποιήσουν μέχρι σήμερα όλοι ανεξαιρέτως οι διαδοχικοί υπουργοί Γεωργίας, απαιτεί συνδυασμό ριζοσπαστικών μέτρων, όπως γεωργική εκπαίδευση επιστημονικού επιπέδου, φορολογική μεταρρύθμιση και αναδασμό γαιών, που θα δημιουργήσουν βιώσιμες γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Μόνο αυτές θα συγκρατήσουν τον αγροτικό πληθυσμό και θα επαναφέρουν ένα μέρος του ημιαστικοποιημένου πληθυσμού στον πρωτογενή τομέα.

Η αναβίωση της βιοτεχνίας θα απαιτήσει μια φάση δασμολογικής προστασίας, με κάποιες συμπεφωνημένες προσωρινές εξαιρέσεις από την κοινοτική νομοθεσία, και αντίστοιχα φορολογικά κίνητρα. Η ανασυγκρότηση της υποβαθμισμένης ναυτικής εκπαίδευσης θα οδηγήσει χιλιάδες νέους στη θριαμβεύουσα διεθνώς ελληνική εμπορική ναυτιλία.

Η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί κομβικό σημείο σε όλον αυτόν τον σχεδιασμό, διότι η μικρομεσαία επιχείρηση είναι ο βαλλόμενος πανταχόθεν αφανής ήρωας της ελληνικής οικονομίας, που στηρίζει την τοπική κοινωνία, συντηρεί θέσεις εργασίας, αλλά εργάζεται βασικά με συνεταίρο το κράτος για να χρηματοδοτεί τα ελλείμματά του. Ασφαλώς κεντρικό ζήτημα αποτελεί η στήριξη της γεννητικότητας, διότι χώρα χωρίς πληθυσμό δεν έχει μέλλον υπό την παρούσα μορφή της.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης. Από τις εκδόσεις Καπόν κυκλοφορεί το συλλεκτικό τεύχος 47 της επιθεώρησης «ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ» για την Ελληνική Επανάσταση