Η προσαρμογή σχεδόν όλων των παραμέτρων του κυβερνητικού σχεδιασμού σε συνθήκες μιας ιδιότυπης πολεμικής οικονομίας, που επιτείνεται από τη δυστοκία λήψης αποφάσεων κοινής δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδεικνύεται σε μείζονα προτεραιότητα του Μεγάρου Μαξίμου.

Οι ανατροπές που έχει επιφέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την πρόσφατη, νέα και κατηγορηματική απόρριψη των εκλογικών σεναρίων από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διαμορφώνουν ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον.

Δεδομένου ότι κυβερνητικές πηγές επιμένουν πλέον ότι ο πιθανότερος χρόνος εκλογών είναι η άνοιξη του 2023, ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του καλούνται να διαχειριστούν μια ιδιαιτέρως σύνθετη πραγματικότητα κατά το προσεχές 12μηνο.

Η διαχείριση του θυμού των πολιτών

Στο Μέγαρο Μαξίμου διαβάζουν υπό αυτό το πρίσμα με νέο τρόπο τις δημοσκοπήσεις και επιχειρούν έναν ευρύ ανασχεδιασμό προτεραιοτήτων και παρεμβάσεων. «Ο κόσμος είναι θυμωμένος και προβληματισμένος και αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε» αναφέρουν συνομιλητές του Πρωθυπουργού στον απόηχο και των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Σε αυτές φανερώνεται μεταξύ άλλων ότι συντριπτικά ποσοστά πολιτών, που σε κάποιες μετρήσεις υπερβαίνουν το 90% (βλ. Marc/ANT1), αντιμετωπίζουν περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές δυσκολίες λόγω του κύματος ανατιμήσεων, οι οποίες είτε προκλήθηκαν είτε εντάθηκαν λόγω του πολέμου.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους για τη διαχείριση και αντιμετώπιση ενός διπλού, σοβαρού προβλήματος: Αφενός, την εξασφάλιση επάρκειας τροφίμων και πρώτων υλών και, αφετέρου, τον έλεγχο της ακρίβειας και την πάταξη της αισχροκέρδειας. Για τον σκοπό αυτόν έχει προγραμματιστεί για αύριο Δευτέρα έκτακτη σύσκεψη υπό τον Πρωθυπουργό, με τη συμμετοχή των συναρμόδιων υπουργών.

Μέτρα για επάρκεια βασικών ειδών

Εν όψει δε των αναμενόμενων αναταράξεων, ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα τροπολογία με την οποία λαμβάνονται έκτακτα μέτρα για την εξασφάλιση της επάρκειας σιτηρών, ελαίων και λιπασμάτων στην ελληνική αγορά. Ειδικότερα, επιβάλλεται για χρονικό διάστημα τριών μηνών η υποχρέωση για τις επιχειρήσεις παραγωγής, εισαγωγής, εμπορίας, πώλησης, μεσιτείας, διακίνησης, διανομής και αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων να δηλώσουν εντός προθεσμίας δύο ημερών από τη δημοσίευση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης τα στοιχεία αποθεμάτων επτά συγκεκριμένων αγαθών: α) πρώτες ύλες για την παραγωγή λιπασμάτων, β) λιπάσματα, γ) ζωοτροφές, δ) ωμά δημητριακά παντός είδους και ιδίως σιτάρι ή σμιγάδι, σίκαλη, κριθάρι, βρόμη, καλαμπόκι, εδώδιμο φαγόπυρο, ε) άλευρα και ιδίως αλεύρια σιταριού ή σμιγαδιού και αλεύρια δημητριακών, στ) ηλίανθο και ζ) φυτικά έλαια (εκτός από το ελαιόλαδο) και ιδίως ηλιέλαιο, φοινικέλαιο και αραβοσιτέλαιο.

Ευρωπαϊκή αδράνεια για την ενέργεια

Το δεύτερο πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση στρέφει την προσοχή της για την «πολεμική» προσαρμογή είναι αυτό της ενέργειας.

Εχοντας ήδη δαπανήσει περί τα 5 δισ. για την αντιστάθμιση των εκρηκτικών αυξήσεων στα καύσιμα, δίχως τα επιθυμητά αποτελέσματα, στο κυβερνητικό επιτελείο υποδέχθηκαν με ανησυχία τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της προηγούμενης Παρασκευής.

Ο προβληματισμός για το ενδεχόμενο να μην υπάρξει ο επιθυμητός ευρωπαϊκός συντονισμός για κοινή δράση στο ενεργειακό επιβεβαιώθηκε. Θέση του Πρωθυπουργού ήταν ότι θα έπρεπε να επιβληθεί πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, καθώς και ότι η Ενωση θα έπρεπε να δράσει και σε αυτή την περίπτωση κατά τα πρότυπα της πανδημίας και των εμβολίων, δηλαδή να προχωρήσει σε μια κοινή ευρωπαϊκή συμφωνία για την προμήθεια και την αποθήκευση φυσικού αερίου. Οριστικές αποφάσεις για αυτά δεν υπήρξαν και όπως σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπειτα από τη λήξη της πολύωρης συζήτησης, «για τα ζητήματα της ενέργειας ήταν δύσκολη συζήτηση και δεν υπάρχει ακόμη κοινός τόπος για την αντίδραση».

Χρηματοδότηση με εθνικούς πόρους

Κατά τα όσα επισήμανε ο Πρωθυπουργός μετά τη λήξη της Συνόδου το βράδυ της Παρασκευής, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί την ενεργειακή κρίση από εθνικούς πόρους κάθε μήνα και ανεξάρτητα από το τι θα γίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Υπό αυτές τις συνθήκες απομένει να αποσαφηνιστεί ο τρόπος υλοποίησης της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για την αύξηση των εισαγωγών αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά 15 δισ. κυβικά μέτρα το 2021 και η σταδιακή αύξηση των συνολικών εισαγωγών στα 50 δισ. κυβικά, με ορίζοντα το 2030 και με στόχο τη δραστική απεξάρτηση από τις ρωσικές εισαγωγές.

Από την 11η Σεπτεμβρίου στην ουκρανική κρίση

Στο επιτελείο του Πρωθυπουργού διαμορφώνεται υπό τις νέες, έκτακτες και πρωτόγνωρες συνθήκες η αντίληψη ότι οι πολιτικές παράμετροι κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο της κυβερνητικής θητείας αναθεωρούνται ριζικά και ραγδαία.

Χαρακτηριστικές ως προς αυτό ήταν δύο αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας. Αρχικώς, μιλώντας στη Βουλή την Τετάρτη, σημείωσε μεταξύ άλλων: «Το αποτύπωμα αυτής της σύρραξης, της μεγαλύτερης γεωπολιτικής αναταραχής στην ήπειρό μας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενδέχεται να είναι βαθύτερο από εκείνο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Και ο οικονομικός της απόηχος παραπέμπει στην κρίση του 2008, καθώς ο πόλεμος και η ενεργειακή αναστάτωση – συνοδευόμενη από τη διεθνή έκρηξη των τιμών – δημιουργούν δυστυχώς ένα παγκόσμιο, εφιαλτικό τρίγωνο το οποίο διαρκώς ανατροφοδοτείται».

«Υποχρέωση στους πολίτες μας»

Ακολούθως, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο CNN στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής ΕΕ – ΝΑΤΟ την Πέμπτη, ο Πρωθυπουργός ανέφερε: «Πιστεύω ότι, σίγουρα, όλοι πρέπει να επανεκτιμήσουμε τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών μας. Αντιμετωπίζουμε σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις ως αποτέλεσμα του πολέμου και το ενεργειακό κόστος πραγματικά μας πλήττει. Πλήττει τους πολίτες μας. Ομως, στο τέλος της ημέρας, μολονότι έχουμε υποχρέωση να στηρίξουμε την Ουκρανία, έχουμε επίσης την υποχρέωση να στηρίξουμε τους πολίτες μας ώστε να μην επωμιστούν μεγαλύτερα βάρη από αυτά που μπορούν να αντέξουν».

Οι επισημάνσεις αυτές στην ουσία περιγράφουν την ελληνική ιδιαιτερότητα στη συγκεκριμένη συγκυρία, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης επισωρεύονται σε εκείνες της μνημονιακής περιόδου και της πανδημίας.

Η ασφαλής αύξηση στον κατώτατο

Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση καλείται να επινοήσει και να εφαρμόσει λύσεις με στόχο τη στήριξη των εισοδημάτων, τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής ισορροπίας και τη διατήρηση των προσδοκιών οικονομικής ανάκαμψης. Με αυτή την έννοια, ένα πρώτο βήμα είναι η προαναγγελθείσα αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι εκτιμήσεις βάσει των εφικτών προβολών για τον ετήσιο ρυθμό του πληθωρισμού καταλήγουν, σύμφωνα με πληροφορίες, σε μια αύξηση της τάξεως του 6%, η οποία θεωρείται «ασφαλής».

Το δίλημμα της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού

Παράλληλα με τον προβληματισμό και τις αναπροσαρμογές στο πολιτικό πεδίο, οι εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας έχουν σημάνει συναγερμό και σε άλλα πεδία.
Τα ραντάρ του Μεγάρου Μαξίμου και της Τράπεζας της Ελλάδος παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στο πεδίο των κυρώσεων σε βάρος προσώπων και επιχειρήσεων ρωσικών συμφερόντων.
Πηγές προσκείμενες στα δύο κέντρα αναφέρουν ότι μέχρι στιγμής κανένας επιχειρηματίας με δραστηριότητα στην Ελλάδα δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των ονομάτων τα οποία συγκαταλέγονται στο πλέγμα κυρώσεων που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπως δε σημειώνουν, για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται αφενός εντολή για έρευνα από την Αρχή ξεπλύματος μαύρου χρήματος, αφετέρου τεκμηρίωση ότι τα υπό διερεύνηση πρόσωπα συνδέονται με το καθεστώς Πούτιν.
Πάντως, η επιφυλακτικότητα ως προς τη συνέχεια είναι αισθητή και καλά πληροφορημένες πηγές επιβεβαιώνουν ότι η εξέταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι διαρκής και οι σχετικές λίστες τελούν υπό συνεχή επανεξέταση και αξιολόγηση.
Η ανησυχία της Τράπεζας της Ελλάδας εντοπίζεται ωστόσο και σε άλλα σημεία. Ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας μεταφέρει την αίσθηση από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου της ΕΚΤ, σημειώνοντας τη διλημματική ταλάντευση μεταξύ αντιμετώπισης του πληθωρισμού μέσω μιας αύξησης των επιτοκίων και των κινδύνων της ύφεσης που θα επαπειλούνταν από μία τέτοια κίνηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο συνδυασμός των κινδύνων προξενεί προβληματισμό στον κεντρικό τραπεζίτη, ο οποίος συνοψίζει την πρόκληση της περιόδου στο «να κρατηθούν τα πράγματα υπό έλεγχο».
Παρά ταύτα, από την ίδια πηγή αναφέρεται και μία άλλη διάσταση της οικονομικής συνθήκης.
Πρόκειται για την υπό συνθήκες ευεργετική επίδραση ενός ελεγχόμενου επιπέδου πληθωρισμού (π.χ. έως 5%), στα επίπεδα του χρέους. Οπως τονίζεται, ένα τέτοιο επίπεδο πληθωριστικών πιέσεων στην ουσία μειώνει το πραγματικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ παράλληλα συνυπολογίζεται στους ρυθμούς ανάπτυξης και υπό αυτή την έννοια μειώνει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.